...αναδημοσίευση από το ert.gr ...
Δείτε το βίντεο από την ΕΡΤ
του Νάσου Μπράτσου
Χώρος στον οποίο εξελίχθηκε από τους πραξικοπηματίες του 1967 συγκεκριμένο σχέδιο, ήταν ο χώρος του αθλητισμού και ειδικά το ποδόσφαιρο, αφού είχαν εγκαίρως διαγνώσει τη δυναμική του και σκόπευαν με τον ασφυκτικό έλεγχο σε αυτό, να προσθέσουν άλλο ένα στήριγμα στο δικτατορικό καθεστώς. Από τα πρώτα μέτρα που πήρε η δικτατορία ήταν η αναβολή των αγώνων, φοβούμενη μήπως τα γήπεδα εξελιχθούν σε πεδία αντιχουντικών εκδηλώσεων. Όταν μετά από μέρες επέτρεψε τη διεξαγωγή αγώνων, το πλαίσιο διεξαγωγής τους ήταν ρητό και αυστηρό. Κάθε πολιτική δραστηριότητα θα σήμαινε και στρατοδικείο.
Από την απολύτως σοβαρή για ιστορική μελέτη και εξαγωγή συμπερασμάτων, επιλογής, της χούντας, δεν έλειψαν και οι γελοιότητες στις οποίες οι δικτάτορες είχαν επιδόσεις πρωταθλητισμού, που «τροφοδοτούν» και μέρος του τίτλου μας με την επίκληση του «Κατσάμπελα» του χουντικού αξιωματικού που στην ταινία «Λούφα και Παραλλαγή», είχε υποδυθεί ο αξέχαστος ηθοποιός Ανδρέας Φιλιππίδης.
Ας δούμε περιληπτικά τις βασικές θεματικές ενότητες που εξελίχτηκε το σχέδιο αυτό.
Οι συγχωνεύσεις
Θέληση της χούντας ήταν η συγκρότηση ισχυρών ομάδων ανά περιοχή που με την πορεία τους να προσελκύουν κόσμο και να τον «προσανατολίζουν» στο ποδόσφαιρο, αποσπώντας το ενδιαφέρον του από την πολιτική. Για το λόγο αυτό έκανε υποχρεωτικές συγχωνεύσεις, με την απειλή στρατοδικείων για τους απείθαρχους, διέλυσε ομάδες που είχαν προοδευτικούς – δημοκρατικούς πολίτες στις διοικήσεις τους, σε ορισμένους ζήτησε και πέτυχε τη διαγραφή τους από τα σωματεία και τους απαγόρευσε την ενασχόληση με τα διοικητικά και «φύτεψε» στα σωματεία στρατιωτικό επίτροπο.
Δηλαδή επόπτη που θα επέβλεπε αν υπό το πρόσχημα της αθλητικής δραστηριότητας, θα επιχειρούνταν να συγκαλυφθεί αντιστασιακή – αντιδικτατορική δράση.
Τα σωματεία που διαλύθηκαν, αντιμετώπισαν κατασχέσεις – δημεύσεις των περιουσιακών τους στοιχείων, έπιπλα, αθλητικό υλικό, σφραγίδες, κλπ τα οποία φόρτωνε ο στρατός σε καμιόνια και τα έπαιρνε από τα γραφεία τους. Με το διάταγμα 76 ορίζει πως κάθε νομός της χώρας θα πρέπει να έχει μόνο μια ομάδα στη Β εθνική, έτσι όσοι παίκτες «περίσσεψαν», άλλοι γίνονται μεταγραφικοί στόχοι μεγαλύτερων ομάδων που ενισχύθηκαν σημαντικά και άλλοι, ειδικά όσοι ήταν γνωστοί για αντιδικτατορικά φρονήματα, αποβάλλονται.
Μετά τη μεταπολίτευση, αρκετά σωματεία που είχαν διαλυθεί δια της βίας, ανασυγκροτήθηκαν – επανήλθαν με το όνομά τους και τη σφραγίδα τους.
«Ιδεολογικό μασάζ»
Για να γίνει εύπεπτη η πολιτική των βίαιων υποχρεωτικών συγχωνεύσεων, ανέλαβαν αθλητικογράφοι της εποχής, να αρθρογραφήσουν για τα καλά της επιλογής, ότι θα κόβει περισσότερα εισιτήρια η νέα ομάδα, θα είναι αγωνιστικά πιο δυνατή και άλλα παρεμφερή. Επίσης έπεφτε και το σχετικό λιβάνισμα στο Γ.Γ.Α. της χούντας, τον Ασλανίδη, ο οποίος εμφανίζονταν ως μέγας αναμορφωτής του αθλητισμού, που προωθεί σημαντικά αθλητικά έργα στον τομέα των υποδομών.
