Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Στρατής Γρημανέλης: Το κίνημα της Μέσης Ανατολής και η Α.Σ.Ο.

 ...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...

Από τη Λέσβο κατάγονταν ο Στρατής Ιωάννη Γρημανέλης (1921-2000), που υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Αποσπάσματα από τα γραπτά κείμενα των αναμνήσεών του, παρουσιάζουμε με τη βοήθεια του Παναγιώτη Κουτσκουδή που μας παραχώρησε σχετικές συνεντεύξεις που του είχε πάρει για λογαριασμό της εφημερίδας «Νέο Εμπρός» και τον ευχαριστούμε. Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από το αρχείο του Μίμη Χριστοφιλάκη, τον οποίο ευχαριστούμε και είναι γενικό αρχείο εκείνης της περιόδου και όχι φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται και ο Σ. Γρημανέλης.


Συνοψίζοντας αρκετά από τα γραφόμενα, στην Παλαιστίνη o Στρατής Γρημανέλης παρατηρούσε την εκμετάλλευση των Αράβων από πλούσιους Εβραίους.

Εκπαιδεύτηκε σαν μηχανικός αυτοκινήτων «Δουλεύαμε σαν τεχνίτες συνεχώς. Η αλήθεια μας πλήρωναν ανάλογα με την ειδικότητα. Παράδειγμα στους στρατιώτες έδιναν 3,5 χάρτινες Αιγύπτου, ενώ εδώ ο τεχνίτης έπαιρνε 8 έως 12». Τα βράδια στο Σουέζ γίνονταν συνέχεια βομβαρδισμοί από τα στούκας και μία φορά γλίτωσε από τύχη όταν η βόμβα έπεσε ακριβώς στο κρεβάτι του, ενώ λίγο πριν τον είχαν βγάλει σχεδόν με το ζόρι από το θάλαμο.

Μετά βρέθηκε στην Παλαιστίνη. «Εκεί είχαν οργανώσει την Α.Σ.Ο. (Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση)».




«Ιφιγένεια» το όνομα του Spitfire

Εκεί περιγράφει ότι: «Η ζωή κυλούσε με αρκετή δουλειά και αγωνία. Καμιά πρόοδος, κανένα σημάδι ότι ο πόλεμος τέλειωνε. Ο νους μας ήταν στην πατρίδα που ζούσε κάτω από βαριά δουλεία. Τα λιγοστά νέα που μαθαίναμε στο Κάιρο για την κατάσταση στην Ελλάδα ήταν όλο και χειρότερα. Τέλος, μας απαγόρευαν και την έκδοση ενός ελληνικού περιοδικού που βγάζαμε στην αρχή, το «Έλλην».
Εμείς εδώ νόμιζες πως ήμασταν ένα άλλο είδος στρατού, λες και το ‘καναν επίτηδες. Αντιθέτως, στο ανατολικό μέτωπο γίνονταν φοβερές μάχες. Ήδη είχε αρχίσει η πολιορκία του Στάλινγκραντ με χιλιάδες νεκρούς. Εμείς συνεχίσαμε τη δράση, περιπόλους δηλαδή, αλλά αν εξαιρέσουμε τους βομβαρδισμούς, δεν ήταν τίποτα. Στο στρατόπεδο δεν κουραζόμασταν τόσο από τη δουλειά όσο από το άγχος που μας έτρωγε για την τύχη της Ελλάδας».

«Ο στρατός όμως άρχισε να ξυπνά. Ακουγόντουσαν τραγούδια για τη λευτεριά. Ρίχναμε προκηρύξεις. Αυτό ανησυχούσε και τους συμμάχους. Η πρώτη ταξιαρχία, ύστερα από την επιμονή της να πάει στο μέτωπο, είχε ήδη φθάσει στο Ελ Αλαμέιν και πήρε μέρος στις μάχες. Έτσι κι εδώ γινόταν αναβρασμός. Ο κόσμος ήθελε να πάει στο μέτωπο. Τις κινήσεις αυτές τις εκδήλωνε με προκηρύξεις και με το περιοδικό «Ο Έλλην». Δεν άρεσε ούτε στους συμμάχους ένας τέτοιος στρατός. Τον είχαν κατατάξει για άλλο προορισμό».

 

Κάποια στιγμή τους έστειλαν στη Ράκα της Συρίας και όπως αναφέρει: «Εδώ μας έστειλαν ως τιμωρία για τις φασαρίες που κάναμε ενάντια στην κυβέρνηση του Τσουδερού. Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό το κίνημα οι Άγγλοι συνέλαβαν λίγους Έλληνες αξιωματικούς φασίστες. Αλλά μας πήγαν κι εμάς στη Ράκα.

Ήταν διακόσια περίπου χιλιόμετρα ανατολικά του Χαλεπιού. Είχε ένα μικρό οικισμό και μία γέφυρα. Ήμασταν στον Ευφράτη ποταμό, στη γέφυρα του Αρταξέρξη, έτσι μας είπαν. Τριεθνές: Τουρκία – Συρία – Ιράκ. Κοντά στον ποταμό υπήρχε μεγάλη βλάστηση. Εδώ υποφέραμε πολύ. Μείναμε όμως λίγους μήνες και μετά μας πήγαν έξω από τη Δαμασκό. Βρήκαμε τους πιο αμόρφωτους ανθρώπους. Κουβαλούσαν σηκωτά με ασκιά το νερό και πότιζαν κάτι δεντράκια. Τους είχαν σαν ζώα, ο βούρδουλας ήταν παρών παντού. Τους έδερναν σαν τα ζώα. Από τη μαρμάρινη σκάφη που έπλυνε ο αφέντης τα πόδια του έπαιρναν το νερό και το είχαν σαν αγιασμό».

«Ο καιρός περνούσε κι ο πόλεμος άρχισε να τελειώνει με νίκη των ρωσικών στρατευμάτων. Εδώ, στο Ελ Αλαμέιν, ο Ρόμελ άρχισε να υποχωρεί. Στις μάχες έλαβε μέρος και η 1η Ελληνική Ταξιαρχία. Τέλη του 1943 έγινε το δεύτερο κίνημα. Τώρα οι Άγγλοι πήραν ανοιχτά το μέρος του βασιλιά. Εμείς ζητούσαμε να πολεμήσουμε τον εχθρό (Ιταλούς, Γερμανούς, Γιαπωνέζους) αλλά αυτοί ήθελαν να γίνουμε χωροφύλακες του βασιλιά. Δεν ήθελαν να συνεργαστούμε με την Κυβέρνηση του Βουνού (ΠΕΕΑ). Δεν καθίσαμε πολύ καιρό και ξεκινήσαμε. Πίσω πάλι προς την Αίγυπτο, πορεία χιλιάδες μίλια. Κάθε βράδυ σταθμεύαμε για ανεφοδιασμό.

Εγώ με το συνεργείο ήμασταν οι ουραγοί. Είχαμε όμως ασύρματο και επικοινωνούσαμε δίνοντας αναφορά και μαθαίνοντας την πορεία. Πάντως, το ταξίδι ήταν ωραίο. Περάσαμε από τα παλιά μας λημέρια, αλλά δεν συναντήσαμε καμιά δική μας μονάδα. Φθάσαμε και στρατοπεδεύσαμε κοντά στο Σουέζ. Θα ήταν άνοιξη του 1943. Ο πόλεμος έδειχνε το τέλος του. Ήρθε ο Απρίλης. Τότε μάθαμε πως στα ελεύθερα βουνά έγινε κυβέρνηση. Ο στρατός ζήτησε τη συνεργασία της Ένωσης. Αλλά οι σύμμαχοι και η κυβέρνηση του Καΐρου αντί αυτού ζήτησαν να παραδώσουμε τα όπλα. Η 1η Ταξιαρχία περικυκλώθηκε από τους Εγγλέζους λέγοντας ότι θα δώσουν καινούρια. Η απάντηση ήταν: «Όπλα που πολέμησαν στην Αλβανία και στο Ελ Αλαμέιν αμαχητί δεν παραδίδονται».


 


Η αφορμή: «Ένα βράδυ, κι ενώ κάναμε ασκήσεις πυροβολικού, μάθαμε πως ήρθε ένας θίασος για να μας ψυχαγωγήσει. Μαζί τους η Ζάζα Πριλάντη. Όλοι πήγαμε στο θέατρο. Αφού έπαιξαν πολλά νούμερα, σκετς, και σατίρισαν τα πάντα, στο τέλος μας μίλησαν και για το αντάρτικο. Τότες, μέσα στα χειροκροτήματα ακούστηκε η λέξη «ΠΕΕΑ» (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης». Οι φωνές πλήθυναν «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ». Πανζουρλισμός! Αναγκάστηκε ο διοικητής να ανέβει στη σκηνή μαζί με τον υπουργό στρατιωτικών, Καραπαναγιώτη. Μας είπαν πως η κυβέρνηση του Καΐρου θα πράξει το σωστό και μας ζήτησαν να κάνουμε υπομονή. Δεν άκουγες όμως αρκετά απ’ το σαματά που γινόταν και τις φωνές «Στ’ άρματα, στ’ άρματα!». Με τραγούδια γυρίσαμε στο στρατόπεδο.

Το πρωί, μετά την αναφορά, πήγαμε όλοι μαζί κι ανεβάσαμε τη σημαία μας. Τον πρώτο λόγο πήρε ο συνταγματάρχης: – Τα χθεσινοβραδινά ήταν αναρχικά και καλό είναι να μη συγχέετε το όνομά μου με κείνο του Μανιδάκη. Μένα τα αδέρφια μου είναι αντάρτες. Θα πάμε στην Ελλάδα, θα χτυπήσουμε την πόρτα και θα μας αγκαλιάσουν. Ένα παλικάρι απ’ τη Χίο βγήκε δυο βήματα μπροστά απ’ τη γραμμή και τον ρώτησε: – Κι αν δεν ανοίξουν; Θα σπάσουμε την πόρτα;

Παίρνει το λόγο τότε ο Αγησίλαος Πατατζίδης: – Αν φτύσει ο ελληνικός λαός, θα πνιγούμε μέσα στο σάλιο του! Έγινε πανζουρλισμός. Οι γραμμές μας χάλασαν και γίναμε όλοι ένας σωρός. Τα ‘χασε ο διοικητής και φώναξε «Όσοι θέλουν να πολεμήσουν, να περάσουν από δω». Τότε, σύσσωμος ο στρατός με κραυγές «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» πέρασε από μια πλευρά, πλην κάποιους Αιγυπτίους και κάποιους αξιωματικούς που μας κοιτούσαν άναυδοι. Ένας λοχαγός, ο Καλαφάτης, φώναξε: – Αντάρτες του ΕΛΑΣ, στοιχηθείτε! Σαν να έκλεισαν κάποιο ηλεκτρικό κουμπί, απλώθηκε παντού ησυχία. Από την αναρχία στη συνειδητή πειθαρχία. Απευθυνόμενος ο Καλαφάτης στο διοικητή του λέει: – Τώρα, μίλα στο στρατό σου!

 

Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και βρεθήκαμε κυκλωμένοι με συρματόπλεγμα. Οι μασκοφορεμένοι που μας έλεγαν, στρατός και πολιτικοί, άγουν μοιραία στην καταστροφή. Και πως εμείς δεν ανήκουμε σε καμιά κυβέρνηση παρά μόνο στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Μας είχαν στήσει τα πολυβόλα και ήταν έτοιμοι να μας εξοντώσουν. Όμως εμείς δεν τους δώσαμε αφορμή αυτή τη φορά, γι’ αυτό και κατεβήκαμε άοπλοι στην πρωινή αναφορά.

Την ίδια μέρα μας μετέφεραν για πρόχειρα κάπου κοντά τις Πυραμίδες. Εδώ δεν μείναμε πολύ. Ένα βράδυ μας στοίβασαν σαν τα ζώα μέσα στο τρένο., Μας πέρασαν νύχτα από την Αλεξάνδρεια. Σιγά – σιγά κυλούσε το τρένο, σα να φοβόταν μήπως ξυπνήσει ο λαός. Εμείς όμως βαρέσαμε τις σάλπιγγες εγερτήριο. Ώσπου να καταλάβουν οι φρουροί μας τι συνέβαινε, είχαμε πετάξει έξω εκατοντάδες μπουκάλια με χειρόγραφες προκηρύξεις, όπου εξηγούσαμε τι ζητάμε και πως δεν είμαστε αναρχικοί, όπως μας χαρακτήριζαν. Το τρένο τώρα διασχίζει την έρημο. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι δεν έβλεπε ο ένας τον άλλον. Στοιβαγμένοι σαν ζώα όπως ήμασταν, κατουρούσαμε εκεί όπου στεκόμασταν.

Ο καυτός ήλιος, η δίψα, η πείνα και η βρώμα ήταν κάτι απαίσιο. Φανταστείτε πως όταν ξημέρωσε και είδαμε τα χάλια μας, αγανακτήσαμε. Ο καυτός ήλιος άρχισε να μας ψήνει, καθώς οι λαμαρίνες έκαιγαν και γινόταν μέσα κανονικό καμίνι. Νερό δεν υπήρχε. Το απόγευμα άρχισαν και οι λιποθυμίες. Ευτυχώς το τρένο σταμάτησε μέσα στην αχανή έρημο, κάπου κοντά στο Τομπρούκ. Εκεί βρήκαμε σχεδόν όλους τους συναγωνιστές μας. Τους είχαν πάει πιο μπροστά και ζούσαν μέσα σε αντίσκηνα. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε από τη χαρά μας. Μας πρόσφεραν γλυφό νερό μεν, αλλά δροσερό.

 

Η απόπειρα διάλυσης

Ήρθε ο στρατηγός Βεντήρης. Εδώ μοιάζαμε ελεύθεροι. Ήμασταν πάνω από δέκα χιλιάδες. Η θάλασσα μόνο μας παρηγορούσε. Άσε που κάναμε μπάνιο όποτε κι όση ώρα θέλαμε, αφού πουθενά δεν φαινόταν φρουροί. Ήμασταν όμως όλοι ανήσυχοι. Ξέραμε τι θα πει Εγγλέζοι και περιμέναμε. Κάτι θα συνέβαινε. Ήταν και η διάσκεψη του Λιβάνου, αλλά δεν γνωρίζαμε τίποτα.

Και ένα πρωί βρεθήκαμε πάλι ανάμεσα στα τανκς και στα πολυβόλα. Μας απομόνωσαν ανά δέκα ως δεκαπέντε σκηνές και μας απειλούσαν. Στο κέντρο ένα τζιπ ανοιχτό και πίσω δεκάδες φορτηγά. Όρθιος μέσα στο τζιπ ο στρατηγός Βεντήρης μ’ ένα χωνί στο χέρι φώναζε: – Προσοχή! Προσοχή! Σας ομιλεί ο στρατηγός Βεντήρης. Όσοι θέλετε να πολεμήσετε υπό τις διαταγές της κυβέρνησης του Καΐρου, να ανεβείτε στα αυτοκίνητα. Όποιος φέρει εμπόδιο θα εκτελεστεί. Προς στιγμή επικράτησε νεκρική σιγή.  

Έπειτα, δειλά – δειλά άρχισαν να φεύγουν μερικοί, αλλά κι αυτοί σταμάτησαν. Ο Βεντήρης υποσχόταν πολλά σ’ αυτούς που θα πάνε. Όσο για τους υπόλοιπους απειλούσε ότι θα το μετανιώσουν πικρά. Τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενε κανείς. Βγήκαν χωνιά, αλλά από εμάς, που φώναζαν: – Προσοχή! Προσοχή, συναγωνιστές! Όσοι θέλετε, να φύγετε. Εμείς σας ας ευχαριστούμε που ήρθατε μέχρι εδώ και σας ευχόμαστε καλή τύχη. Όσοι μείνουν, να ξέρουν ότι θα περάσουν καλά, μιας και μας το προεξόφλησε ο στρατηγός.

Τότες ακούστηκε με μια φωνή: – Βροντάει ο Όλυμπος κι’ αστράφτει η Γκιόνα…. Τα μάζεψε ο στρατηγός και σαν βρεγμένη γάτα έφυγε πίσω, παίρνοντας καμιά εκατοπενηνταριά χαφιέδες. Είχε πέσει έξω στους υπολογισμούς του, αφού είχε φέρει διακόσια μεγάλα φορτηγά κι έφυγαν όλα άδεια. Όταν έγινε ησυχία, τα τανκς απομακρύνθηκαν αλλά δεν έφυγαν. Εμείς ξέραμε πια την τύχη μας. Τραγουδούσαμε, συνθέταμε και στίχους όπως οι παρακάτω πάνω στη μουσική «εις τον αφρό της θάλασσας…»:

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
ήρθαμε να πολεμήσουμε για να λευτερωθούμε.
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να γίνουμε λακέδες
ήρθαμε να χτυπήσουμε φασίστες και χαφιέδες.
Του Μεταξά, Τσολάκογλου, του Τσουδερού και Σία
όλοι τους κατάντησαν της Ελλάδος προδοσία.
Να ζήσει όλος ο στρατός και ο λαός μαζί του
να ζήσουν κι οι αντάρτες μας με την κυβέρνησή τους.

Οι φίλοι μας οι σύμμαχοι που μας είχαν μπουχτίσει στο μπράβο και στους επαίνους, τώρα μας έχουν έτοιμα τα σύρματα.



αιχμαλωτισμός Γερμανού
Αιχμάλωτοι των…συμμάχων

Τμίμι – Ντεκαμερέ – Ασμάρα. Η διάλυση άρχισε. Τα Πικτ (στρατιωτική αστυνομία) με τα τόμιγκαν στα χέρια μας ανέβαζαν πάνω στα φορτηγά. Η πορεία περιλάμβανε τις περιοχές Ντεκαμερέ, Ασμάρα, Ερυθραία, Τμίμι. Αυτά τα κολαστήρια τα είχαν ετοιμάσει από καιρό. Βλοσυροί οι φρουροί μας έσπρωχναν σα να ‘μασταν αιχμάλωτοι. Μέσα στην αχανή έρημο, έξω απ’ το Τομπρούκ, στη θέση Τμίμι, είχαν στήσει ένα μεγάλο στρατόπεδο. Εκεί μας μάντρωσαν, πάνω από τέσσερις χιλιάδες. Τις πρώτες μέρες δεν είχαμε ούτε νερό. Εδώ δεν σταματούσε ο λίβας. Ένας ζεστός αέρας ανυπόφορος. Παντού βουνά από σκόνη, ενώ υπήρχαν στιγμές που δεν βλέπαμε. Τα αντίσκηνα τα μετατρέψαμε σε σχολεία. Είχαμε μεγάλη δίψα για μάθηση. Εδώ, εκτός από τα απλά μαθήματα, ασχοληθήκαμε με το μαρξισμό, τον επιστημονικό σοσιαλισμό, την πολιτική, την οικονομία, τη διαλεκτική, όπως και στο πανεπιστήμιο.

Ο καιρός περνούσε. Τα νέα τα μαθαίναμε από ένα μικρό ραδιόφωνο που είχαμε κρυφά. Μάθαμε πως κάτι έγινε στο Λίβανο κι ότι επρόκειτο να δοθεί λύση.
Στην αρχή μας άφηναν να βγαίνουμε λίγο έξω από τα σύρματα. Τώρα το απαγόρευσαν. Είχαμε το θέατρά μας, όπου εκεί τραγουδούσαμε μεταξύ άλλων και τον ύμνο μας:
Μες στα σύρματα που ζούμε
με γερή καρδιά θα βγούμε
μια μέρα, βρε παιδιά…

Η δολοφονία

Αλλά και η ομάδα μας κάτι αντιλήφτηκε και μας έλεγε να μην κοντεύουμε τα σύρματα γιατί κάτι αλλιώτικες κινήσεις βλέπουμε από μακριά. Κι επειδή τα νέα έλεγαν ότι θα βγούμε, λάβαμε κι εμείς τα μέτρα μας. Φοβόμασταν την παλιανθρωπιά τους και δεν τους εμπιστευόμασταν. Ξέραμε πως κάτι πάλι σκαρώνουν. Πάντως, πιστεύαμε ότι κόντευε η ώρα να πέσουν τα σύρματα. Περιμέναμε να στείλουν Έλληνες αντιπροσώπους από την κυβέρνηση. Τίποτα όμως. Μόνο Μαύροι, Σουηδέζοι και Εγγλέζοι. Άδικα περιμέναμε να μας πούνε το μεγάλο μήνυμα. Αντί γι’ αυτό όμως, έγινε το κακό. Ένα πρωί κάποιος συνάδελφος ονόματι Χαρίλαος από την Καλαμάτα, είχε οικονομήσει λίγο νερό κι έπιασε να πλύνει το φανελάκι του. Τότε ένας μαύρος από απόσταση 20 – 30 μέτρα τον σημάδεψε. Δίχως κανένα δισταγμό τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Χαρίλαος σωριάστηκε στο έδαφος.

Ο φονιάς ξανατράβηξε τη σκανδάλη για δεύτερη φορά και τον αποτέλειωσε. Όλοι τρομάξαμε. Από παντού ακουγόταν φωνές, βρισιές βαριές. Προς στιγμή επικράτησε αναρχία. Γύρω απ το στρατόπεδο φύτρωσαν στρατιώτες. Πού βρέθηκε τόσος στρατός με τα μυδράλια να μας σκοπεύουν; Σαν τρελοί ουρλιάζαμε. Στα σύρματα, στα σύρματα κι όσοι μείνανε να βγούνε όλοι έξω. Τότε οι πιο ψύχραιμοι πέσαν μπροστά στους άλλους. Μη! Παιδιά, είναι παγίδα, για να μας εξοντώσουν όλους. Είναι προβοκάτσια. Είναι πεπονόφλουδα. Μας την έστησαν στα τελευταία. Γυρίστε πίσω στα αντίσκηνα, πίσω παιδιά, είναι παγίδα. Ο ταγματάρχης διατάζει και σήμανε προσκλητήριο. Σα να πάτησε κάποιος ηλεκτρικό κουμπί. Όλοι συγκεντρωθήκαμε στο μέσον του στρατοπέδου. Μας μίλησε ο ταγματάρχης. Κάναμε υπόμνημα και κηρύξαμε απεργία πείνας. Κλάψαμε το νεκρό παλικάρι. «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς, σε άνιση μάχη κι αγώνα…».

Το στρατόπεδο βουβάθηκε. Άδικα περιμέναμε να έρθει επιτροπή. Ήμασταν όμως σίγουροι ότι ήταν το τελευταίο επεισόδιο. Ζητούσαμε να μας πουν αν ήμασταν αιχμάλωτοι. Έπρεπε λοιπόν να μας βγάλουν, να πέσουν τα καταραμένα σύρματα. Αυτό έλεγαν και στο Λίβανο. Αλλά τούτοι οι αλλόκοτοι άνθρωποι είχαν δικά τους σχέδια. Μας έβαλαν μέσα στα αυτοκίνητα ανά 20 – 25 άτομα. Σε μια απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων μέσα στην έρημο είχαν στήσει ένα κτίριο με λαμαρίνες. Εκεί μας ξεφόρτωσαν κι έναν – έναν μας περνούσαν δήθεν για ανάκριση. Υπήρχαν Έλληνες αξιωματικοί που σου κάνανε ερωτήσεις για το αν είσαι Έλληνας, αν θέλεις να πολεμήσεις κι άλλα κουραφέξαλα. Πίσω από τον αξιωματικό κρυβόταν ο χαφιές που καθόριζε ποιος είσαι. Όταν έβγαινες από την άλλη πλευρά, ήταν τρεις κορδέλες, μια μαύρη, μια κόκκινη και μια άσπρη, ενώ κάθε δέκα μέτρα υπήρχε σκοπός με το τόμιγκαν. Αυτός σου έλεγε ποια κορδέλα θα ακολουθήσεις ανάλογα με το σύνθημα που του έλεγαν. Εγώ πήγα στη μεσαία μιας και μπροστά πήγαν οι φίλοι μου. Αλλά ο σκοπός μου είπε όχι από εκεί εσύ, και μάλιστα απειλητικά.

Αυτή ήταν η τελευταία διάλυσή μας. Όπως μάθαμε αργότερα, η μια γραμμή έφυγε στο Ντεκαμερέ, η άλλη στην Ασμάρα – Κεϊμπέτ καθώς και σε άλλα αφρικάνικα κάτεργα. Τη δική μας μόνο γραμμή την άφησαν ελεύθερη. Μας απομάκρυναν και μα οργάνωσαν σε τάγματα φρουρών. Ήμασταν πάνω από διακόσιοι φαντάροι. Μα έδωσαν λίγα όπλα και σε κάθε τάγμα έδωσαν από 25 – 30 φορτηγά.



1942 Πάσχα στη Γάζα
Επίλογος

Φθάνουμε στο τέλος. Τώρα βρισκόμαστε στην Τρίπολη – Λιβύη. Φιλάμε αιχμαλώτους από τους οποίους οι πιο πολλοί ήταν Ιταλοί.
Στα Δεκεμβριανά τότε στην Αθήνα, εμείς ήμασταν ακόμα εκεί. Μείναμε αρκετούς μήνες στην Τρίπολη. Έπειτα μας πήραν τα όπλα, τα αυτοκίνητα, τα μπουφάν μα και τις χλαίνες. Ένας Άγγλος αξιωματικός που γνώριζε καλά ελληνικά, αμίλητος, κι άκουγε που βρίζαμε τους Άγγλους, που τρία – τέσσερα χρόνια πάντα τους εξυπηρετούσαμε και τώρα μας παίρνουν και τις χλαίνες. Δεν βάσταξε και σε μια στιγμή λέει: – Μη βρίζετε εμάς, ρε παιδιά! Ο ίδιος ο βασιλιάς σας και η κυβέρνησή σας τα έκαναν όλα.

Από την Αλεξάνδρεια μ’ ένα σαπιοκάραβο μας πήγαν έξω από το λιμάνι της Χίου. Βγήκαν οι Χιώτες κι εμείς με το καΐκι φθάσαμε επιτέλους το Μάιο του 1945 στη Μυτιλήνη. Ο ερχομός μας προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Η προκυμαία και τα σοκάκια έσφυζαν από τις ζητωκραυγές του κόσμου. Μας έπιασαν στα χέρια τους και μας σήκωσαν ψηλά φωνάζοντας «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ». Την ίδια μέρα έφθασα στο χωριό, την Αγιάσο, μια μάζα με χωριανούς μου φέρνοντας και σ’ αυτούς μεγάλο ενθουσιασμό».
Στη μετεμφυλιακή περίοδο ο Σ.Γ. αντιμετώπισε στρατοδικεία, εξορίες, διώξεις, φυλάκιση στη Μυτιλήνη, στην Αίγινα, εξορία στη Γιάρο. Συνταξιοδοτήθηκε το 1986 με την υγεία του κλονισμένη από τις κακουχίες.