...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...
Στις 8-5-1934 η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ αναφέρει: «Τα αιματηρά γεγονότα των Καλαμών. 4 νεκροί και 10 τραυματίαι». Και η είδηση είναι η εξής: «Σημερινά εκ Καλαμών τηλεγραφήματα προς τας αρχάς αναφέρουν ότι σοβαραί αιματηραί συμπλοκαί μεταξύ των απεργών λιμενεργατών και μυλεργατών αφ’ ενός και αστυνομικών οργάνων και στρατού αφ’ ετέρου, διεδραματίσθησαν σήμερον το πρωί εκεί, φονευθέντων τεσσάρων εκ των απεργών και τραυματισθέντων δέκα (άλλη πληροφορία αναφέρει ότι οι φονευθέντες είναι τρείς και οι τραυματισθέντες εννέα). Το ιστορικόν των ταραχών έχει ούτω:
Xθές την 4.30 απογευματινήν, όταν το φέρον σίτον ατμόπλοιον “Λίμνη” προσήγγισεν εις τον λιμένα και επλεύρισεν πλησίον των απορρογητήρων σωλήνων (σιλό) του αλευροκύλου “Ευαγγελίστρια”, εκηρύχθη απεργία των λιμενεργατών, εις ενίσχυσιν των απεργησάντων από της προηγουμένης, μυλεργατών. Αμέσως αι αρχαί έλαβον τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς τήρησιν της τάξεως και την εξασφάλισιν της εκφορτώσεως του σίτου δι’ ελευθέρων εργατών.
Η ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΕΡΓΩΝ
Σήμερον την 9ην πρωινήν ομάδες απεργών προσεπάθησαν να διασπάσουν την στρατιωτικήν ζώνην, μερικοί εξ αυτών, επιβιβασθέντες φορτηγίδος, κατόρθωσαν να φθάσουν μέχρι του πλοίου, αποκόψαντες εν εκ των σχοινίων του προσδέσεως. Η αστυνομική δύναμις επεμβάσα, προσεπάθησε να αποκαταστήση την τάξιν, λόγω όμως της προκλητικότητος – κατά τα τηλεγραφήματα – των απεργών επίθεσις εναντίον των αστυνομικών και του στρατού, κατά την οποίαν ερρίφθησαν και ένσφαιροι βολαί, εκ των οποίων εφονεύθησαν δύο εργάται και ετραυματίσθησαν τέσσερις.
Οι εργάται, εκμανέντες τότε, έλαβον ανά χείρας τα πτώματα των φονευθέντων και ανήλθον δια της οδού Αριστομένους εις την πόλιν των Καλαμών. Καθ’ οδόν ελιθοβόλησαν το υποκατάστημα της Τραπέζης Αθηνών και ελεηλάτησαν την οικίαν του εκ των μετόχων του αλευρομύλου κ. Κ. Πάστρα.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΥΜΠΛΟΚΗ
Την 10.30πμ οι απεργοί συνηντήθησαν πρό του Νομαρχιακού καταστήματος με μίαν περίπολον στρατού, εναντίον της οποίας ήνοιξαν άγριον λιθοβολισμόν, συνεπεία του οποίου ετραυματίσθη δια λίθου εις την κεφαλήν ο ανθυπασπιστής Παπαδόπουλος. Επηκολούθησε δευτέρα συμπλοκή, καθ’ ην εφονεύθησαν έτεροι δύο και ετραυματίσθησαν έξ εργάται. Οι τραυματίαι μετεφέρθησαν εις νοσοκομεία και κλινικάς. Κατά τα τηλεγραφήματα οι φονευθέντες ονομάζονται Στεφανάκος και Δημητράκος. Έτερος φονευθείς είναι αγνώστου επωνύμου. Επίσης εφονεύθη μία γυναίκα ονόματι Κριτζέπη, η οποία τυχαίως διήρχετο από τον τόπον της συμπλοκής. Τα ονόματα των τραυματιών, λόγω της επικρατούσης συγχύσεως δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθούν».