Μεταγραφές και πρωταθλήματα
Στις αλλαγές που έκανε η δικτατορία ήταν και στο θέμα των μεταγραφών, με κριτήριο να μην μπορούν τα πολύ μεγάλα σωματεία να αφαιμάξουν τα μικρότερα (έως δύο μεταγραφές παικτών από τη Β’ Εθνική για κάθε ομάδα Α’ Εθνικής και όχι και οι δύο από την ίδια ομάδα της Β’ Εθνικής), ώστε αυτά να διατηρήσουν τη δυναμική τους, άρα και τον κόσμο τους. Τυπικά τουλάχιστον, γιατί υπήρξαν περιπτώσεις που έγιναν μεταγραφές όπου οι ενδιαφερόμενοι (αθλητές και σωματεία στα οποία ανήκαν) τις έμαθαν…μετά. Πρώτα υπεγράφη η σχετική απόφαση και μετά τους κοινοποιήθηκε. Για παράδειγμα στο πιγκ-πογκ οι αδερφές Μαρία και Ματίνα Λουκά ήταν πρωταγωνίστριες και σάρωναν τους τίτλους για λογαριασμό του Α.Ο. Προφήτη Ηλία (Πειραιάς).
Μέχρι το 1970, που με μια πρωτοφανή απόφαση ο τότε ΓΓΑ Ασλανίδης μετέγραψε τις δύο αθλήτριες στον ΠΑΟ, χωρίς τη συγκατάθεση του σωματείου.
Οι γεωγραφικοί καταρτισμοί ομίλων και το ποιοι ανέβαιναν κατηγορία πάλι ήταν ένας τομέας όπου η λογική πήγαινε περίπατο, ιδίως αν η ομάδα που ήταν να ανέβει κατηγορία δεν ήταν και πολύ της αρεσκείας των δικτατόρων και ήταν στελεχωμένη από «υπόπτους» για δημοκρατικές πεποιθήσεις. Επιπλέον αν υπήρχε ομάδα με διοίκηση φιλοχουντική, τότε έπρεπε να πάει «σπρωχτή».
To Κυπριακό
Στις ενέργειες που έκανε η δικτατορία στο χώρο του ποδοσφαίρου, ήταν και η υποχρεωτική αλλαγή του ονόματος των ομάδων που είχαν τη λέξη «ένωση» στο όνομά τους, με την αντικατάστασή της με άλλο προσδιορισμό, όπως όμιλος, σύλλογος, κλπ
Για παράδειγμα η Αθλητική Ένωση Προφήτη Ηλία έγινε Αθλητικός Όμιλος Προφήτη Ηλία.
Ο λόγος ήταν ότι η χούντα πίστευε ότι αν οι φίλαθλοι φώναζαν ρυθμικά το «Ένωση» στο γήπεδο, μπορεί να προέκυπτε θέμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την Τουρκία να πιστεύει ότι γινόταν έμμεση προπαγάνδα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με «εργαλείο» τα γήπεδα.
Της μετονομασίας εξαιρέθηκαν τα μεγάλα μεγέθη όπως η ΑΕΚ, αφού οι δυσκολίες ήταν εμφανείς λόγω του μεγάλου αριθμού οπαδών της.
Έτσι φτάνουμε στον παραλογισμό να φωνάζουν «Ένωση» αρκετές χιλιάδες ΑΕΚτζήδες, αλλά να μην προκύπτει ελληνοτουρκικό θέμα, αλλά να εκτιμάει η δικτατορία ότι πλήθος πρακτόρων της τουρκικής πρεσβείας «εκστρατεύουν» τις Κυριακές στις αλάνες των τοπικών κατηγοριών για να κατασκοπεύσουν πολύ λιγότερους αριθμούς φιλάθλων που μέσω των γηπεδικών συνθημάτων, θα επιχειρούσαν να «λύσουν «το Κυπριακό. Τα συγκρίσιμα μεγέθη δείχνουν και τον βαθμό της γελοιότητας της χουντικής έμπνευσης.
