...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Πήγε στη Μέση Ανατολή αποφασισμένος να πολεμήσει εναντίον των κατακτητών της Ελλάδας. Ο Νικόλαος Καρίμαλης μας περιγράφει το ταξίδι του από την Ικαρία μέχρι την Τουρκία και ακολούθως στη Μέση Ανατολή.
-Πώς φύγατε από το νησί;
-Είχαμε μαζευτεί 15 άτομα μεταξύ των οποίων ο Φώτης Καλογερής, ο στρατηγός ο Καλλέργης και ο Γιαννόπουλος νοματάρχης της Περαμαριάς και ξεκινήσαμε κατά τις επτά η ώρα με τη βάρκα. Μία βάρκα που ήταν μεγάλη λίγο, αλλά δεν φυσούσε αγέρας και τραβούσαμε κουπί. Στη Τουρκία πήγαμε τραβώντας κουπιά εγώ και ο γιός του βαρκάρη. Φτάσαμε στις ακτές της Μικράς Ασίας την άλλη μέρα στις τρισήμιση η ώρα. Φανταστείτε ότι τραβούσαμε κουπί από τις 7 το απόγευμα μέχρι την άλλη μέρα στις τρισήμιση και κανένας δεν ήξερε κουπί παρά εγώ και ο γιός του βαρκάρη.
-Τη βάρκα την είχατε κρυμμένη για να μην την βρουν οι Ιταλοί;
-‘Όχι αυτός έκανε μεταφορές. Αυτός ο βαρκάρης, Γενούζος λεγότανε, αυτός ο βαρκάρης ήτανε και ψαράς, αλλά έκανε και μεταφορές, αυτοί που θέλαν να πάνε στην Τουρκία, πληρώναμε βέβαια, του δίναμε κάτι και πηγαίναμε στην Τουρκία.
Φτάσαμε λοιπόν στα παράλια της Μικράς Ασίας, ανεβήκαμε πιο πάνω σε ένα δάσος και ψάχναμε να βρούμε κανένα δρόμο. Ευτυχώς ήμαστε τυχεροί και κάποιος φωνάζει ότι παιδιά βρήκαμε ένα δρομάκι. Ο στρατηγός λοιπόν επειδή εχρημάτισε αξιωματικός του στρατού στην Μικρά Ασία, ήξερε ορισμένα πράγματα και μας λέει θα πάρουμε αυτό το δρομάκι και όπου μας βγάλει. Αυτός ο δρόμος ήτανε παραλιακός. Σηκώσαμε λοιπόν του σάκους στις τρισήμιση η ώρα και περπατούσαμε μέχρι τις έξι και μισή, φορτωμένοι, διψασμένοι, καταλαβαίνετε τώρα.
Κάπου εκεί βλέπουμε απέναντι, ήταν ένας λαιμός εκεί και βλέπουμε ένα σπίτι και φωνάζει ένας στρατηγέ βλέπουμε ένα σπιτάκι. Λέει αυτός θα είναι φυλάκιο, τούρκικο φυλάκιο. Κάνουμε βόλτα και φτάνουμε εκεί, μόλις πλησιάζαμε προς το φυλάκιο, ερχόταν οι Τούρκοι κατά πάνω μας, να μας συναντήσουν. Οι φύλακες δηλαδή. Μόλις μας είδαν μας λένε, πού είναι η βάρκα; Λέω έφυγε ο βαρκάρης. Αυτός ο βαρκάρης μας έβγαλε στις ακτές και σηκώθηκε και έφυγε έπειτα. Λέει να πάτε να φύγετε να βρείτε βάρκα να φύγετε. Ε πού να βρούμε βάρκα του είπαμε, αλλά αυτοί δεν το πιστεύαν αυτό που λέγανε και μας οδηγήσανε στο φυλάκιο.
Στο φυλάκιο. Όταν πήγαμε εκεί λοιπόν. Πριν πάμε στο φυλάκιο, ο Φώτης ο Καλογερής, είχε χρηματίσει υπηρέτης στην Τουρκία, φύλακας ήταν, δεν ξέρω και εν πάσει περιπτώσει ήξερε ορισμένα τούρκικα και του λέω βρε Φώτη προχώρα μπροστά εσύ που ξέρεις τούρκικα να συνεννοηθείς. Πράγματι συνεννοήθηκε.
