...αναδημοσέυση από το www.ert.gr...
Έζησε τα σκληρά χρόνια της κατοχής της Ρόδου από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και μας διηγείται τις εμπειρίες του. Ο Σαδί Νασούχογλου ξετυλίγει το μίτο των αναμνήσεών του.
-Τί θυμόσαστε από εκείνα τα χρόνια;
-Γεννήθηκα το 1931 στη Ρόδο και από το 1938 οι Ιταλοί έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία. Έτσι πήγα σχολείο και λύκειο στο ιταλικό, με Ιταλούς δασκάλους. Πρέπει όμως να πούμε ότι ο Δεσπότης είχε καταφέρει να πάρει άδεια για κάποια κατηχητικά σχολεία, όπου εκεί διδάσκονταν η ελληνική γλώσσα.
Οι Ιταλοί ήταν δυνάστες και είχαν συνθήματα όπως FORT ότι δηλαδή με τη δύναμή τους κατέχουν τον τόπο.
-Όταν ήρθαν και οι Γερμανοί, πώς διαμορφώθηκε η κατάσταση;
-Στη Ρόδο όταν μπήκαν και οι Γερμανοί στον πόλεμο, φτάσαμε να έχουμε 20.000 Ιταλούς και 8.000 Γερμανούς στρατιώτες. Όταν το 1943 οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν ξέσπασαν τριήμερης διάρκειας μάχες μεταξύ Ιταλών και Γερμανών, μέχρι να έρθει εντολή στους Ιταλούς να παραδοθούν και μάλιστα αρκετοί Ιταλοί διοικητές έκλαιγαν. Παραδόθηκαν, αφού είχαν πληρώσει βαρύ φόρο αίματος στους Γερμανούς, αφοπλίστηκαν, ενώ οι Γερμανοί τους επέτρεψαν να φορούν άοπλοι τα στρατιωτικά τους ρούχα που στην πλάτη τα είχαν μαρκάρει με ένα μαύρο ρόμβο.
-Πώς εξελίχθηκε το πρόβλημα της πείνας στο νησί;
-Μετά το 1941 άρχισαν να βάζουν νάρκες και σύρματα στις ακτές και σε χωράφια, φοβούμενοι αποβάσεις και καταδρομικές επιχειρήσεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να περιοριστεί δραματικά η όποια αλιεία γίνονταν και οι καλλιέργειες στα χωράφια. Επίσης και το εμπόριο μέσω της θάλασσας, ήταν περιορισμένο, αφού υπήρχε ο φόβος των εγγλέζικων αεροπορικών βομβαρδισμών στα εμπορικά πλοία.
Έτσι την περίοδο 1943- 1945 η πείνα πήρε δραματικές διαστάσεις. Εγώ έμενα στο Κάστρο της Ρόδου και θυμάμαι ότι σε μία μέρα υπήρξαν 26 νεκροί. Ο ένας που ήταν άνδρας κοντά στα 45, ήταν πρησμένος από την πείνα, με προσπέρασε και πήγε στην πλατεία Συντριβανίου στην παλιά πόλη, ακούμπησε στο συντριβάνι και πέθανε. Ήρθε να τον πάρει ένα καρότσι που είχε άλλους τέσσερις φορτωμένους.
-Υπήρχε μαύρη αγορά εκείνη την περίοδο;
-Ανθούσε η μαύρη αγορά και οι μαυραγορίτες είχαν συνεργασία με Ιταλούς και Γερμανούς, οι οποίοι τους έδιναν από τις προμήθειες του στρατού υλικά και αυτοί τα πουλούσαν σε όσους είχαν χρήματα. Μπορούσε ένα κιλό σιτάρι, ή ένα κιλό λάδι να πουληθεί για μία χρυσή λίρα.
-Τα ορεινά χωριά είχαν το ίδιο πρόβλημα με τα αστικά κέντρα;
-Στα χωριά η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη από τις πόλεις, αφού είχαν κάποια δυνατότητα να έχουν καλλιέργειες.
Εγώ πήγαινα στη μητέρα μου και τη ρωτούσα τι θα φάμε και μου έδινε ένα μαχαιράκι και μία σακούλα και με έστελνε να μαζέψω χόρτα. Τα βράζαμε με θαλασσινό νερό γιατί δεν είχαμε αλάτι.
-Εκδηλώθηκε προσφυγικό ρεύμα προς τα τουρκικά παράλια;
-Η πείνα και η συνθηκολόγηση των Ιταλών, οδήγησαν πολλούς να φύγουν και να περάσουν απέναντι στην Τουρκία, κρυφά με βάρκες τα βράδια. Πολλές φορές οι Γερμανοί έκαναν τα στραβά μάτια για να φύγει κόσμος και να φτάσει το φαγητό για όσους έμεναν.
Υπήρξαν και φορές που το οργάνωσαν κιόλας, όπως μία περίπτωση που επιτάξανε ένα αραβικό πλοίο το «Άννα» στο οποίο επέβαιναν 45 άτομα και το φόρτωσαν με 600 που ήθελαν να φύγουν.
Όσοι πέρασαν απέναντι έτυχαν καλής υποδοχής από την Ερυθρά Ημισέλινο και τον Ερυθρό Σταυρό και γλίτωσαν. Τα σπίτια όσων έφευγαν τα κατάκλεβαν όσοι είχαν μείνει, όταν γύρισαν οι πρόσφυγες βρήκαν μόνο τους τέσσερις τοίχους.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Έζησε τα σκληρά χρόνια της κατοχής της Ρόδου από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς και μας διηγείται τις εμπειρίες του. Ο Σαδί Νασούχογλου ξετυλίγει το μίτο των αναμνήσεών του.
-Τί θυμόσαστε από εκείνα τα χρόνια;
-Γεννήθηκα το 1931 στη Ρόδο και από το 1938 οι Ιταλοί έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία. Έτσι πήγα σχολείο και λύκειο στο ιταλικό, με Ιταλούς δασκάλους. Πρέπει όμως να πούμε ότι ο Δεσπότης είχε καταφέρει να πάρει άδεια για κάποια κατηχητικά σχολεία, όπου εκεί διδάσκονταν η ελληνική γλώσσα.
Οι Ιταλοί ήταν δυνάστες και είχαν συνθήματα όπως FORT ότι δηλαδή με τη δύναμή τους κατέχουν τον τόπο.
-Όταν ήρθαν και οι Γερμανοί, πώς διαμορφώθηκε η κατάσταση;
-Στη Ρόδο όταν μπήκαν και οι Γερμανοί στον πόλεμο, φτάσαμε να έχουμε 20.000 Ιταλούς και 8.000 Γερμανούς στρατιώτες. Όταν το 1943 οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν ξέσπασαν τριήμερης διάρκειας μάχες μεταξύ Ιταλών και Γερμανών, μέχρι να έρθει εντολή στους Ιταλούς να παραδοθούν και μάλιστα αρκετοί Ιταλοί διοικητές έκλαιγαν. Παραδόθηκαν, αφού είχαν πληρώσει βαρύ φόρο αίματος στους Γερμανούς, αφοπλίστηκαν, ενώ οι Γερμανοί τους επέτρεψαν να φορούν άοπλοι τα στρατιωτικά τους ρούχα που στην πλάτη τα είχαν μαρκάρει με ένα μαύρο ρόμβο.
-Πώς εξελίχθηκε το πρόβλημα της πείνας στο νησί;
-Μετά το 1941 άρχισαν να βάζουν νάρκες και σύρματα στις ακτές και σε χωράφια, φοβούμενοι αποβάσεις και καταδρομικές επιχειρήσεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να περιοριστεί δραματικά η όποια αλιεία γίνονταν και οι καλλιέργειες στα χωράφια. Επίσης και το εμπόριο μέσω της θάλασσας, ήταν περιορισμένο, αφού υπήρχε ο φόβος των εγγλέζικων αεροπορικών βομβαρδισμών στα εμπορικά πλοία.
Έτσι την περίοδο 1943- 1945 η πείνα πήρε δραματικές διαστάσεις. Εγώ έμενα στο Κάστρο της Ρόδου και θυμάμαι ότι σε μία μέρα υπήρξαν 26 νεκροί. Ο ένας που ήταν άνδρας κοντά στα 45, ήταν πρησμένος από την πείνα, με προσπέρασε και πήγε στην πλατεία Συντριβανίου στην παλιά πόλη, ακούμπησε στο συντριβάνι και πέθανε. Ήρθε να τον πάρει ένα καρότσι που είχε άλλους τέσσερις φορτωμένους.
-Υπήρχε μαύρη αγορά εκείνη την περίοδο;
-Ανθούσε η μαύρη αγορά και οι μαυραγορίτες είχαν συνεργασία με Ιταλούς και Γερμανούς, οι οποίοι τους έδιναν από τις προμήθειες του στρατού υλικά και αυτοί τα πουλούσαν σε όσους είχαν χρήματα. Μπορούσε ένα κιλό σιτάρι, ή ένα κιλό λάδι να πουληθεί για μία χρυσή λίρα.
-Τα ορεινά χωριά είχαν το ίδιο πρόβλημα με τα αστικά κέντρα;
-Στα χωριά η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη από τις πόλεις, αφού είχαν κάποια δυνατότητα να έχουν καλλιέργειες.
Εγώ πήγαινα στη μητέρα μου και τη ρωτούσα τι θα φάμε και μου έδινε ένα μαχαιράκι και μία σακούλα και με έστελνε να μαζέψω χόρτα. Τα βράζαμε με θαλασσινό νερό γιατί δεν είχαμε αλάτι.
-Εκδηλώθηκε προσφυγικό ρεύμα προς τα τουρκικά παράλια;
-Η πείνα και η συνθηκολόγηση των Ιταλών, οδήγησαν πολλούς να φύγουν και να περάσουν απέναντι στην Τουρκία, κρυφά με βάρκες τα βράδια. Πολλές φορές οι Γερμανοί έκαναν τα στραβά μάτια για να φύγει κόσμος και να φτάσει το φαγητό για όσους έμεναν.
Υπήρξαν και φορές που το οργάνωσαν κιόλας, όπως μία περίπτωση που επιτάξανε ένα αραβικό πλοίο το «Άννα» στο οποίο επέβαιναν 45 άτομα και το φόρτωσαν με 600 που ήθελαν να φύγουν.
Όσοι πέρασαν απέναντι έτυχαν καλής υποδοχής από την Ερυθρά Ημισέλινο και τον Ερυθρό Σταυρό και γλίτωσαν. Τα σπίτια όσων έφευγαν τα κατάκλεβαν όσοι είχαν μείνει, όταν γύρισαν οι πρόσφυγες βρήκαν μόνο τους τέσσερις τοίχους.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος