...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Μέλος πολυμελούς οικογένειας η Ιωάννα Ξηρού – Τσαγκά (όνομα πατέρα Χριστόδουλος Ξηρός και μητέρας Κλειώ Τουφεξή) στα χρόνια της κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το 1942 βάδισε το θαλάσσιο και χερσαίο δρόμο του προσφυγικού ταξιδιού. Μας δέχτηκε στο σπίτι της και μας μετέφερε τις εμπειρίες και τα βιώματά της. Στο δεύτερο μέρος της αφήγησής της ξεκινάμε από την μεταφορά της οικογένειάς της στις Πηγές του Μωυσέως.
-Πώς ήταν η ζωή εκεί;
-Είδαμε το κτήριο διοίκησης και το νοσοκομείο και νομίσαμε πως θα μέναμε σε κτήρια, αλλά τελικά μείναμε σε σκηνές με κρεβάτια, οι σκηνές ήταν μεγάλες και είχαν δύο σκεπές.
Σκάβαμε λακκάκια στην άμμο και βρίσκαμε θαλασσινό νερό, έξι χρόνια είχε να βρέξει μας είπαν οι ντόπιοι.
Είχε τραπεζαρία και κουζίνες και παίρναμε πρωινό και φαγητό, ενώ ένα αραπάκι χτυπούσε το κουδούνι για την προσέλευση. Τα πιάτα ήταν τσίγκινα, ενώ υπήρχαν πολλά ποντίκια και μύγες που πήγαιναν στα μάτια μας.
Υπήρχε κάρτα σίτισης που την τρυπούσαν σε κάθε γεύμα, για να μην παίρνουμε διπλά γεύματα, το πρωί μας έδιναν γάλα ή τσάι, βούτυρο, ψωμί, κλπ
Κάτι βαρέλια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν κάδους σκουπιδιών τα έψαχναν οι αραπάδες για να φάνε τα αποφάγια και οι Εγγλέζοι έβαλαν αράπη επιστάτη με βούρδουλα να τους χτυπάει και να τους διώχνει από τη δουλειά, αν τους έπιανε να ψάχνουν τα σκουπίδια.
Επειδή ακούστηκαν πολλά για τις συνθήκες υγιεινής στα μαγειρεία, που τα δούλευαν αραπάδες, τελικά τα πήραν Έλληνες.
-Τι έκαναν οι πρόσφυγες στη ζωή τους μέσα στο στρατόπεδο;
-Υπήρχε επίσης γραφείο και πλεκτήριο για κάλτσες. Αρκετές που δεν πήγαν για νοσοκόμες, έπλεκαν κάλτσες και έραβαν σημειώματα για τους στρατιώτες, όπως αυτές τις κάλτσες τις έπλεξε ελληνίδα προσφυγοπούλα.
Εγώ πήγα στο σχολείο που είχε δασκάλους – πρόσφυγες, με κανονικό πρόγραμμα, μαθήματα, διαλείμματα, κλπ
Κάποτε μας πήραν το δάσκαλο επειδή κάποιοι τον κατήγγειλαν διότι μας είπε ότι οι εικόνες έχουν τη μορφή του Αγίου και μας έφεραν έναν Σαμιώτη αντικαταστάτη στον οποίο όταν μπήκε στην τάξη δεν του είπαμε ούτε καλημέρα.
Γίνονταν γάμοι και βαφτίσια μέσα στις σκηνές, ενώ η λειτουργία γίνονταν υπαίθρια.
Κάποια στιγμή που πήγαν εκδρομή τις ράφτρες μας στο Κάιρο, αυτές είδαν στα μαγαζιά να πουλιούνται αυτά που έραβαν για το στρατό!!
-Τί άλλο θυμόσαστε από εκεί;
-Επειδή στην περιοχή έβγαιναν ξύλα από τα ναυάγια, κάτι Καραβοσταμιώτες ψαράδες, έφτιαξαν κύρτους και έπιαναν ψάρια.