Η εφημερίδα μετά ανφέρει ότι ξεκίνησε γενική απεργία, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, ζητήθηκαν ενισχύσεις από τη χωροφυλακή και το στρατό, άρχισαν και οι κυβερνητικές διαρροές για νεοσύλεκτους και άπειρους φαντάρους που δεν αντέδρασαν καλά (πάντα φταίνε οι άλλοι), ανακοινώθηκε η έναρξη ανακρίσεων για τους πυροβολισμούς και η υποκίνηση των ταραχών, σύμφωνα με τηλεγραφήματα Καλαματιανών δημοσιογράφων – όπως γράφει η ΕΣΤΙΑ – οφείλεται σε «ευάριθμους κομμουνιστές» που παρέσυραν τους εργάτες σε απεργία.
Η Καλαματιανή εφημερίδα ΣΗΜΑΙΑ στις 8-5-1934 αναφέρει ότι και οι επαγγελματίες τάχθηκαν υπέρ του δίκαιου των αιτημάτων της απεργίας και είναι έτοιμοι να κλείσουν τα μαγαζιά τους. Τα αιτήματα ήταν αναδρομική αποζημίωση 8 δραχμές ανά τόνο, ανάκληση της γνωστής αποφάσεως του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και παροχή δανείου στο ταμείο ασφαλίσεως λιμενεργατών. Οι μυλεργάτες διεκδικούσαν αυξήσεις.
Στο λιμάνι είχαν τοποθετηθεί πολυβόλα και οι λιμενεργάτες σχεδίαζαν να εμποδίσουν το πλοίο να ξεφορτώσει, με φορτηγίδες στις οποίες θα επέβαιναν οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Ο Νομάρχης χαρακτήρισε παράλογα τα αιτήματα των λιμενεργατών. Εκπονήθηκε σχέδιο για συλλήψεις των μελών της απεργιακής επιτροπής.
Η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ με συνεχείς ανταποκρίσεις που πρόσθεσε στην έκδοση της 9-5-1934 αναφέρει ότι «Από προχθές έχει κηρυχθεί απεργία των λιμενεργατών, χθες εκηρύχθη απεργία και των μυλεργατών. Αφορμή δια την απεργίαν υπήρξεν η έναρξις λειτουργίας απορροφητικού μηχανήματος προς εκφόρτωσιν του σίτου, πράγμα που δημιουργεί ανεργίαν των φορτοεκφορτωτών». Περιγράφονται δύο περιστατικά όπου οι απεργοί δέχτηκαν πυρά από το στρατό και ακολούθως η περιφορά των πτωμάτων στους δρόμους της πόλης από τους απεργούς, αλλά και η επίθεση στο σπίτι του αλευροβιομήχανου Πάστρα.
Τραγικό γεγονός ήταν όταν εξακριβώθηκε ότι ο ένας από τους νεκρούς απεργούς ονομάζονταν Στεφανάκος και ο αδερφός του ήταν υπολοχαγός που συμμετείχε στο στρατιωτικό απόσπασμα και όταν έμαθε για το θάνατο του αδερφού του αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.
Διαβάζουμε όμως ότι λίγο καιρό πριν ο Νομάρχης είχε συστήσει στην κυβέρνηση να αναβληθεί η λειτουργία του μηχανήματος μέχρι να ψηφισθεί νομοσχέδιο για την ίδρυση ταμείου λιμενεργατών και είχε τη συναίνεση του συγκεκριμένου κλάδου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα οι απεργοί λιμενεργάτες ήταν 300 και οι μυλεργάτες 150.Εκτιμήσεις που δημοσιεύτηκαν εκείνες τις μέρες στις εφημερίδες, έκαναν λόγο για μείωση κατά 150 δηλαδή 50% της συνολικής δύναμης των λιμενεργατών, με τη λειτουργία του μηχανήματος.