Το συμπέρασμα είναι ότι η δικτατορία είχε αντιληφθεί τη δύναμη του αθλητισμού και λειτούργησε με σχέδιο. Είχε συνείδηση της ιστορικής εμπειρίας που υπήρχε από την περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά και της κατοχής, όπου στο αθλητικό πεδίο αναπτύχθηκαν σημαντικές δημοκρατικές- αντιφασιστικές δραστηριότητες, σαν αντίπαλο δέος στη χρήση του αθλητισμού από καθεστώτα σαν του Χίτλερ και του Μουσολίνι και λιγότερο του Μεταξά στην Ελλάδα, όπου μέσω της αθλητικής δραστηριότητας, επένδυσαν στον εξωραϊσμό των καθεστώτων τους και των ιδεολογικών τους αναφορών.
Στον αντίποδα, όπως αιφνιδιάστηκε το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα, με την εκδήλωση του πραξικοπήματος και ήταν πολιτικά ανέτοιμο να το προβλέψει σαν κίνδυνο και να το αποτρέψει, έτσι και στον αθλητισμό πιάστηκε «αδιάβαστο», χωρίς σημαντική πολιτική – οδηγό δράσης.
Το κακό που έγινε ήταν μεγάλο, καθώς αρκετός κόσμος ταύτισε τον αθλητισμό και ακόμα πιο συγκεκριμένα το ποδόσφαιρο με τις χουντικές καρικατούρες και με ισοπεδωτική κριτική αποστράφηκε συλλήβδην τον σωματειακό αθλητισμό, σαν πεδίο όπου το παιχνίδι είναι χαμένο εξ ορισμού.
Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ένας από τους λόγους για την ίδρυση του ΠΣΑΠ (Πανελλήνιος Σύλλογος Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών), όπως μας είχε δηλώσει ο Νίκος Μάλλιαρης, εκ των ιδρυτικών μελών, «ήταν ότι μετά την πτώση της δικτατορίας, υπήρχε ζήτημα εκδημοκρατισμού του χώρου του ποδοσφαίρου, όπου κυριαρχούσε η διαφθορά με δωροδοκίες για καθορισμό αποτελεσμάτων και οι κακές συνθήκες άθλησης – εργασίας. Το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό, ημιεπαγγελματικό και οι παίκτες πρώτης γραμμής με παρεμβάσεις των διοικήσεων των ομάδων, διορίζονταν στο δημόσιο για εξασφάλιση».
Δείτε το βίντεο από την ΕΡΤ
του Νάσου Μπράτσου
Χώρος στον οποίο εξελίχθηκε από τους πραξικοπηματίες του 1967 συγκεκριμένο σχέδιο, ήταν ο χώρος του αθλητισμού και ειδικά το ποδόσφαιρο, αφού είχαν εγκαίρως διαγνώσει τη δυναμική του και σκόπευαν με τον ασφυκτικό έλεγχο σε αυτό, να προσθέσουν άλλο ένα στήριγμα στο δικτατορικό καθεστώς. Από τα πρώτα μέτρα που πήρε η δικτατορία ήταν η αναβολή των αγώνων, φοβούμενη μήπως τα γήπεδα εξελιχθούν σε πεδία αντιχουντικών εκδηλώσεων. Όταν μετά από μέρες επέτρεψε τη διεξαγωγή αγώνων, το πλαίσιο διεξαγωγής τους ήταν ρητό και αυστηρό. Κάθε πολιτική δραστηριότητα θα σήμαινε και στρατοδικείο.
Από την απολύτως σοβαρή για ιστορική μελέτη και εξαγωγή συμπερασμάτων, επιλογής, της χούντας, δεν έλειψαν και οι γελοιότητες στις οποίες οι δικτάτορες είχαν επιδόσεις πρωταθλητισμού, που «τροφοδοτούν» και μέρος του τίτλου μας με την επίκληση του «Κατσάμπελα» του χουντικού αξιωματικού που στην ταινία «Λούφα και Παραλλαγή», είχε υποδυθεί ο αξέχαστος ηθοποιός Ανδρέας Φιλιππίδης.
Ας δούμε περιληπτικά τις βασικές θεματικές ενότητες που εξελίχτηκε το σχέδιο αυτό.