Όταν φτάσαμε εκεί και κατεβάσαμε τους σάκους, καμιά 15αριά, εκεί κατέφτασαν και άλλοι με άλλη βάρκα και είχαμε γίνει καμιά 20αριά. Μας λέει λοιπόν ο στρατηγός όταν κατεβάσαμε τα πράγματα όλοι, προσέχτε καλά όταν κατεβάσετε τα πράγματα και έρθουν οι Τούρκοι στην αυλή, να τους δώσετε ό,τι πράγματα έχετε, ρούχα, παπούτσια και τέτοια πράγματα. Πράγματι αυτό έγινε λοιπό, κατεβάσαμε τους σάκους, τους δώσαμε άλλοι παπούτσια, άλλοι ρολόγια, άλλοι πουκάμισα και ευχαριστήθηκαν οι Τούρκοι με αυτό που τους κάναμε εκεί.
Και τους έπιασε το φιλότιμο και μας μαγείρεψαν, μας έκαναν φαί να φάμε. Μας μαγείρεψαν πληγούρι με κιμά. Ένα καζάνι και φέρνουνε και δύο τσανάκες, αν θυμόσαστε τα παλιά τα χρόνια, εσείς δεν θυμόσαστε είστε μικροί, πήλινες, σαν λεκάνες που άλλοτε πλέναν ρούχα, άλλοτε έβαζαν φαί και καθίσαμε εκεί και φάγαμε καλά. Ύστερα μας λένε οι Τούρκοι πηγαίνετε να κοιμηθείτε. Εκεί παρακάτω είχε κάτι δωμάτια εκεί πέρα, υπνοδωμάτια, τα είχαν οι Τούρκοι για τους πρόσφυγες.
Πήγαμε λοιπόν εκεί και μας λέει ο στρατηγός, ακούτε εδώ, εάν το βράδυ οι Τούρκοι σηκωθούν και ψάχνουν τους σάκους να κάνετε το κορόιδο. Μην τυχόν και φωνάξετε ότι σας κλέβουνε, αφήστε τους να κλέψουνε, τι να τα κάνετε αυτά, τα παλιόρουχα που τραβάτε μαζί σας, τώρα θα πάμε στη Μέση Ανατολή. Πράγματι λοιπόν τους πήρα είδηση και εγώ και άλλοι βέβαια. Σηκωθήκαν το βράδυ οι Τούρκοι και ψαχουλεύαν τους σάκους, κλέβανε, κάνανε, τους αφήσαμε.
-Τα επόμενα βήματα ποιά ήταν;
-Την άλλη μέρα μας οδηγούνε οι Τούρκοι σε ένα μέρος σε απόσταση δύο χιλιομέτρων όπου εκεί θα έρχονταν ο διοικητής της περιφέρειας. Εκεί λοιπόν οι Τούρκοι δεν είχαν διοικητές αξιωματικούς του στρατού, αλλά οι διοικητές ήταν αστυνομικοί, που όμως αυτοί οι αξιωματικοί ήταν πολύ μορφωμένοι και με γλώσσες. Εκεί λοιπόν καταφτάνει ένας έφιππος με άσπρο άλογο και αυτός με στολή λευκή και κατεβαίνει εκεί.
Εκεί λοιπόν οι Τούρκοι τι είχανε, είχανε προετοιμάσει καμιά δεκαριά τουρκοκρητικούς μεταφραστές και ήρθε και ο στρατηγός και άρχισε ο Τούρκος να κάνει ερωτήσεις. Του είπαμε εμείς (εγώ τώρα δεν ξέρω τι του είπανε) γιατί μιλούσαν οι δυό τους. Εκεί λοιπόν που συζητούσανε, ο ένας ήταν βασιλικός ο Τούρκος και ο στρατηγός ήταν δημοκρατικός, κουβέντα με την κουβέντα, πήγαν να αρπαχτούνε.
Και λέει λοιπόν ο Φώτης ο Καλογερής, στρατηγέ μην λες τέτοια πράγματα γιατί θα μας γυρίσουν πίσω. Ησύχασε ο στρατηγός. Ύστερα αφού τελείωσε αυτή η συνομιλία μας οδήγησαν σε ένα τούρκικο στρατόπεδο πεζικού. Εκεί μας υποδέχτηκε ένας συνταγματάρχης με τη στολή του Τούρκος, και μου έκανε εντύπωση αυτή η φιλική υποδοχή προς το δικό μας στρατηγό τον Καλλέργη.