Ο πατέρας μου έφτιαξε με ένα πριόνι μπαούλα για να βάζει ο κόσμος τα ρούχα του και ένας Σίμος Γεράκης από το Πετροπούλι τα λούστραρε για να τα πουλάμε πιο ακριβά. Για να έχουν οι πρόσφυγες αγοραστική δυνατότητα, μάλλον θα μας έδιναν κάποιο επίδομα.
Αργότερα, κατά το 1944 άρχισαν οι κλεψιές πιο πολύ από Αθηναίους, που έβλεπαν από τη σχετική λίστα, ποιοι αξιωματικοί έστελναν χρήματα στις οικογένειές τους και τις έκλεβαν.
Βλέπαμε και αερομαχίες, η περιοχή είχε ισχυρή αντιεροπορική άμυνα και θυμάμαι ένα γερμανικό αεροπλάνο, που με φωτοβολίδες το παγίδεψαν και το έριξαν. Οι Έλληνες σκοποί του στρατοπέδου, είχαμε μάθει ότι δεν είχαν σφαίρες στα όπλα τους.
Κοντά στο στρατόπεδο υπήρχαν μαγαζάκια μαύρων που δούλευαν πολύ από τους πρόσφυγες, ενώ μας έλεγαν να μην ψωνίζουμε από αυτούς. Στην ουσία αυτοί που τα έλεγαν ήθελαν να τους τα κλείσουν και να καταστρέψουν το εμπόρευμά τους, όπως και έγινε, για να ανοίξουν αυτοί στη θέση τους.
Θέλανε να μας πάνε στο Βελγικό Κονγκό, όπου είχαμε ακούσει πως οι συνθήκες ήταν άσχημες και επειδή είχαμε θεία στην Αίγυπτο με σύζυγο στην υπηρεσία του Φαρούκ, κατορθώσαμε να το αποφύγουμε.
Είδα και το σημείο που λέγανε ότι χτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής και βγήκε νερό, ήταν ένας νερόλακκος και έλεγαν ότι άμα πεις το Πάτερ Ημών, το νερό βράζει, το είπα, είδα το νερό να βγάζει φυσαλίδες και όταν σταμάτησα εγώ, σταμάτησε και αυτό.
-Πώς έγινε ο γυρισμός;
-Για το γυρισμό, μας έκαναν πάλι εμβόλια και με φορτηγά μας πήγαν στο λιμάνι την άνοιξη του 1945, ήμουν στην πρώτη αποστολή με Ικαριώτες και Φουρνιώτες, που ήταν δοκιμαστική, αφού υπήρχαν ακόμα πολλές νάρκες στη θάλασσα και μας θεωρούσαν όλους αριστερούς. Τη διαδικασία αυτή οργάνωσε η ΟΥΝΡΑ (υπηρεσία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες).
Μπροστά μας είχαμε και ένα υποβρύχιο, ενώ στο κατάστρωμα οι βιολιτζήδες έπαιζαν τον ικαριώτικο και χορεύαμε. Μας πήγαν στη Σάμο, όπου μετά από χρόνια στην έρημο, είδαμε ξανά πράσινο.
Στη διαδρομή έγινε και δοκιμαστικός συναγερμός και τρέχαμε με τα σωσίβια και μια γριά από το φόβο της κατουρήθηκε στη σκάλα και την πλήρωσαν αυτοί που ήταν από κάτω.
Ονόματα συνεπιβατών στην επιστροφή θυμάμαι της Δέσπονας Τσαπαλιάρη, τις κόρες της Καλλιόπη και Αντιγόνη, κάτι Τσαντέδες, ένας Τσαμουταλίδης, κλπ.
Από τη Σάμο μας πήρε με το καΐκι του ο Γιώργος ο Δουρής και μας γύρισε στον Εύδηλο.
Χτυπούσαν οι καμπάνες, ήταν γεμάτη κόσμο η πλατεία, φορτώσαμε τα πράγματά μας στα μουλάρια και γυρίσαμε στο σπίτι που το φύλαγε όσο λείπαμε η θεία μου και ήταν σε καλή κατάσταση.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Συγκεντρωτικά όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Διαβάστε στο www.ert.gr κάθε μέρα στις 7πμ
Μέλος πολυμελούς οικογένειας η Ιωάννα Ξηρού – Τσαγκά (όνομα πατέρα Χριστόδουλος Ξηρός και μητέρας Κλειώ Τουφεξή) στα χρόνια της κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το 1942 βάδισε το θαλάσσιο και χερσαίο δρόμο του προσφυγικού ταξιδιού. Μας δέχτηκε στο σπίτι της και μας μετέφερε τις εμπειρίες και τα βιώματά της. Στο δεύτερο μέρος της αφήγησής της ξεκινάμε από την μεταφορά της οικογένειάς της στις Πηγές του Μωυσέως.
-Πώς ήταν η ζωή εκεί;
-Είδαμε το κτήριο διοίκησης και το νοσοκομείο και νομίσαμε πως θα μέναμε σε κτήρια, αλλά τελικά μείναμε σε σκηνές με κρεβάτια, οι σκηνές ήταν μεγάλες και είχαν δύο σκεπές.
Σκάβαμε λακκάκια στην άμμο και βρίσκαμε θαλασσινό νερό, έξι χρόνια είχε να βρέξει μας είπαν οι ντόπιοι.
Είχε τραπεζαρία και κουζίνες και παίρναμε πρωινό και φαγητό, ενώ ένα αραπάκι χτυπούσε το κουδούνι για την προσέλευση. Τα πιάτα ήταν τσίγκινα, ενώ υπήρχαν πολλά ποντίκια και μύγες που πήγαιναν στα μάτια μας.
Υπήρχε κάρτα σίτισης που την τρυπούσαν σε κάθε γεύμα, για να μην παίρνουμε διπλά γεύματα, το πρωί μας έδιναν γάλα ή τσάι, βούτυρο, ψωμί, κλπ
Κάτι βαρέλια που τα χρησιμοποιούσαμε σαν κάδους σκουπιδιών τα έψαχναν οι αραπάδες για να φάνε τα αποφάγια και οι Εγγλέζοι έβαλαν αράπη επιστάτη με βούρδουλα να τους χτυπάει και να τους διώχνει από τη δουλειά, αν τους έπιανε να ψάχνουν τα σκουπίδια.
Επειδή ακούστηκαν πολλά για τις συνθήκες υγιεινής στα μαγειρεία, που τα δούλευαν αραπάδες, τελικά τα πήραν Έλληνες.
-Τι έκαναν οι πρόσφυγες στη ζωή τους μέσα στο στρατόπεδο;
-Υπήρχε επίσης γραφείο και πλεκτήριο για κάλτσες. Αρκετές που δεν πήγαν για νοσοκόμες, έπλεκαν κάλτσες και έραβαν σημειώματα για τους στρατιώτες, όπως αυτές τις κάλτσες τις έπλεξε ελληνίδα προσφυγοπούλα.
Εγώ πήγα στο σχολείο που είχε δασκάλους – πρόσφυγες, με κανονικό πρόγραμμα, μαθήματα, διαλείμματα, κλπ
Κάποτε μας πήραν το δάσκαλο επειδή κάποιοι τον κατήγγειλαν διότι μας είπε ότι οι εικόνες έχουν τη μορφή του Αγίου και μας έφεραν έναν Σαμιώτη αντικαταστάτη στον οποίο όταν μπήκε στην τάξη δεν του είπαμε ούτε καλημέρα.
Γίνονταν γάμοι και βαφτίσια μέσα στις σκηνές, ενώ η λειτουργία γίνονταν υπαίθρια.
Κάποια στιγμή που πήγαν εκδρομή τις ράφτρες μας στο Κάιρο, αυτές είδαν στα μαγαζιά να πουλιούνται αυτά που έραβαν για το στρατό!!
-Τί άλλο θυμόσαστε από εκεί;
-Επειδή στην περιοχή έβγαιναν ξύλα από τα ναυάγια, κάτι Καραβοσταμιώτες ψαράδες, έφτιαξαν κύρτους και έπιαναν ψάρια.