Οι συγχωνεύσεις
Θέληση της χούντας ήταν η συγκρότηση ισχυρών ομάδων ανά περιοχή που με την πορεία τους να προσελκύουν κόσμο και να τον «προσανατολίζουν» στο ποδόσφαιρο, αποσπώντας το ενδιαφέρον του από την πολιτική. Για το λόγο αυτό έκανε υποχρεωτικές συγχωνεύσεις, με την απειλή στρατοδικείων για τους απείθαρχους, διέλυσε ομάδες που είχαν προοδευτικούς – δημοκρατικούς πολίτες στις διοικήσεις τους, σε ορισμένους ζήτησε και πέτυχε τη διαγραφή τους από τα σωματεία και τους απαγόρευσε την ενασχόληση με τα διοικητικά και «φύτεψε» στα σωματεία στρατιωτικό επίτροπο.
Δηλαδή επόπτη που θα επέβλεπε αν υπό το πρόσχημα της αθλητικής δραστηριότητας, θα επιχειρούνταν να συγκαλυφθεί αντιστασιακή – αντιδικτατορική δράση.
Τα σωματεία που διαλύθηκαν, αντιμετώπισαν κατασχέσεις – δημεύσεις των περιουσιακών τους στοιχείων, έπιπλα, αθλητικό υλικό, σφραγίδες, κλπ τα οποία φόρτωνε ο στρατός σε καμιόνια και τα έπαιρνε από τα γραφεία τους. Με το διάταγμα 76 ορίζει πως κάθε νομός της χώρας θα πρέπει να έχει μόνο μια ομάδα στη Β εθνική, έτσι όσοι παίκτες «περίσσεψαν», άλλοι γίνονται μεταγραφικοί στόχοι μεγαλύτερων ομάδων που ενισχύθηκαν σημαντικά και άλλοι, ειδικά όσοι ήταν γνωστοί για αντιδικτατορικά φρονήματα, αποβάλλονται.
Μετά τη μεταπολίτευση, αρκετά σωματεία που είχαν διαλυθεί δια της βίας, ανασυγκροτήθηκαν – επανήλθαν με το όνομά τους και τη σφραγίδα τους.
«Ιδεολογικό μασάζ»
Για να γίνει εύπεπτη η πολιτική των βίαιων υποχρεωτικών συγχωνεύσεων, ανέλαβαν αθλητικογράφοι της εποχής, να αρθρογραφήσουν για τα καλά της επιλογής, ότι θα κόβει περισσότερα εισιτήρια η νέα ομάδα, θα είναι αγωνιστικά πιο δυνατή και άλλα παρεμφερή. Επίσης έπεφτε και το σχετικό λιβάνισμα στο Γ.Γ.Α. της χούντας, τον Ασλανίδη, ο οποίος εμφανίζονταν ως μέγας αναμορφωτής του αθλητισμού, που προωθεί σημαντικά αθλητικά έργα στον τομέα των υποδομών.
Μεταγραφές και πρωταθλήματα
Στις αλλαγές που έκανε η δικτατορία ήταν και στο θέμα των μεταγραφών, με κριτήριο να μην μπορούν τα πολύ μεγάλα σωματεία να αφαιμάξουν τα μικρότερα (έως δύο μεταγραφές παικτών από τη Β’ Εθνική για κάθε ομάδα Α’ Εθνικής και όχι και οι δύο από την ίδια ομάδα της Β’ Εθνικής), ώστε αυτά να διατηρήσουν τη δυναμική τους, άρα και τον κόσμο τους. Τυπικά τουλάχιστον, γιατί υπήρξαν περιπτώσεις που έγιναν μεταγραφές όπου οι ενδιαφερόμενοι (αθλητές και σωματεία στα οποία ανήκαν) τις έμαθαν…μετά. Πρώτα υπεγράφη η σχετική απόφαση και μετά τους κοινοποιήθηκε. Για παράδειγμα στο πιγκ-πογκ οι αδερφές Μαρία και Ματίνα Λουκά ήταν πρωταγωνίστριες και σάρωναν τους τίτλους για λογαριασμό του Α.Ο. Προφήτη Ηλία (Πειραιάς).
Μέχρι το 1970, που με μια πρωτοφανή απόφαση ο τότε ΓΓΑ Ασλανίδης μετέγραψε τις δύο αθλήτριες στον ΠΑΟ, χωρίς τη συγκατάθεση του σωματείου.
Οι γεωγραφικοί καταρτισμοί ομίλων και το ποιοι ανέβαιναν κατηγορία πάλι ήταν ένας τομέας όπου η λογική πήγαινε περίπατο, ιδίως αν η ομάδα που ήταν να ανέβει κατηγορία δεν ήταν και πολύ της αρεσκείας των δικτατόρων και ήταν στελεχωμένη από «υπόπτους» για δημοκρατικές πεποιθήσεις. Επιπλέον αν υπήρχε ομάδα με διοίκηση φιλοχουντική, τότε έπρεπε να πάει «σπρωχτή».