Αγκαλιαστήκανε λες και ήτανε Έλληνες, δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό. Εκεί λοιπόν ο Τούρκος διατάζει και μας στρώνουν το τραπέζι, είχαν κρέας κοκκινιστό με πιλάφι και μας έφεραν κρασί. Και ύστερα τι κάνει, διατάζει ένα λόχο και μας βάζει στη μέση, δεξιά και αριστερά ήταν ένοπλοι Τούρκοι φαντάροι για να πάμε σε ένα χωριό, από όπου θα μπαίναμε σε ένα λεωφορείο για να πάμε στον Τσεσμέ. Πράγματι αυτός ο άνθρωπος ο καλός έβαλε το στρατό με εφόπλου λόγχη. Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί φοβόταν μήπως μας χτυπήσουν οι Τσέτες.
-Υπήρχε θέμα με τα παραστρατιωτικά σώματα;
– Οι άτακτοι, ήταν αυτοί που γυρίζαν και σκοτώναν τους δικούς μας. Πράγματι φτάσαμε σε ένα χωριό, έρχεται ένα λεωφορείο, μείναμε λίγο μπήκαμε λίγο και πήγαμε στον Τσεσμέ. Στον Τσεσμέ τώρα δεν θυμάμαι λεωφορείο πήραμε και πήγαμε στη Σμύρνη, ή τρένο, μάλλον λεωφορείο. Στον Τσεσμέ μείναμε λίγο και μπήκαμε στο λεωφορείο και πήγαμε στη Σμύρνη.
Εκεί μας υποδέχτηκε ο Έλληνας πρόξενος ο Διαμαντάρας, έτσι τον λέγανε και ο πρόξενος ο Εγγλέζος. Μας πήγαν σε μία μεγάλη αίθουσα εκεί, πρόσφυγες ήμασταν και στρώσαμε κάτω να κοιμηθούμε, ενώ ο Εγγλέζος μας έδωσε και μία λίρα στον καθένα για να τρώμε, το φαγητό μας. Μείναμε εκεί τρεις μέρες, στη Σμύρνη κάναμε και βόλτες, είδαμε και κάποια αξιοθέατα της πόλεως. Στις τρεις μέρες φύγαμε, μπήκαμε στο τρένο και φεύγοντας σιγά-σιγά με το τρένο, όταν μπήκαμε στα προάστεια της Σμύρνης, φτάσαμε στα προάστεια για να φύγουμε πια, είχανε βγει οι Τουρκάλες από τα παράθυρα και μας φτύνανε.
Του λέω βρε Φώτη γιατί τον είχα δίπλα το Φώτη. Βρε Φώτη γιατί μας φτύνουνε. Μας φτύνουν μου λέει γιατί φαίνεται ότι αυτές ότι όταν ήταν ο ελληνικός στρατός στη Μ. Ασία, φαίνεται ότι και οι δικοί μας είχαν κάνει τίποτα πράξεις άσχημες. Από εκεί πήγαμε με το τρένο στη Μερσίνα, εκεί κάτσαμε λίγο και από εκεί του δώσαμε πάλι και πήγαμε στη Μ. Ανατολή στην Παλαιστίνη, μεταξύ Παλαιστίνης και Ισραήλ. Είχαμε στρατοπεδεύσει εκεί. Εκεί είχε δημιουργηθεί ο στρατός ο ελληνικός ο οποίος αποτελείτο από δύο ταξιαρχίες (πρώτη και δεύτερη ταξιαρχία).
-Πάντως ενταχθήκατε στο στρατό.
-Ύστερα εκεί μερικοί αριστεροί θέλαν να κάνουν το κίνημα, ανέβηκε μία μέρα ο στρατηγός, στη Μ.Ανατολή που είχε σχηματιστεί η κυβέρνηση η ελληνική, ήταν τότε, είχε έρθει και ένας βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος ή ο Γεώργιος, πώς τον έλεγαν, αλλά όχι αυτός ο βασιλιάς που είχουμε, είχε και άλλον ένα (σ.σ. η αναφορά πρέπει να γίνεται για τον πρίγκηπα Πέτρο που ορίστηκε σύνδεσμος με τις αγγλικές αρχές για το ΑΒΕΣΜΑ – αρχηγείο βασιλικού ελληνικού στρατού). Ύστερα τον χάσαμε δεν ξέρω. Πάντως αυτό που ήξερα εγώ ήταν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν ο Κανελλόπουλος ο Παναγιώτης και γενικός διευθυντής του υπουργείου στρατιωτικών ήταν ο γαμπρός μου ο Καλλέργης.
