Με αφορμή την αποκάλυψη της παρακολούθησης του τηλεφώνου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη τόσο με εισαγγελική διάταξη της ΕΥΠ όσο και κατ’ απόπειρα μέσω του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, σε συνέχεια των παρακολουθήσεων δημοσιογράφων που είχαν ήδη καταγγελθεί, αναδείχθηκε έντονα στη δημόσια συζήτηση το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο που επέτρεψε την εκτεταμένη παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ιδίως η αποκάλυψη της βιομηχανίας εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» από την αρμόδια εισαγγελέα της ΕΥΠ (15 χιλιάδες μόνο το έτος 2021, δηλαδή έγκριση 60 τέτοιων διατάξεων κάθε εργάσιμη μέρα!) κατέδειξε ότι η συνταγματική επιταγή προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών (και μάλιστα «απολύτως» όπως λέει το άρθρο 19 του Συντάγματος) έχει μετατραπεί σε ένα αδειανό πουκάμισο που συγκαλύπτει τη γενικευμένη αυθαιρεσία των υπηρεσιών ασφαλείας.
Στη διάρκεια των μηνών αυτών, από τον Αύγουστο μέχρι σήμερα, διεξήχθη μια πλούσια πολιτική και επιστημονική συζήτηση για το τι πρέπει να αλλάξει στο νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να προστατευτεί το έννομο αγαθό του απορρήτου των επικοινωνιών, που αποτελεί προϋπόθεση όλων των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και κορωνίδα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου. Αν και οι εκδηλώσεις και οι παρεμβάσεις ήταν πολλές, ξεχωρίζω αυτές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) με την έκδοση σημαίνουσας ανακοίνωσης του Διοικητικού Συμβουλίου του και την οργάνωση σχετικής ημερίδας, τις εκδηλώσεις Δικηγορικών Συλλόγων ανά την Ελλάδα, την επιστημονική ημερίδα του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης» που έλαβε χώρα στην κεντρική αίθουσα του ΔΣΑ, τις εκδηλώσεις που οργάνωσε η επί τούτου συσταθείσα Πρωτοβουλία Ώρα Μηδέν για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, τις παρεμβάσεις της Πρωτοβουλίας Δικηγόρων και Νομικών για τα δημοκρατικά δικαιώματα, καθώς και την πλούσια αρθρογραφία στον τύπο με ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή των πεπειραμένων νομικών της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) υπό τον πρόεδρό της κ. Χρ. Ράμμο.
Κι όμως το πολυαναμενόμενο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης που αναρτήθηκε στη Διαβούλευση για την αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου στέκει κυριολεκτικά εκτός αυτής της επιστημονικής συζήτησης, λες κι αυτή δεν υπήρξε ποτέ. Είναι λες και ο συντάκτης του σχεδίου νόμου δεν είδε και δεν άκουσε τις προτάσεις που τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση και την αιτιολογία που τις συνόδευε. Αν και θα μπορούσε κάποιος να κάνει μια εξαντλητική κατ’ άρθρο ανάλυση για να αποδείξει του λόγου το αληθές, ένα και μόνο σημείο αρκεί για να γίνει κατανοητό αυτό που θα ‘λεγε κάθε ενήλικας στο σκανδαλιάρικο παιδί (ή ανίψι) του, ότι δηλαδή «από το ένα αυτί μπήκε κι από το άλλο αυτί βγήκε»…
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι, πέραν κάθε αμφιβολίας, η έλλειψη ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ στην εισαγγελική διάταξη άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Θεμέλιο του κράτους δικαίου είναι η έκδοση δικαστικών αποφάσεων που βασίζονται σε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ώστε ο πολίτης να μπορεί να ενημερωθεί για το πώς σκέφτηκε το δικαιοδοτικό όργανο και να μπορεί στη συνέχεια να προσφύγει κατά της απόφασης σε ένα άλλο, ανεξάρτητο όργανο. Αυτά είναι κυριολεκτικά η αλφάβητος για κάθε νομικό και φυσικά αποτελούν τη βάση της νομολογίας των εθνικών και των διεθνών δικαστηρίων, ιδίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Με το σχέδιο νόμου, η κυβέρνηση, όχι μόνο συντηρεί τη σκανδαλώδη έλλειψη αιτιολογίας στην εισαγγελική διάταξη άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά χειροτερεύει ουσιωδώς το προϋπάρχον νομοθετικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα:
α. Η εισαγγελική διάταξη άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 3 του ν. 2225/1994) παραμένει ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΗ, όπως προκύπτει από το οριζόμενο περιεχόμενό της στο άρθρο 4 παρ. 4 του σχεδίου νόμου, τούτο δε προκύπτει a contrario από τη ρητή αναφορά της αιτιολογίας επιβολής της άρσης στις περιπτώσεις διακρίβωσης σοβαρών εγκλημάτων (άρθρο 6 παρ. 8 περ. η’ του σχεδίου νόμου).
β. Η εισαγγελική διάταξη άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας παραμένει ΑΝΩΝΥΜΗ, όπως προκύπτει από το οριζόμενο περιεχόμενό της στο άρθρο 4 παρ. 4 του σχεδίου νόμου, τούτο δε προκύπτει a contrario από τη ρητή αναφορά του ονόματος του προσώπου (εφόσον είναι γνωστό) στις περιπτώσεις διακρίβωσης σοβαρών εγκλημάτων (άρθρο 6 παρ. 8 περ. ζ’ του σχεδίου νόμου). Τούτο σημαίνει ότι το έγγραφο της εισαγγελικής διάταξης που διατάσσει την άρση και θα επιδίδεται στην ΑΔΑΕ θα εξακολουθεί να ΜΗΝ περιέχει το όνομα του θιγόμενου, παρά μόνο έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου, όπως ακριβώς συνέβη με την περίπτωση Ανδρουλάκη, με αποτέλεσμα η ΑΔΑΕ να μην μπορεί να ελέγξει, έστω prima facie διά του επωνύμου, το περιεχόμενο της επιδοθείσας σε αυτή διάταξης.
γ. Η εισαγγελική διάταξη άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας θα εξακολουθήσει να μην επικυρώνεται από ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις άρσεων για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Η προσθήκη του δεύτερου εισαγγελέα (του «δεύτερου φίλτρου»), εν προκειμένω αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος θα καλείται να εγκρίνει την εκδοθείσα διάταξη του εισαγγελέα της ΕΥΠ αφού λάβει «το αίτημα μαζί και με τα συνοδεύοντα αυτό στοιχεία που ετέθησαν υπόψη του εισαγγελικού λειτουργού», δεν προσφέρει τα εχέγγυα επαρκούς ελέγχου, καθώς θα αποτελεί άνευ αιτιολογίας έγκριση μιας αναιτιολόγητης διάταξης. Για να το πούμε απλά: μια αναιτιολόγητη εισαγγελική διάταξη δεν θεραπεύεται από μια αναιτιολόγητη έγκρισή της. Θυμίζουμε ότι το «δεύτερο φίλτρο», δηλαδή η έγκριση της διάταξης του εισαγγελέα της ΕΥΠ από εισαγγελέα εφετών, τελούσε εν ισχύ από το 2008 μέχρι το 2018 (καταργήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 4531/2018) και φυσικά δεν απέτρεψε την αριθμητική έκρηξη των εισαγγελικών διατάξεων άρσεων απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» (από 1.124 διατάξεις το 2008 στις 11.113 το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΔΑΕ).
δ. Η εισαγγελική διάταξη άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας παραμένει ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΧΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ. Και τούτο γιατί στο άρθρο 8 παρ. 8 του σχεδίου νόμου που ορίζει για όλες τις άρσεις το ανώτατο χρονικό όριο των δέκα μηνών, προβλέπεται ρητά ότι επιτρέπεται η υπέρβαση του χρονικού ορίου των δέκα μηνων «σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας και εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας».
ε. Η εισαγγελική διάταξη άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας θα είναι εκ του νόμου ΑΠΟΡΡΗΤΗ για ΤΡΙΑ (3) χρόνια, μετά την πάροδο των οποίων και μόνο θα νομιμοποιείται ο θιγόμενος πολίτης να ζητήσει την ενημέρωσή του. Πρόκειται για σαφή χειροτέρευση του προϋπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου (αυτού που κατάργησε η κυβέρνηση, με το άρθρο 87 παρ. 1 του ν. 4790/2021, μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης του Θανάση Κουκάκη), καθώς για πρώτη φορά η εισαγγελική διάταξη χαρακτηρίζεται, εκ του νόμου και άνευ ετέρου, απόρρητη για χρονικό διάστημα τριών ετών. Επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5 του σχεδίου νόμου, εντός έξι μηνών από τη λήξη της εισαγγελικής διάταξης το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων και το σύνολο του πληροφοριακού υλικού που εξάγεται για τις ανάγκες της Υπηρεσίας από το σύστημα επισυνδέσεων σε έγχαρτη μορφή ή αποτυπωμένο σε υλικούς φορείς θα διαγράφεται αυτόματα από το σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι ο θιγόμενος πολίτης δεν θα αποκτήσει ποτέ πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία, καθώς θεμελιώνει το δικαίωμα πληροφόρησης σε χρόνο μετά την καταστροφή του συλλεγέντος υλικού.
στ. Η εισαγγελική διάταξη άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, μετά την πάροδο των τριών ετών, θα γνωστοποιείται στον θιγόμενο πολίτη «υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο [το μέτρο] διατάχθηκε» όχι με απόφαση της ΑΔΑΕ, αλλά με απόφαση τριμελούς συμβουλίου στο οποίο θα πλειοψηφούν ο διοικητής της ΕΥΠ (που παρήγγειλε την άρση) και ο εισαγγελέας της ΕΥΠ (που τη διέταξε). Πρόκειται δηλαδή για υποκλοπή τής εκ του Συντάγματος ελεγκτικής και εγγυητικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, από τα ίδια τα όργανα που παρήγγειλαν και διέταξαν την επισύνδεση. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι «Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, χωρίς καταγραφή της τυχόν μειοψηφίας στην απόφαση και χωρίς τήρηση πρακτικών» πρόκειται για την ολοκλήρωση μιας καθόλα αδιαφανούς διαδικασίας, με την κυβέρνηση να θέτει εκποδών την Ανεξάρτητη Αρχή. Καθίσταται σαφές ότι η ΑΔΑΕ έχει δυσαρεστήσει το Μέγαρο Μαξίμου, εξού και ουδέποτε κλήθηκε να εκφράσει τη γνώμη της πριν τη δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου.
Μετά από αυτά, παρέλκει να επισημάνουμε τον εξαιρετικά ευρύ ορισμό της εθνικής ασφάλειας που περιέχεται στο σχέδιο νόμου και που εντάσσει στην έννοια αυτή τα πάντα, από την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και το νόμισμα μέχρι τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος. Πραγματικά τι νόημα έχει να αναφερθούμε στον σκανδαλώδη αυτόν ορισμό; Αφού σε κάθε περίπτωση, η διάταξη άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας θα είναι αναιτιολόγητη! Με δεδομένο ότι δεν θα έχουμε καμία υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον νομοθετικό ορισμό και η αιτιολογία θα βρίσκεται μόνον στο μυαλό του εισαγγελέα – ή ακόμα καλύτερα στα ενδόμυχα της ψυχής του – γιατί να διαμαρτυρηθούμε για τον ορισμό-λάστιχο; Παρομοίως δεν μπορούμε να κρίνουμε ως «μέτρο σε θετική κατευθυνση» το προνόμιο που νομοθετούν για το απόρρητο των επικοινωνιών τους οι πατρίκιοι του πολιτικού συστήματος (σε αντίθεση με τα δικαιώματα ημών των πληβείων) με τον προέλεγχο από τον Πρόεδρο της Βουλής του αιτήματος παρακολούθησης πολιτικών προσώπων (Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέλη υπουργικού συμβουλίου, βουλευτές/ευρωβουλευτές, αρχηγούς κοινοβουλευτικών κομμάτων, δημάρχους και περιφερειάρχες). Το αίτημα για τα πολιτικά πρόσωπα, λέει το σχέδιο νόμου, οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα (!) στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Πρόκειται, δηλαδή, για εξ αντανακλάσεως ρητή παραδοχή ότι για εμάς τους πολίτες (τους πληβείους δηλαδή) οι άρσεις απορρήτου μπορούν να αποφασίζονται και χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία και η διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας μπορεί να μην είναι άμεση ή εξαιρετικά πιθανή…
Σε κάθε περίπτωση, μας καθησυχάζει το γεγονός ότι η κυβέρνηση, με το άρθρο 13 του σχεδίου νόμου, θα μπορεί πλέον να προμηθευτεί νόμιμα τα κατασκοπευτικά λογισμικά τα οποία, κατά τα λοιπά, «πρώτη στην Ευρώπη θα απαγόρευε», όπως διατυμπάνιζαν οι υπουργοί της… Εξ αυτού και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι σκοπός του σχεδίου νόμου είναι η νομιμοποίηση των πρακτικών παρακολούθησης που αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, με θύματα από ο,τι φαίνεται ακόμα και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, σε συνδυασμό με την οριστική συγκάλυψη των όσων ήδη παρανόμως έλαβαν χώρα.
Κάθε νομοθετική παρέμβαση, της παρούσας ή οποιασδήποτε μελλοντικής κυβέρνησης, θα κριθεί πρώτα και κύρια από τη νομοθέτηση των εξής, απολύτως στοιχειωδών κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ και διόλου ριζοσπαστικών, εγγυήσεων: καμία κρατική παρακολούθηση δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα χωρίς αιτιολογία, επώνυμο, επικύρωση από δικαστικό συμβούλιο και γνωστοποίηση στον θιγόμενο πολίτη μετά τη λήξη της, με μόνη προϋπόθεση να μη σχηματίστηκε σε βάρος του δικογραφία (αφού αν σχηματίστηκε, ο θιγόμενος θα λάβει γνώση του συλλεγέντος υλικού διά της νόμιμης οδού).
Αυτόν τον στοιχειώδη πήχυ το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης αδυνατεί να υπερβεί.
Τελειώνοντας: σκεφτείτε έναν πολίτη που το κράτος υποκλέπτει τις ιδιωτικές του στιγμές. Που το κινητό του τηλέφωνο (κλήσεις, sms, στίγμα, τα πάντα) παρακολουθείται ή ακόμα χειρότερα μετατρέπεται σε καταγραφέα ήχου και εικόνας, την ώρα που φιλάει για καληνύχτα το παιδί του ή πέφτοντας για ύπνο αγκαλιάζει τον άνθρωπό του. Σκεφτείτε αυτόν τον πολίτη να ζητάει να μάθει γιατί τον παρακολούθησαν και να του απαντούν: Ότι δεν υπάρχει αιτιολογία. Ότι όλα έγιναν για την «ασφάλεια του έθνους». Ότι η παρακολούθησή του συνεχιζόταν για χρόνια. Ότι δεν μπορεί να ενημερωθεί, γιατί αυτοί που αποφάσισαν την παρακολούθηση είναι οι ίδιοι που κρίνουν το αν θα ενημερωθεί ή όχι. Ότι είναι αργά πια, γιατί ό,τι προέκυψε από την παρακολούθηση καταστράφηκε. Και πρέπει να πάψει να ασχολείται γιατί δεν θα βγάλει άκρη, γιατί δεν αξίζει τον κόπο, γιατί είναι μικρός κι αδύναμος και κάνει κρύο έξω, εκεί που γυρεύει το δίκιο του.
Πώς να μην κλείσουμε με τη Δίκη του Φραντς Κάφκα;
“Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ’ αυτόν τον θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ’ όλο που σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω απ’ όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ’ αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να ‘ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός τού δίνει ένα σκαμνί και τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του, ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις πως παράλειψες τίποτα». Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο. Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και ν’ αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο, αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε, κάνει ως σήμερα στο θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν’ ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί. Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος…». «Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας άλλος εκτός από μένα να μπει;». Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας άλλος δεν μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω».” (Φραντς Κάφκα, Η δίκη, Εκδόσεις Θεμέλιο, 2001, μετάφραση: Τέα Ανεμογιάννη).
* Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι δικηγόρος και σύμβουλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ με την «Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή».