...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Έξι αδέλφια, ο Φώτης, η Μαρίκα, ο Νίκος, η Ελένη, η Πιπίτσα και η Φωτεινή, από την οικογένεια Σπανού στον Εύδηλο της Ικαρίας, είτε με την ιδιότητα των προσφύγων, είτε με αυτήν του στρατευμένου, πρόσθεσαν τη δικιά τους συμβολή στις σχετικά άγνωστες πτυχές της ιστορίας εκείνης της περιόδου.
Σε διαφορετικές στιγμές μιλήσαμε με δύο από τις αδελφές. Τη στιγμή που συνθέταμε τις μαρτυρίες τους, η Μ. Σπανού – Πατεράκη, δεν βρίσκονταν πια εν ζωή. Η φυγή τους έγινε μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, διότι η οικογένεια είχε στοχοποιηθεί από τους Γερμανούς.
Μαρία Σπανού – Πατεράκη
-Θυμόσαστε τους Ιταλούς στον Εύδηλο;
-Πώς δεν τους θυμάμαι, με τραβούσανε να μιλώ ιταλικά. H οικογένεια δέχονταν πιέσεις από τους Γερμανούς. Φύγαμε κρυφά το βράδυ, από τον Εύδηλο, με ένα καΐκι μεγάλο, που είχε φέρει εδώ ο μεγάλος μου αδερφός εδώ με τρόφιμα. Δεν φύγαμε πολλοί, η οικογένεια και μερικοί άλλοι απ’ έξω. Ο δρόμος ήταν καλός, δεν είχαμε κανένα εμπόδιο. Φτάσαμε στη βάση στην Αγρελιά, εκεί υπήρχαν Έλληνες αξιωματικοί και Άγγλοι.
-Από την Κύπρο τι θυμόσαστε;
-Μας αντιμετώπισαν με μεγάλη συγκίνηση και αγάπη. Τους ξετρέλανα με την κολύμβηση, τους τραβούσα στο κολύμπι. Γιατί δεν ξέρανε πολύ καλό.
-Ήταν και άλλα παιδιά προσφύγων μαζί σας;
-Τα άλλα παιδιά πήγαιναν σε άλλα σχολεία, μόνο εγώ πήγαινα στην ακαδημία και μάλιστα μία μέρα που δεν ήξερα ακόμα καλά αγγλικά μου είπαν ότι άργησα και απάντησα με μία αστεία κουβέντα και γελούσανε μία βδομάδα αυτές.
-Γυρίσατε μετά το τέλος του πολέμου, με ποιο τρόπο, πάλι με καΐκι;
-Το άλλο καλοκαίρι μετά το τέλος του σχολικού έτους γυρίσαμε πίσω.
Ελένη Σπανού – Κυδωνιέως
-Τι θυμόσαστε από τα χρόνια της κατοχής;
-Πήγαινα στο Φύτεμα στο σπίτι του Κατσιγιάγκου (Κατσάς Γιάγκος) που είχε ραδιόφωνο (το απαγόρευαν οι κατακτητές) και ακούγαμε τις ειδήσεις στις 8μμ. Πήγαινα εγώ που ήμουν μικρή για να μην κινήσω υποψίες.
Μετά έφευγα και πήγαινα στον Εύδηλο στο καφενείο που το λέγαμε στου «Τράκα» (Χαράλαμπου Ανταράκη) που ήταν μαζεμένοι κυρίως άνδρες και τους έλεγα τις ειδήσεις. Εκεί θυμάμαι τον Θανάση τον Κοζαμάνη, τον Χαρίλαο τον Κοζαμάνη που μετά έφυγε για τη Μέση Ανατολή, κλπ
Από τους Ιταλούς θυμάμαι έναν που τον είχαμε βγάλει ο «Καψωκαλύβας» γιατί μάζευε Έλληνες όμηρους και τους έπαιρνε σαν συνεργείο για να μαζέψουν τις σοδειές του κόσμου. Πάντως οι Ιταλοί ήταν γενικά χαλαροί.
-Με τους Γερμανούς πώς τα πήγατε;
-Οι Γερμανοί, ειδικά την οικογένειά μου την κυνήγησαν, ελπίζοντας ότι έτσι θα στήσουν παγίδα στο Φώτη που θα έκανε καταδρομική επιχείρηση για την απελευθέρωσή μας και έτσι θα τον έπιαναν. Είχαν επικεφαλής έναν «Καπετάν Κώστα» της Γκεστάπο που ακούστηκε πως ήταν τουρκοκρητικός και ήξερε ελληνικά. Μας συνέλαβαν, μας φυλάκισαν, απείλησαν να κάψουν το σπίτι, επιχείρησαν να μας ξανασυλλάβουν, αλλά ειδοποιηθήκαμε και φύγαμε.
-Πώς φύγατε;
-Ήρθε και μας πήρε ο αδερφός μας ο Φώτης Σπανός με το καΐκι «Κατίνα» που ήταν μεγάλο και έδειχνε εμπορικό αλλά είχε κρυφό εξοπλισμό. Ο Φώτης έκανε καταδρομικές αποστολές υποδυόμενος τον Τούρκο ή Άραβα έμπορο και ήταν υπό τις διαταγές των Εγγλέζων, αλλά ήταν διοικητής στο στολίσκο του. Φύγαμε από τον Εύδηλο νύχτα, χωρίς προβλήματα, οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει και φτάσαμε στην Αγρελιά στην Τουρκία, όπου υπήρχε εγγλέζικη βάση και εκεί μείναμε μία εβδομάδα. Εκεί βρήκαμε και τον πατέρα μου που είχε δραπετεύσει από τη φυλακή που τον είχαν στην Ικαρία οι Γερμανοί και είχε φύγει από το Γιαλισκάρι μέχρι τις τουρκικές ακτές. Στο ταξίδι μας θυμάμαι ότι ήταν μαζί μας η γυναίκα του Τσαντίρη, η Ανθοδέσμη και η οικογένεια της Κατερίνας Βατούγιου.
-Πώς συνεχίσατε μετά;
-Με το ίδιο καΐκι κάναμε τον πλου μέχρι την Κύπρο, αφού τις νύχτες διανυκτερεύαμε σε ορμίσκους και συνεχίζαμε το ταξίδι τη μέρα. Αυτό κράτησε καμιά βδομάδα μέχρι να πάμε στην Κύπρο.
-Απρόοπτα είχατε;
-Μία φορά στην Τουρκία επειδή φτάσαμε στο σημείο, στην Αγρελιά που υπήρχαν τα μνήματα των νεκρών του «Αδρία». Αν και μας είπαν να μην βγούμε στη στεριά να τα δούμε, το κάναμε και εκεί βγήκαν ένοπλοι Τσέτες που ήταν κρυμμένοι στα βράχια για να μας ληστέψουν. Ευτυχώς ο Φώτης τους έδωσε ζάχαρη, καφέ και άδεια μπιτόνια για νερό και γλιτώσαμε.
-Φτάσαμε όμως στην Κύπρο.
-Ναι στην Κοκκινότριθα όπου μας κράτησαν ένα μήνα στην καραντίνα. Εκεί θυμάμαι ότι ήταν από την Ικαρία και η Αντιγόνη η κόρη του γιατροΚωνσταντή Πουλιανού.
Το φθινόπωρο εγώ και η Μαρίκα πήγαμε οικότροφες στην Αμερικάνικη Ακαδημία στην Κύπρο, η οικογένεια έμενε στην Αμμόχωστο, οι Κύπριοι μας φέρθηκαν καλά, μας βοήθησαν οι γείτονες, ο Φώτης με χρήματα και τρόφιμα, νοικιάσαμε σπίτι και ο πατέρας μου Χαράλαμπος Σπανός διορίστηκε στο Παγκύπριο γυμνάσιο στη Λευκωσία.
Στην Κύπρο είδαμε πολλούς Έλληνες πρόσφυγες. Ο αδερφός μου ο Νίκος ήταν δίοπος στο ναυτικό και με το κίνημα των ενόπλων δυνάμεων τον έκλεισαν στα «σύρματα».
Απελευθερώθηκε με αμνηστία, λόγω της δράσης του άλλου αδερφού μου του Φώτη, που όπως είπαμε ήταν διοικητής στολίσκου κομάντος των Εγγλέζων. Με το καΐκι του, το «Κατίνα», που φύγαμε, με το ίδιο γυρίσαμε στο λιμάνι του Ευδήλου, όταν έληξε ο πόλεμος, έχοντας φορτώσει και τα όποια υπάρχοντά μας.
Φωτο: Οικογενειακό αρχείο Μ. Πατεράκη, Ξ. Ανταράκη, Ν. Μπράτσος
Συνεντεύξεις: Νάσος Μπράτσος
Έξι αδέλφια, ο Φώτης, η Μαρίκα, ο Νίκος, η Ελένη, η Πιπίτσα και η Φωτεινή, από την οικογένεια Σπανού στον Εύδηλο της Ικαρίας, είτε με την ιδιότητα των προσφύγων, είτε με αυτήν του στρατευμένου, πρόσθεσαν τη δικιά τους συμβολή στις σχετικά άγνωστες πτυχές της ιστορίας εκείνης της περιόδου.
Σε διαφορετικές στιγμές μιλήσαμε με δύο από τις αδελφές. Τη στιγμή που συνθέταμε τις μαρτυρίες τους, η Μ. Σπανού – Πατεράκη, δεν βρίσκονταν πια εν ζωή. Η φυγή τους έγινε μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, διότι η οικογένεια είχε στοχοποιηθεί από τους Γερμανούς.
Μαρία Σπανού – Πατεράκη
-Θυμόσαστε τους Ιταλούς στον Εύδηλο;
-Πώς δεν τους θυμάμαι, με τραβούσανε να μιλώ ιταλικά. H οικογένεια δέχονταν πιέσεις από τους Γερμανούς. Φύγαμε κρυφά το βράδυ, από τον Εύδηλο, με ένα καΐκι μεγάλο, που είχε φέρει εδώ ο μεγάλος μου αδερφός εδώ με τρόφιμα. Δεν φύγαμε πολλοί, η οικογένεια και μερικοί άλλοι απ’ έξω. Ο δρόμος ήταν καλός, δεν είχαμε κανένα εμπόδιο. Φτάσαμε στη βάση στην Αγρελιά, εκεί υπήρχαν Έλληνες αξιωματικοί και Άγγλοι.
-Από την Κύπρο τι θυμόσαστε;
-Μας αντιμετώπισαν με μεγάλη συγκίνηση και αγάπη. Τους ξετρέλανα με την κολύμβηση, τους τραβούσα στο κολύμπι. Γιατί δεν ξέρανε πολύ καλό.
-Ήταν και άλλα παιδιά προσφύγων μαζί σας;
-Τα άλλα παιδιά πήγαιναν σε άλλα σχολεία, μόνο εγώ πήγαινα στην ακαδημία και μάλιστα μία μέρα που δεν ήξερα ακόμα καλά αγγλικά μου είπαν ότι άργησα και απάντησα με μία αστεία κουβέντα και γελούσανε μία βδομάδα αυτές.
-Γυρίσατε μετά το τέλος του πολέμου, με ποιο τρόπο, πάλι με καΐκι;
-Το άλλο καλοκαίρι μετά το τέλος του σχολικού έτους γυρίσαμε πίσω.
Ελένη Σπανού – Κυδωνιέως
-Τι θυμόσαστε από τα χρόνια της κατοχής;
-Πήγαινα στο Φύτεμα στο σπίτι του Κατσιγιάγκου (Κατσάς Γιάγκος) που είχε ραδιόφωνο (το απαγόρευαν οι κατακτητές) και ακούγαμε τις ειδήσεις στις 8μμ. Πήγαινα εγώ που ήμουν μικρή για να μην κινήσω υποψίες.
Μετά έφευγα και πήγαινα στον Εύδηλο στο καφενείο που το λέγαμε στου «Τράκα» (Χαράλαμπου Ανταράκη) που ήταν μαζεμένοι κυρίως άνδρες και τους έλεγα τις ειδήσεις. Εκεί θυμάμαι τον Θανάση τον Κοζαμάνη, τον Χαρίλαο τον Κοζαμάνη που μετά έφυγε για τη Μέση Ανατολή, κλπ
Από τους Ιταλούς θυμάμαι έναν που τον είχαμε βγάλει ο «Καψωκαλύβας» γιατί μάζευε Έλληνες όμηρους και τους έπαιρνε σαν συνεργείο για να μαζέψουν τις σοδειές του κόσμου. Πάντως οι Ιταλοί ήταν γενικά χαλαροί.
-Με τους Γερμανούς πώς τα πήγατε;
-Οι Γερμανοί, ειδικά την οικογένειά μου την κυνήγησαν, ελπίζοντας ότι έτσι θα στήσουν παγίδα στο Φώτη που θα έκανε καταδρομική επιχείρηση για την απελευθέρωσή μας και έτσι θα τον έπιαναν. Είχαν επικεφαλής έναν «Καπετάν Κώστα» της Γκεστάπο που ακούστηκε πως ήταν τουρκοκρητικός και ήξερε ελληνικά. Μας συνέλαβαν, μας φυλάκισαν, απείλησαν να κάψουν το σπίτι, επιχείρησαν να μας ξανασυλλάβουν, αλλά ειδοποιηθήκαμε και φύγαμε.
-Πώς φύγατε;
-Ήρθε και μας πήρε ο αδερφός μας ο Φώτης Σπανός με το καΐκι «Κατίνα» που ήταν μεγάλο και έδειχνε εμπορικό αλλά είχε κρυφό εξοπλισμό. Ο Φώτης έκανε καταδρομικές αποστολές υποδυόμενος τον Τούρκο ή Άραβα έμπορο και ήταν υπό τις διαταγές των Εγγλέζων, αλλά ήταν διοικητής στο στολίσκο του. Φύγαμε από τον Εύδηλο νύχτα, χωρίς προβλήματα, οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει και φτάσαμε στην Αγρελιά στην Τουρκία, όπου υπήρχε εγγλέζικη βάση και εκεί μείναμε μία εβδομάδα. Εκεί βρήκαμε και τον πατέρα μου που είχε δραπετεύσει από τη φυλακή που τον είχαν στην Ικαρία οι Γερμανοί και είχε φύγει από το Γιαλισκάρι μέχρι τις τουρκικές ακτές. Στο ταξίδι μας θυμάμαι ότι ήταν μαζί μας η γυναίκα του Τσαντίρη, η Ανθοδέσμη και η οικογένεια της Κατερίνας Βατούγιου.
-Πώς συνεχίσατε μετά;
-Με το ίδιο καΐκι κάναμε τον πλου μέχρι την Κύπρο, αφού τις νύχτες διανυκτερεύαμε σε ορμίσκους και συνεχίζαμε το ταξίδι τη μέρα. Αυτό κράτησε καμιά βδομάδα μέχρι να πάμε στην Κύπρο.
-Απρόοπτα είχατε;
-Μία φορά στην Τουρκία επειδή φτάσαμε στο σημείο, στην Αγρελιά που υπήρχαν τα μνήματα των νεκρών του «Αδρία». Αν και μας είπαν να μην βγούμε στη στεριά να τα δούμε, το κάναμε και εκεί βγήκαν ένοπλοι Τσέτες που ήταν κρυμμένοι στα βράχια για να μας ληστέψουν. Ευτυχώς ο Φώτης τους έδωσε ζάχαρη, καφέ και άδεια μπιτόνια για νερό και γλιτώσαμε.
-Φτάσαμε όμως στην Κύπρο.
-Ναι στην Κοκκινότριθα όπου μας κράτησαν ένα μήνα στην καραντίνα. Εκεί θυμάμαι ότι ήταν από την Ικαρία και η Αντιγόνη η κόρη του γιατροΚωνσταντή Πουλιανού.
Το φθινόπωρο εγώ και η Μαρίκα πήγαμε οικότροφες στην Αμερικάνικη Ακαδημία στην Κύπρο, η οικογένεια έμενε στην Αμμόχωστο, οι Κύπριοι μας φέρθηκαν καλά, μας βοήθησαν οι γείτονες, ο Φώτης με χρήματα και τρόφιμα, νοικιάσαμε σπίτι και ο πατέρας μου Χαράλαμπος Σπανός διορίστηκε στο Παγκύπριο γυμνάσιο στη Λευκωσία.
Στην Κύπρο είδαμε πολλούς Έλληνες πρόσφυγες. Ο αδερφός μου ο Νίκος ήταν δίοπος στο ναυτικό και με το κίνημα των ενόπλων δυνάμεων τον έκλεισαν στα «σύρματα».
Απελευθερώθηκε με αμνηστία, λόγω της δράσης του άλλου αδερφού μου του Φώτη, που όπως είπαμε ήταν διοικητής στολίσκου κομάντος των Εγγλέζων. Με το καΐκι του, το «Κατίνα», που φύγαμε, με το ίδιο γυρίσαμε στο λιμάνι του Ευδήλου, όταν έληξε ο πόλεμος, έχοντας φορτώσει και τα όποια υπάρχοντά μας.
Φωτο: Οικογενειακό αρχείο Μ. Πατεράκη, Ξ. Ανταράκη, Ν. Μπράτσος
Συνεντεύξεις: Νάσος Μπράτσος