Στις 9-5-1934 η εφημερίδα Ριζοσπάστης γράφει: «Σήμερα στις 4.20 το απόγευμα μόλις έφτασε το βαπόρι στο λιμάνι, δόθηκε το σύνθημα της γενικής απεργίας των λιμενεργατών, στην οποία κατέβηκαν όλοι οι λιμενεργάτες, ανερχόμενοι σε 300. Σε ένδειξη αλληλεγγύης με τους απεργούς οι επαγγελματίες της παραλίας κλείσανε τα μαγαζιά τους επί δύο ώρες. Όλη η παραλία είχε γεμίσει από κόσμο, πάνω από πέντε χιλιάδες, που παρακολουθεί την εξέλιξη της απεργίας».
Σε άλλο σημείο και ενώ το πλοίο και το σιλό φρουρούνται από στρατό και χωροφυλακή, η εφημερίδα αναφέρει: «Οι λιμενεργάτες κάνανε αλλεπάληλλες επιθέσεις για τη διάσπαση της ζώνης. Στις 9.30 το βράδυ ομάδα λιμενεργατών έριξε φυσίγγια δυναμίτιδας κοντά στο πλοίο και στον απορροφητήρα».
Επίσης η ΣΗΜΑΙΑ στις 9-5-1934 αναφέρει ότι ενώ εξελίσσονται διαπραγματευτικές προσπάθειες γίνονται επεισόδια καθώς συνελήφθη ο μυλεργάτης Σμυρλής διότι αποπειράθηκε να κακοποιήσει απεργοσπάστη, ενώ το βράδυ έγινε απόπειρα με δυναμίτη εναντίον του σιλό και η εφημερίδα γράφει «προφανώς υπό αναρχικών στοιχείων σκοπούντων να αποτρέψουν την λειτουργίαν του απορροφητικού μηχανήματος. Η αστυνομική αρχή τεθείσα αμέσως εις κίνησιν, δεν κατώρθωσε να νακαλύψη και συλλάβη τους ενόχους ή τον ένοχον».
Αρκετά σωματεία καθώς και το εργατικό κέντρο Καλαμών στηρίζουν τους απεργούς και καλούν εργάτες άλλων κλάδων να μην γίνουν απεργοσπάστες στο λιμάνι.
Την επόμενη μέρα στις 10-5-1934 η ΣΗΜΑΙΑ έχει πρώτο τίτλο ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΩΝΗΝ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΟΠΛΟΠΟΛΥΒΟΛΟΥ
Στο κείμενο παίρνει αποστάσεις από τις δυναμικές ενέργειες των απεργών, αλλά καταδικάζει απερίφραστα την αιματοχυσία και γράφει: «Έπρεπεν οι αναλαβόντες την διαρρύθμισιν των σχέσεων μεταξύ των εργατών και της Ευαγγελιστρίας να σκεφθούν ότι η πείνα είναι κακός σύμβλουλος, ότι η πείνα του εργάτου που δεν έχει δουλειά, είναι η ρυθμίστρια πάσης κινήσεως του εργάτου. Εφ’ όσον είναι γνωστόν ότι 350 λιμενεργάται μένουν χωρίς εργασίαν λόγω της πληθύος αυτών, ότι πεινούν και γυμνεύουν, ώφειλον οι αρμόδιοι να σεβασθούν την πείναν αυτήν των δυστυχών εκείνων και να δώσουν μίαν λύσιν εις την υπόθεσιν, τερματίζοντες μίαν εκνευριστικήν εκκρεμότητα».
Στις 10-5-1934 στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ δημοσιεύεται ανακοίνωση της ιδιοκτησίας του ατμόμυλου «Ευαγγελίστρια», που εκτός από την έκφραση οδύνης για τα γεγονότα θεωρεί ότι η αύξηση του αριθμού των λιμενεργατών είναι αυτή που προκάλεσε το πρόβλημα, διότι αυτή θεωρεί σαν αιτία της οικονομικής τους κακοδαιμονίας, ενώ η ίδια είχε δεχτεί να συζητήσει για τις αποζημιώσεις όσων θα έφευγαν από τη δουλειά, αλλά και να δίνει 6 δραχμές ανά τόνο στο ταμείο του Οργανισμού Λιμένος Καλαμάτας. Σε άλλες σελίδες ξεχωρίζουμε τη δήλωση του Αν. Πάπου τραυματισμένου απεργού που νοσηλεύονταν στην κλινική Κουτσομητόπουλου, μαζί με άλλους απεργούς, όπου λέει πως όταν οι απεργοί πλησίαζαν με μαούνα από το πλοίο που έφερνε το σιτάρι και στόχο να ανέβουν στο πλοίο για να διαμαρτυρηθούν, δέχτηκαν από απόσταση 60 μέτρων πυρά από το στρατό. Ο επικεφαλής λοχαγός διέταξε πριν να σταματήσει η μαούνα, η οποία όμως λόγω κεκτημένης ταχύτητας δεν έγινε δυνατόν να ακινητοποιηθεί.
Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ στις 10-5-1934 αναφέρει πως ο απεσταλμένος ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας κ. Μαυρομάτης, ενημέρωσε τον υφυπουργό Στεφανόπουλο πως ο Νομάρχης δεν εφάρμοσε τις εντολές του υπουργείου, κατά τα κοινώς λεγόμενα «τον δίνει», επίσης κατηγορεί τον επικεφαλής αξιωματικό ότι δεν λειτούργησε ψύχραιμα. Ο δε λιμενάρχης λειτούργησε με την άποψη ότι για λόγους γοήτρου οι αρχές δεν πρέπει να φαίνονται υποχωρητικές στις εργατικές απαιτήσεις.
Στην Αθήνα μέλη του ΚΚΕ σύμφωνα με την εφημερίδα, αλλά και ευρύτερος αριθμός μελών εργατικών σωματείων, σύμφωνα με άλλες εφημερίδες. διαδήλωσαν έξω από το υπουργείο Εσωτερικών για τα γεγονότα και ακολούθησαν συγκρούσεις με την αστυνομία και απολογισμό έξι συλλήψεις διαδηλωτών και δύο τραυματισμένους αστυνομικούς.
Στις 10-5-1934 ο Ριζοσπάστης αναφέρει ότι ένας λοχίας στην Καλαμάτα, δεν άντεξε το θέαμα των σκοτωμένων εργατών, πέταξε το όπλο και πέρασε με το μέρος των διαδηλωτών.
Ως προς τον αριθμό των εργατών που μπήκαν στη μαούνα για να προσεγγίσουν το εμπορικό πλοίο, η εφημερίδα γράφει ότι ήταν 15 και φώναζαν «Ζήτω η απεργία, ζήτω το ψωμί μας».
Η καλαματιανή εφημερίδα ΣΗΜΑΙΑ σε έκτακτη έκδοση στις 10-5-1934 κάνει αναλυτική περιγραφή των γεγονότων με τίτλο «Η πόλις και η παραλία μεταβάλλεται εις πεδίον μάχης. Πολυβόλα και οπλοπολυβόλα εναντίον των απεργών και του πλήθους».
Επίσης αναφέρει ότι όταν έγιναν γνωστά τα γεγονότα, εργαζόμενοι σε άλλους κλάδους της πόλης σταμάτησαν αμέσως να εργάζονται χωρίς να έχει προηγηθεί «επίσημη» ανακοίνωση απεργίας από τα σωματεία τους, ενώ όταν ο στρατός διέταξε όσους περιέφεραν πάνω σε σκάλες τα πτώματα των απεργών, οι εργάτες απάντησαν «κάτω οι τύραννοι, κάτω οι δολοφόνοι».
Υπάρχει αναλυτικό ρεπορτάζ από τη Βουλή με δηλώσεις βουλευτών για τα γεγονότα, αναλυτικός απολογισμός των θυμάτων νεκρών και τραυματιών, δημοσίευση ψηφισμάτων διαμαρτυρίας, αλλά και η πληροφορία που δεν μπόρεσε να διασταυρώσει η εφημερίδα – όπως αναφέρει – ότι τουλάχιστον δύο στρατιώτες και ένας βαθμοφόρος αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ εναντίον των απεργών.
Έρευνα: Νάσος Μπράτσος
Διαβάστε το Β' μέρος του αφιερώματος την Κυριακή 19 Μαΐου 2024.