-Τί έγινε μετά;
-Όταν λοιπόν είχε φουντώσει εκεί πέρα και ετοιμαζόταν να κάνουν το κίνημα, ήταν ορισμένοι οι αρχηγοί του κινήματος, θυμάμαι ήταν ένας από την Αίγυπτο, ένας Σαραβόπουλος ένας Ραζουγαρίδης, ένας Τσαμουταλίδης, αυτούς τους θυμάμαι εγώ. Ανέβηκε ο στρατηγός απάνω και τι τους λέει, μάθαμε ότι θα κάνετε κίνημα, να μην το κάνετε το κίνημα, διότι το αποτέλεσμα θα είναι να μας κλείσουν μέσα στα σύρματα οι Εγγλέζοι και να μας στείλουν και στην Ελλάδα. Τους λέει και αυτοί δεν ακούσανε και ξεσηκώθηκαν όλοι, εκεί δεν μπορούσε κανένας να μείνει εκτός. Όλοι ξεσηκωθήκαμε και μας κλείνουν μέσα στα στρατόπεδα.
Τα στρατόπεδα δε, δεν ήταν σε ένα σημείο, ήταν πολλά στρατόπεδα και μας μετακινούσαν από τοποθεσία σε τοποθεσία, δεν θυμάμαι τώρα και εγώ σε ποια μέρη είχαμε πάει. Ύστερα λοιπόν μας βγάλαν από τα στρατόπεδα, μας πήραν και τα ρούχα και τις χλαίνες, μας τα πήραν όλα και μας στείλαν στην Ελλάδα.
Υ.Γ. Ο Ν. Καρίμαλης έχει γράψει τα βιβλία «Άγνωστος Επισκέπτης», «Η Τιμωρία του Μουσταφά», «Ο Πατριώτης».
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Όλες οι προηγούμενες αναρτήσεις του αφιερώματος, συγκεντρωτικά στο τέλος της ανάρτησης: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Πήγε στη Μέση Ανατολή αποφασισμένος να πολεμήσει εναντίον των κατακτητών της Ελλάδας. Ο Νικόλαος Καρίμαλης μας περιγράφει το ταξίδι του από την Ικαρία μέχρι την Τουρκία και ακολούθως στη Μέση Ανατολή.
-Πώς φύγατε από το νησί;
-Είχαμε μαζευτεί 15 άτομα μεταξύ των οποίων ο Φώτης Καλογερής, ο στρατηγός ο Καλλέργης και ο Γιαννόπουλος νοματάρχης της Περαμαριάς και ξεκινήσαμε κατά τις επτά η ώρα με τη βάρκα. Μία βάρκα που ήταν μεγάλη λίγο, αλλά δεν φυσούσε αγέρας και τραβούσαμε κουπί. Στη Τουρκία πήγαμε τραβώντας κουπιά εγώ και ο γιός του βαρκάρη. Φτάσαμε στις ακτές της Μικράς Ασίας την άλλη μέρα στις τρισήμιση η ώρα. Φανταστείτε ότι τραβούσαμε κουπί από τις 7 το απόγευμα μέχρι την άλλη μέρα στις τρισήμιση και κανένας δεν ήξερε κουπί παρά εγώ και ο γιός του βαρκάρη.
-Τη βάρκα την είχατε κρυμμένη για να μην την βρουν οι Ιταλοί;
-‘Όχι αυτός έκανε μεταφορές. Αυτός ο βαρκάρης, Γενούζος λεγότανε, αυτός ο βαρκάρης ήτανε και ψαράς, αλλά έκανε και μεταφορές, αυτοί που θέλαν να πάνε στην Τουρκία, πληρώναμε βέβαια, του δίναμε κάτι και πηγαίναμε στην Τουρκία.
Φτάσαμε λοιπόν στα παράλια της Μικράς Ασίας, ανεβήκαμε πιο πάνω σε ένα δάσος και ψάχναμε να βρούμε κανένα δρόμο. Ευτυχώς ήμαστε τυχεροί και κάποιος φωνάζει ότι παιδιά βρήκαμε ένα δρομάκι. Ο στρατηγός λοιπόν επειδή εχρημάτισε αξιωματικός του στρατού στην Μικρά Ασία, ήξερε ορισμένα πράγματα και μας λέει θα πάρουμε αυτό το δρομάκι και όπου μας βγάλει. Αυτός ο δρόμος ήτανε παραλιακός. Σηκώσαμε λοιπόν του σάκους στις τρισήμιση η ώρα και περπατούσαμε μέχρι τις έξι και μισή, φορτωμένοι, διψασμένοι, καταλαβαίνετε τώρα.
Κάπου εκεί βλέπουμε απέναντι, ήταν ένας λαιμός εκεί και βλέπουμε ένα σπίτι και φωνάζει ένας στρατηγέ βλέπουμε ένα σπιτάκι. Λέει αυτός θα είναι φυλάκιο, τούρκικο φυλάκιο. Κάνουμε βόλτα και φτάνουμε εκεί, μόλις πλησιάζαμε προς το φυλάκιο, ερχόταν οι Τούρκοι κατά πάνω μας, να μας συναντήσουν. Οι φύλακες δηλαδή. Μόλις μας είδαν μας λένε, πού είναι η βάρκα; Λέω έφυγε ο βαρκάρης. Αυτός ο βαρκάρης μας έβγαλε στις ακτές και σηκώθηκε και έφυγε έπειτα. Λέει να πάτε να φύγετε να βρείτε βάρκα να φύγετε. Ε πού να βρούμε βάρκα του είπαμε, αλλά αυτοί δεν το πιστεύαν αυτό που λέγανε και μας οδηγήσανε στο φυλάκιο.
Στο φυλάκιο. Όταν πήγαμε εκεί λοιπόν. Πριν πάμε στο φυλάκιο, ο Φώτης ο Καλογερής, είχε χρηματίσει υπηρέτης στην Τουρκία, φύλακας ήταν, δεν ξέρω και εν πάσει περιπτώσει ήξερε ορισμένα τούρκικα και του λέω βρε Φώτη προχώρα μπροστά εσύ που ξέρεις τούρκικα να συνεννοηθείς. Πράγματι συνεννοήθηκε.
Όταν φτάσαμε εκεί και κατεβάσαμε τους σάκους, καμιά 15αριά, εκεί κατέφτασαν και άλλοι με άλλη βάρκα και είχαμε γίνει καμιά 20αριά. Μας λέει λοιπόν ο στρατηγός όταν κατεβάσαμε τα πράγματα όλοι, προσέχτε καλά όταν κατεβάσετε τα πράγματα και έρθουν οι Τούρκοι στην αυλή, να τους δώσετε ό,τι πράγματα έχετε, ρούχα, παπούτσια και τέτοια πράγματα. Πράγματι αυτό έγινε λοιπό, κατεβάσαμε τους σάκους, τους δώσαμε άλλοι παπούτσια, άλλοι ρολόγια, άλλοι πουκάμισα και ευχαριστήθηκαν οι Τούρκοι με αυτό που τους κάναμε εκεί.
Και τους έπιασε το φιλότιμο και μας μαγείρεψαν, μας έκαναν φαί να φάμε. Μας μαγείρεψαν πληγούρι με κιμά. Ένα καζάνι και φέρνουνε και δύο τσανάκες, αν θυμόσαστε τα παλιά τα χρόνια, εσείς δεν θυμόσαστε είστε μικροί, πήλινες, σαν λεκάνες που άλλοτε πλέναν ρούχα, άλλοτε έβαζαν φαί και καθίσαμε εκεί και φάγαμε καλά. Ύστερα μας λένε οι Τούρκοι πηγαίνετε να κοιμηθείτε. Εκεί παρακάτω είχε κάτι δωμάτια εκεί πέρα, υπνοδωμάτια, τα είχαν οι Τούρκοι για τους πρόσφυγες.
Πήγαμε λοιπόν εκεί και μας λέει ο στρατηγός, ακούτε εδώ, εάν το βράδυ οι Τούρκοι σηκωθούν και ψάχνουν τους σάκους να κάνετε το κορόιδο. Μην τυχόν και φωνάξετε ότι σας κλέβουνε, αφήστε τους να κλέψουνε, τι να τα κάνετε αυτά, τα παλιόρουχα που τραβάτε μαζί σας, τώρα θα πάμε στη Μέση Ανατολή. Πράγματι λοιπόν τους πήρα είδηση και εγώ και άλλοι βέβαια. Σηκωθήκαν το βράδυ οι Τούρκοι και ψαχουλεύαν τους σάκους, κλέβανε, κάνανε, τους αφήσαμε.
-Τα επόμενα βήματα ποιά ήταν;
-Την άλλη μέρα μας οδηγούνε οι Τούρκοι σε ένα μέρος σε απόσταση δύο χιλιομέτρων όπου εκεί θα έρχονταν ο διοικητής της περιφέρειας. Εκεί λοιπόν οι Τούρκοι δεν είχαν διοικητές αξιωματικούς του στρατού, αλλά οι διοικητές ήταν αστυνομικοί, που όμως αυτοί οι αξιωματικοί ήταν πολύ μορφωμένοι και με γλώσσες. Εκεί λοιπόν καταφτάνει ένας έφιππος με άσπρο άλογο και αυτός με στολή λευκή και κατεβαίνει εκεί.
Εκεί λοιπόν οι Τούρκοι τι είχανε, είχανε προετοιμάσει καμιά δεκαριά τουρκοκρητικούς μεταφραστές και ήρθε και ο στρατηγός και άρχισε ο Τούρκος να κάνει ερωτήσεις. Του είπαμε εμείς (εγώ τώρα δεν ξέρω τι του είπανε) γιατί μιλούσαν οι δυό τους. Εκεί λοιπόν που συζητούσανε, ο ένας ήταν βασιλικός ο Τούρκος και ο στρατηγός ήταν δημοκρατικός, κουβέντα με την κουβέντα, πήγαν να αρπαχτούνε.
Και λέει λοιπόν ο Φώτης ο Καλογερής, στρατηγέ μην λες τέτοια πράγματα γιατί θα μας γυρίσουν πίσω. Ησύχασε ο στρατηγός. Ύστερα αφού τελείωσε αυτή η συνομιλία μας οδήγησαν σε ένα τούρκικο στρατόπεδο πεζικού. Εκεί μας υποδέχτηκε ένας συνταγματάρχης με τη στολή του Τούρκος, και μου έκανε εντύπωση αυτή η φιλική υποδοχή προς το δικό μας στρατηγό τον Καλλέργη.
Αγκαλιαστήκανε λες και ήτανε Έλληνες, δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό. Εκεί λοιπόν ο Τούρκος διατάζει και μας στρώνουν το τραπέζι, είχαν κρέας κοκκινιστό με πιλάφι και μας έφεραν κρασί. Και ύστερα τι κάνει, διατάζει ένα λόχο και μας βάζει στη μέση, δεξιά και αριστερά ήταν ένοπλοι Τούρκοι φαντάροι για να πάμε σε ένα χωριό, από όπου θα μπαίναμε σε ένα λεωφορείο για να πάμε στον Τσεσμέ. Πράγματι αυτός ο άνθρωπος ο καλός έβαλε το στρατό με εφόπλου λόγχη. Γιατί το έκανε αυτό; Γιατί φοβόταν μήπως μας χτυπήσουν οι Τσέτες.
-Υπήρχε θέμα με τα παραστρατιωτικά σώματα;
– Οι άτακτοι, ήταν αυτοί που γυρίζαν και σκοτώναν τους δικούς μας. Πράγματι φτάσαμε σε ένα χωριό, έρχεται ένα λεωφορείο, μείναμε λίγο μπήκαμε λίγο και πήγαμε στον Τσεσμέ. Στον Τσεσμέ τώρα δεν θυμάμαι λεωφορείο πήραμε και πήγαμε στη Σμύρνη, ή τρένο, μάλλον λεωφορείο. Στον Τσεσμέ μείναμε λίγο και μπήκαμε στο λεωφορείο και πήγαμε στη Σμύρνη.
Εκεί μας υποδέχτηκε ο Έλληνας πρόξενος ο Διαμαντάρας, έτσι τον λέγανε και ο πρόξενος ο Εγγλέζος. Μας πήγαν σε μία μεγάλη αίθουσα εκεί, πρόσφυγες ήμασταν και στρώσαμε κάτω να κοιμηθούμε, ενώ ο Εγγλέζος μας έδωσε και μία λίρα στον καθένα για να τρώμε, το φαγητό μας. Μείναμε εκεί τρεις μέρες, στη Σμύρνη κάναμε και βόλτες, είδαμε και κάποια αξιοθέατα της πόλεως. Στις τρεις μέρες φύγαμε, μπήκαμε στο τρένο και φεύγοντας σιγά-σιγά με το τρένο, όταν μπήκαμε στα προάστεια της Σμύρνης, φτάσαμε στα προάστεια για να φύγουμε πια, είχανε βγει οι Τουρκάλες από τα παράθυρα και μας φτύνανε.
Του λέω βρε Φώτη γιατί τον είχα δίπλα το Φώτη. Βρε Φώτη γιατί μας φτύνουνε. Μας φτύνουν μου λέει γιατί φαίνεται ότι αυτές ότι όταν ήταν ο ελληνικός στρατός στη Μ. Ασία, φαίνεται ότι και οι δικοί μας είχαν κάνει τίποτα πράξεις άσχημες. Από εκεί πήγαμε με το τρένο στη Μερσίνα, εκεί κάτσαμε λίγο και από εκεί του δώσαμε πάλι και πήγαμε στη Μ. Ανατολή στην Παλαιστίνη, μεταξύ Παλαιστίνης και Ισραήλ. Είχαμε στρατοπεδεύσει εκεί. Εκεί είχε δημιουργηθεί ο στρατός ο ελληνικός ο οποίος αποτελείτο από δύο ταξιαρχίες (πρώτη και δεύτερη ταξιαρχία).
-Πάντως ενταχθήκατε στο στρατό.
-Ύστερα εκεί μερικοί αριστεροί θέλαν να κάνουν το κίνημα, ανέβηκε μία μέρα ο στρατηγός, στη Μ.Ανατολή που είχε σχηματιστεί η κυβέρνηση η ελληνική, ήταν τότε, είχε έρθει και ένας βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος ή ο Γεώργιος, πώς τον έλεγαν, αλλά όχι αυτός ο βασιλιάς που είχουμε, είχε και άλλον ένα (σ.σ. η αναφορά πρέπει να γίνεται για τον πρίγκηπα Πέτρο που ορίστηκε σύνδεσμος με τις αγγλικές αρχές για το ΑΒΕΣΜΑ – αρχηγείο βασιλικού ελληνικού στρατού). Ύστερα τον χάσαμε δεν ξέρω. Πάντως αυτό που ήξερα εγώ ήταν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν ο Κανελλόπουλος ο Παναγιώτης και γενικός διευθυντής του υπουργείου στρατιωτικών ήταν ο γαμπρός μου ο Καλλέργης.
-Τί έγινε μετά;
-Όταν λοιπόν είχε φουντώσει εκεί πέρα και ετοιμαζόταν να κάνουν το κίνημα, ήταν ορισμένοι οι αρχηγοί του κινήματος, θυμάμαι ήταν ένας από την Αίγυπτο, ένας Σαραβόπουλος ένας Ραζουγαρίδης, ένας Τσαμουταλίδης, αυτούς τους θυμάμαι εγώ. Ανέβηκε ο στρατηγός απάνω και τι τους λέει, μάθαμε ότι θα κάνετε κίνημα, να μην το κάνετε το κίνημα, διότι το αποτέλεσμα θα είναι να μας κλείσουν μέσα στα σύρματα οι Εγγλέζοι και να μας στείλουν και στην Ελλάδα. Τους λέει και αυτοί δεν ακούσανε και ξεσηκώθηκαν όλοι, εκεί δεν μπορούσε κανένας να μείνει εκτός. Όλοι ξεσηκωθήκαμε και μας κλείνουν μέσα στα στρατόπεδα.
Τα στρατόπεδα δε, δεν ήταν σε ένα σημείο, ήταν πολλά στρατόπεδα και μας μετακινούσαν από τοποθεσία σε τοποθεσία, δεν θυμάμαι τώρα και εγώ σε ποια μέρη είχαμε πάει. Ύστερα λοιπόν μας βγάλαν από τα στρατόπεδα, μας πήραν και τα ρούχα και τις χλαίνες, μας τα πήραν όλα και μας στείλαν στην Ελλάδα.
Υ.Γ. Ο Ν. Καρίμαλης έχει γράψει τα βιβλία «Άγνωστος Επισκέπτης», «Η Τιμωρία του Μουσταφά», «Ο Πατριώτης».
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Όλες οι προηγούμενες αναρτήσεις του αφιερώματος, συγκεντρωτικά στο τέλος της ανάρτησης: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr