...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...
Κύμη, Σέριφος, Μύκονος, Χαλκιδική, Εύβοια και τόσες άλλες περιοχές έζησαν τον κλάδο και τις αγωνίες του από κοντά.
Στις δύσκολες από εργασιακές συνθήκες αλλά και γεμάτες πολιτικές εντάσεις, από τις άλλες δεν εξαιρέθηκε η σχέση κράτους – συνδικάτων, δεκαετία του 1960, συχνές ήταν οι πολυήμερες και δυναμικές κινητοποιήσεις των μεταλλωρύχων, πάντα ανάλογες με τη σοβαρότητα των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Κυρίως της σχέσης κακών εργασιών συνθηκών και χαμηλής αμοιβής, αλλά και των προβλημάτων υγείας που τους καθιστούν εύκολα και σε μικρή ηλικία, ανίκανους για εργασία.
Μεταφερόμαστε στην περιοχή της Ελευσίνας την άνοιξη του 1964 όπου χρειάστηκαν πάνω από 40 απεργίες στα μεταλλεία βωξίτη του Σκαλιστήρη, για να ικανοποιηθούν τα αυτονόητα.
Το 1963 είχαν γίνει εξαγωγές 1.117.660 τόνων βωξίτη, με εισπράξεις 187.242.000 δραχμές εκ των οποίων για τη μισθοδοσία πήγαν τα 30.000.000 και τα υπόλοιπα στις τσέπες της εργοδοτικής πλευράς.
Σε εξέλιξη βρίσκονταν η απεργία των μεταλλωρύχων της Ελευσίνας που διεκδίκησαν έκτακτη οικονομική ενίσχυση 500 δραχμών και γενίκευση του συστήματος ανθυγιεινής εργασίας. Οι αρχές έκριναν ως δίκαια τα αιτήματα αλλά δεν παρενέβησαν προς τον εργοδότη (Σκαλιστήρης) για να δρομολογηθεί κάποια λύση. Αντίθετα η εργοδοτική πλευρά προχώρησε και σε λοκ άουτ.
Η ενέργεια αυτή έγινε τις μέρες του Πάσχα του 1964, το οποίο οι μεταλλωρύχοι πέρασαν με στερήσεις και μετά που υπήρξε άρση του λοκ άουτ, συνέχισαν με στάσεις.
Στις 14-5-1964 η εφημερίδα Αυγή δημοσιεύει την είδηση ότι την προηγούμενη ημέρα έγινε σύσκεψη του Εργατικού Κέντρου Ελευσίνας μαζί με τα 20 σωματεία της δύναμης του και τους μεταλλωρύχους του Σκαλιστήρη και αποφασίστηκε να γίνει γενική δίωρη στάση εργασίας στην περιοχή αν κηρυχθεί εκ νέου λοκ. άουτ και αν και έτσι δεν λυθεί το θέμα, να γίνει γενική πανελευσινιακή απεργία. Επίσης αποφασίστηκε η ενίσχυση των μεταλλωρύχων με τρόφιμα και χρήματα. Ήδη οι κινητοποιήσεις τους είχαν μπει στο δεύτερο μήνα. Παράλληλα η εφημερίδα αναφέρει πως «Μετά τη λήξη του δεύτερου λοκ άουτ επανέρχονται σήμερα οι μεταλλωρύχοι στις εργασίες τους και επαναλαμβάνουν τις τετράωρες στάσεις εργασίας. Όπως είναι γνωστό διεκδικούν έκτακτη οικονομική ενίσχυση και γενίκευση του συστήματος ανθυγιεινής εργασίας».
Στην ίδια εφημερίδα, την ίδια μέρα (14-5-1964) με την υπογραφή του Μπάμπη Γραμμένου, δημοσιεύτηκε ένα καταπληκτικό ρεπορτάζ για τις συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία Σκαλιστήρη.
Χαρακτηρίζει τις συνθήκες εργασίας εφιαλτικές σαν αυτές που περιέγραφε τον προηγούμενο αιώνα ο Εμίλ Ζολά στο «Ζερμινάλ». Η περιοχή των μεταλλείων ήταν στη Μάνδρα και όπως δήλωσαν εργαζόμενοι στην εφημερίδα, εργάζονταν σε βάθος 200 μέτρα με 64 δραχμές μεροκάματο και όταν βγαίνουν έξω από τις στοές είναι χλωμοί σαν πεθαμένοι, ενώ σαπίζουν σαν τα ξύλα από την εργασία. Και μία δήλωση: «Με λένε Δημήτριο Εμμανουήλ, είμαι 44 χρονών και έχω γίνει κιόλας άχρηστος. Με βγάλανε στη σύνταξη με 88% αναπηρία από πνευμονοκονίαση. Ο Σκαλιστήρης φτιάχνει και δεύτερη βίλλα στο Σούνιο».
Όταν γίνονταν εκρήξεις δυναμίτη μέσα στο βουνό «χόρευαν» και τα σπίτια των μεταλλωρύχων στις κοντινές περιοχές. Πολλά, τα περισσότερα από αυτά τα σπίτια είχαν μόνο ένα δωμάτιο για υπνοδωμάτιο, κουζίνα, πλυσταριό. Στρατιωτικού τύπου κρεβάτια, ραγισμένοι τοίχοι, μούχλα και βαριές μυρωδιές συμπλήρωναν την εικόνα. Άνθρωποι και ποντίκια μία οικογένεια, έγραφε η εφημερίδα. Και το φαγητό στο τσουκάλι νερόβραστες πατάτες. Εκείνη την εποχή εργάζονταν στα μεταλλεία 600 εργατοτεχνίτες.
Ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ δημοσιεύει η Αυγή στις 29-5-1964 με υπογραφή του Ανδρέα Γεωργίου και αναφέρεται στις 40 μέρες απεργιακών κινητοποιήσεων που χρειάστηκαν για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των μεταλλωρύχων της Ελευσίνας. Περιγράφει τις συνθήκες εργασίας σε 500 μέτρα βάθος για να βγάλουν το βωξίτη από τα σπλάχνα της γης. Πολλοί από το εργατικό δυναμικό μένουν σε τρώγλες στην περιοχή Βλύχα, χωρίς πόρτες και παράθυρα, αλλά και σε παραπλήσιες συνθήκες σε άλλες κοντινές περιοχές και με την πείνα να είναι στην ημερήσια διάταξη. Επίσης η επιχείρηση έφτιαξε συνεργεία που δούλευαν με συγκεκριμένο παραγωγικό στόχο για πληρωθούν - εργολαβική ανάθεση. Και τα συνεργεία όσων είναι έμπιστοι στην εταιρεία στέλνοντας σε πλούσιες σε κοιτάσματα περιοχές, ενώ οι «άλλοι» σε λιγότερο παραγωγικές.
Στις κινητοποιήσεις πήραν μέρος και οι οικογένειες των απεργών και μαζί κατέλαβαν το λιμανάκι της Σκάλας για να εμποδίσουν τη φόρτωση βωξίτη στα πλοία και έμειναν εκεί τρεις μέρες και τρεις νύχτες κοιμούνται στο ύπαιθρο. Το ρεπορτάζ κλείνει με τη φράση «Αυτοί που νικούν τη σκληρή πέτρα και το σκοτάδι δεν μπορεί παρά να νικούν και στη ζωή. Να κερδίζουν το δίκιο τους».
Να τονίσουμε ότι εκτός από τις οικογένειες των μεταλλωρύχων και τα μέλη των εργατικών σωματείων του εργατικού κέντρου Ελευσίνας και οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής (Ελευσίνα, Μάνδρα, Μαγούλα, κλπ) ήταν στο πλευρό του κλάδου κατά τη διάρκεια της κινητοποίησης του.
Εύλογο το ερώτημα για τους αναγνώστες της εποχής γιατί εκείνα τα χρόνια υπάρχουν τέτοιες συνθήκες εργασίας. Η εξεύρεση εργασίας σε μία χώρα που δεν είχε γιατρέψει ακόμα τις πληγές της από τον πόλεμο και με σημαντικό μέρος της μεταπολεμικής αμερικανικής βοήθειας να έχει διασπαθήσει στα σκάνδαλα της εποχής, οδήγησε είτε στη μετανάστευση, είτε σε εργασία κάτω από δυσμενείς όρους.
Χαρακτηριστικές εικόνες
Η δεκαετία του 1960 είχε «μπεί» με το ζήτημα της εργατικής μετανάστευσης από την ελληνική επαρχία προς τη κυρίως, δεν ήταν από τα πλέον σοβαρά, καθώς δεν υπάρχουν άλλες διέξοδοι της Γερμανίας. Σε ένα μεγάλο οδοιπορικό 1.500 χιλιομέτρων του Δ. Ραυτόπουλου τη Βόρεια Ελλάδα για λογαριασμό της εφημερίδας Αυγή, αναφέρεται πως «Η βόρειος Ελλάδα ερημώνεται από τα νιάτα. Σαν να έχει κηρυχθεί γενική επιστράτευσις. Καραβάνια νέων προς την Κοζάνη, Γρεβενά, Λάρισα. Κανείς δεν θέλει να μείνει στο χωριό του. Ο πατέρας του πέθανε εργάτης στη Γερμανία. Τώρα πάει και αυτός. Το παζάρι της σάρκας. Τους κοιτάζουν ακόμα και στα δόντια οι Γερμανοί».
Τη συγκεκριμένη δεκαετία είχαν καταγραφεί περιστατικά σε διάφορους εργατικούς χώρους, όπως λιποθυμίες εργατών από ασιτία. Εργάτης της ΥΔΡΕΞ λιποθύμησε από την πείνα πάνω στον κασμά, ενώ δούλευε σε βάθος πολλών μέτρων. Την Πέμπτη το μεσημέρι έφαγε μία μακαρονάδα, το βράδυ σκέτο τσάι και χθες απολύτως τίποτε. Δεν είχε δραχμή γιατί παρ΄ ότι δούλευε δεν πληρώνονταν», γράφει στις 24 Ιουνίου 1961 η Αυγή. Την επόμενη μέρα 2.000 εργάτες της ΥΔΡΕΞ έκαναν απεργία ενάντια στην πείνα, λέγοντας «Ζούμε στο 1941». Θυμίζουμε ότι ήταν η χρονιά του κατοχικού λιμού που αντιμετωπίστηκε μετά από μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στην πείνα.
Έρευνα: Νάσος Μπράτσος