Ο πατέρας μου έφτιαξε με ένα πριόνι μπαούλα για να βάζει ο κόσμος τα ρούχα του και ένας Σίμος Γεράκης από το Πετροπούλι τα λούστραρε για να τα πουλάμε πιο ακριβά. Για να έχουν οι πρόσφυγες αγοραστική δυνατότητα, μάλλον θα μας έδιναν κάποιο επίδομα.
Αργότερα, κατά το 1944 άρχισαν οι κλεψιές πιο πολύ από Αθηναίους, που έβλεπαν από τη σχετική λίστα, ποιοι αξιωματικοί έστελναν χρήματα στις οικογένειές τους και τις έκλεβαν.
Βλέπαμε και αερομαχίες, η περιοχή είχε ισχυρή αντιεροπορική άμυνα και θυμάμαι ένα γερμανικό αεροπλάνο, που με φωτοβολίδες το παγίδεψαν και το έριξαν. Οι Έλληνες σκοποί του στρατοπέδου, είχαμε μάθει ότι δεν είχαν σφαίρες στα όπλα τους.
Κοντά στο στρατόπεδο υπήρχαν μαγαζάκια μαύρων που δούλευαν πολύ από τους πρόσφυγες, ενώ μας έλεγαν να μην ψωνίζουμε από αυτούς. Στην ουσία αυτοί που τα έλεγαν ήθελαν να τους τα κλείσουν και να καταστρέψουν το εμπόρευμά τους, όπως και έγινε, για να ανοίξουν αυτοί στη θέση τους.
Θέλανε να μας πάνε στο Βελγικό Κονγκό, όπου είχαμε ακούσει πως οι συνθήκες ήταν άσχημες και επειδή είχαμε θεία στην Αίγυπτο με σύζυγο στην υπηρεσία του Φαρούκ, κατορθώσαμε να το αποφύγουμε.
Είδα και το σημείο που λέγανε ότι χτύπησε με το ραβδί του ο Μωυσής και βγήκε νερό, ήταν ένας νερόλακκος και έλεγαν ότι άμα πεις το Πάτερ Ημών, το νερό βράζει, το είπα, είδα το νερό να βγάζει φυσαλίδες και όταν σταμάτησα εγώ, σταμάτησε και αυτό.
-Πώς έγινε ο γυρισμός;
-Για το γυρισμό, μας έκαναν πάλι εμβόλια και με φορτηγά μας πήγαν στο λιμάνι την άνοιξη του 1945, ήμουν στην πρώτη αποστολή με Ικαριώτες και Φουρνιώτες, που ήταν δοκιμαστική, αφού υπήρχαν ακόμα πολλές νάρκες στη θάλασσα και μας θεωρούσαν όλους αριστερούς. Τη διαδικασία αυτή οργάνωσε η ΟΥΝΡΑ (υπηρεσία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες).
Μπροστά μας είχαμε και ένα υποβρύχιο, ενώ στο κατάστρωμα οι βιολιτζήδες έπαιζαν τον ικαριώτικο και χορεύαμε. Μας πήγαν στη Σάμο, όπου μετά από χρόνια στην έρημο, είδαμε ξανά πράσινο.
Στη διαδρομή έγινε και δοκιμαστικός συναγερμός και τρέχαμε με τα σωσίβια και μια γριά από το φόβο της κατουρήθηκε στη σκάλα και την πλήρωσαν αυτοί που ήταν από κάτω.
Ονόματα συνεπιβατών στην επιστροφή θυμάμαι της Δέσπονας Τσαπαλιάρη, τις κόρες της Καλλιόπη και Αντιγόνη, κάτι Τσαντέδες, ένας Τσαμουταλίδης, κλπ.
Από τη Σάμο μας πήρε με το καΐκι του ο Γιώργος ο Δουρής και μας γύρισε στον Εύδηλο.
Χτυπούσαν οι καμπάνες, ήταν γεμάτη κόσμο η πλατεία, φορτώσαμε τα πράγματά μας στα μουλάρια και γυρίσαμε στο σπίτι που το φύλαγε όσο λείπαμε η θεία μου και ήταν σε καλή κατάσταση.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Συγκεντρωτικά όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Διαβάστε στο www.ert.gr κάθε μέρα στις 7πμ