To Κυπριακό
Στις ενέργειες που έκανε η δικτατορία στο χώρο του ποδοσφαίρου, ήταν και η υποχρεωτική αλλαγή του ονόματος των ομάδων που είχαν τη λέξη «ένωση» στο όνομά τους, με την αντικατάστασή της με άλλο προσδιορισμό, όπως όμιλος, σύλλογος, κλπ
Για παράδειγμα η Αθλητική Ένωση Προφήτη Ηλία έγινε Αθλητικός Όμιλος Προφήτη Ηλία.
Ο λόγος ήταν ότι η χούντα πίστευε ότι αν οι φίλαθλοι φώναζαν ρυθμικά το «Ένωση» στο γήπεδο, μπορεί να προέκυπτε θέμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με την Τουρκία να πιστεύει ότι γινόταν έμμεση προπαγάνδα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με «εργαλείο» τα γήπεδα.
Της μετονομασίας εξαιρέθηκαν τα μεγάλα μεγέθη όπως η ΑΕΚ, αφού οι δυσκολίες ήταν εμφανείς λόγω του μεγάλου αριθμού οπαδών της.
Έτσι φτάνουμε στον παραλογισμό να φωνάζουν «Ένωση» αρκετές χιλιάδες ΑΕΚτζήδες, αλλά να μην προκύπτει ελληνοτουρκικό θέμα, αλλά να εκτιμάει η δικτατορία ότι πλήθος πρακτόρων της τουρκικής πρεσβείας «εκστρατεύουν» τις Κυριακές στις αλάνες των τοπικών κατηγοριών για να κατασκοπεύσουν πολύ λιγότερους αριθμούς φιλάθλων που μέσω των γηπεδικών συνθημάτων, θα επιχειρούσαν να «λύσουν «το Κυπριακό. Τα συγκρίσιμα μεγέθη δείχνουν και τον βαθμό της γελοιότητας της χουντικής έμπνευσης.
Το συμπέρασμα είναι ότι η δικτατορία είχε αντιληφθεί τη δύναμη του αθλητισμού και λειτούργησε με σχέδιο. Είχε συνείδηση της ιστορικής εμπειρίας που υπήρχε από την περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά και της κατοχής, όπου στο αθλητικό πεδίο αναπτύχθηκαν σημαντικές δημοκρατικές- αντιφασιστικές δραστηριότητες, σαν αντίπαλο δέος στη χρήση του αθλητισμού από καθεστώτα σαν του Χίτλερ και του Μουσολίνι και λιγότερο του Μεταξά στην Ελλάδα, όπου μέσω της αθλητικής δραστηριότητας, επένδυσαν στον εξωραϊσμό των καθεστώτων τους και των ιδεολογικών τους αναφορών.
Στον αντίποδα, όπως αιφνιδιάστηκε το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα, με την εκδήλωση του πραξικοπήματος και ήταν πολιτικά ανέτοιμο να το προβλέψει σαν κίνδυνο και να το αποτρέψει, έτσι και στον αθλητισμό πιάστηκε «αδιάβαστο», χωρίς σημαντική πολιτική – οδηγό δράσης.
Το κακό που έγινε ήταν μεγάλο, καθώς αρκετός κόσμος ταύτισε τον αθλητισμό και ακόμα πιο συγκεκριμένα το ποδόσφαιρο με τις χουντικές καρικατούρες και με ισοπεδωτική κριτική αποστράφηκε συλλήβδην τον σωματειακό αθλητισμό, σαν πεδίο όπου το παιχνίδι είναι χαμένο εξ ορισμού.
Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ένας από τους λόγους για την ίδρυση του ΠΣΑΠ (Πανελλήνιος Σύλλογος Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών), όπως μας είχε δηλώσει ο Νίκος Μάλλιαρης, εκ των ιδρυτικών μελών, «ήταν ότι μετά την πτώση της δικτατορίας, υπήρχε ζήτημα εκδημοκρατισμού του χώρου του ποδοσφαίρου, όπου κυριαρχούσε η διαφθορά με δωροδοκίες για καθορισμό αποτελεσμάτων και οι κακές συνθήκες άθλησης – εργασίας. Το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό, ημιεπαγγελματικό και οι παίκτες πρώτης γραμμής με παρεμβάσεις των διοικήσεων των ομάδων, διορίζονταν στο δημόσιο για εξασφάλιση».