...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Από το σκληρό μεροκάματο, στην προσφυγιά και από εκεί στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, ο Γιάγκος Μαυρογεώργης θυμάται και μας διηγείται.
Πρόκειται για προδημοσίευση υλικού που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» (εκδόσεις Νότιος Άνεμος, συγγραφέας Νάσος Μπράτσος, 220 σελίδες, ISBN 978-960-9511-56-8) που θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017 στις 6.30μμ στην ΕΣΗΕΑ.
-Πού σας βρήκε η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου;
-Μπήκα από μικρός στη βιοπάλη και ο πόλεμος με βρήκε στο Μενίδι Άρτας που δούλευα στα κάρβουνα (οι Ικαριώτες ήταν ξακουστοί καρβουνοποιοί και συχνά έφευγαν για να δουλέψουν αλλού). Γύρισα στην Ικαρία το Δεκέμβρη του 1941 και έφυγα για τη Μέση Ανατολή το Μάρτη του 1942, με βενζινάκατο, εγώ και καμιά δεκαριά άλλοι (τα αδέρφια μου Χρήστος και Αποστόλης, ο Αχιλλέας ο Πορρής, η Ελένη Κουτούφαρη και τα παιδιά της, κλπ). Η βάρκα ήταν κρυμμένη και έμεινε στην Τουρκία και ο βαρκάρης. Φύγαμε από τα βράχια μεταξύ των χωριών Κάμπος και Αυλάκι της Ικαρίας.
-Ποιές ήταν οι πρώτες στιγμές σας στην Τουρκία;
-Όταν φτάσαμε στις ακτές της Τουρκίας, βρήκαμε εκεί και άλλους Καριώτες και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε περπατητοί, υπό το φόβο αν μέναμε στις βάρκες, να μας γυρίσουν πίσω οι Τούρκοι. Ήταν τέτοια η εξάντλησή μας μετά από μία ημέρα περπάτημα, που ο Πορρής κάποια στιγμή μας είπε να τον αφήσουμε γιατί δεν μπορούσε να συνεχίσει, όμως για καλή μας τύχη βρήκαμε μια χαρουπιά και φάγαμε και στυλωθήκαμε. Είναι από τις στιγμές που έχουν σημαδέψει τη ζωή μου.
Κάποια στιγμή ακούσαμε ομιλίες και ήταν κάποιοι Τσαμουταλάτοι από το Φραντάτο της Ικαρίας μαζί με έναν Τούρκο στον κολπίσκο Σάφτερι. Εκεί μας πήραν οι Τούρκοι στρατιώτες και έκαναν τραχανά σε ένα καζάνι και φάγαμε και καρδαμώσαμε, αλλά δεν είχαμε κουταλοπήρουνα και φάγαμε με τα χέρια που καήκανε. Μας πήγαν στο δρόμο για να μας πάρει λεωφορείο και να μας πάει στον Τσεσμέ και βγήκαν χωρικοί από ένα χωριό να μας δούνε. Εκεί τους μίλησε ένας Τούρκος αξιωματικός και αυτοί μας έφεραν να φάμε ό,τι είχε ο καθένας. Είχαμε και δύο μικρά παιδιά της Κουτούφαρη μαζί.
-Όταν πήγατε στον Τσεσμέ, τί συνέβη;
-Στον Τσεσμέ μας πήγαν σε μία αποθήκη και μας έδωσαν βραστές πατάτες για να φάμε, ενώ ρώτησαν ποιοι δεν είχαμε οικογένεια και όσοι είπαμε εμείς, μας έβαλαν σε ένα καΐκι φορτωμένο με Χιώτες και φύγαμε για την Κύπρο, σχεδόν αμέσως. Αυτό το έκαναν γιατί ήθελαν νέους άντρες για το στρατό και οι Χιώτες ήταν γυναικόπαιδα στο καΐκι. Ταξιδέψαμε τέσσερις μέρες κάτω από τραγικές συνθήκες, το πλήρωμα ήταν Τούρκοι και όταν περνάγαμε κοντά από τα Δωδεκάνησα μας είχαν σκεπασμένους με μουσαμά. Πράγματι ήρθε δίπλα ένα ιταλικό σκάφος ρώτησε για το φορτίο, δεν ξέρω τι του είπαν, αλλά έφυγε χωρίς να κάνει νηοψία.
-Τελικά φτάσατε στην Κύπρο;
-Στην Κύπρο μας έβαλαν σε ένα μοναστήρι μας πήγαν τα ρούχα στον κλίβανο, μας έδωσαν να φορέσουμε ό,τι είχαν σε άλλον έδωσαν κουβέρτα, σε έμενα έτυχε κελεμπία. Πήγαμε να κάνουμε μπάνιο με κρύο νερό Μάρτη μήνα. Τελικά μας πήγαν στα μεταλλεία της Σκουριώτισσας και μείναμε λίγες μέρες εκεί. Εκεί είχε φαγητό σε μερίδες, αλλά εμείς νέοι μαζεύαμε και ό,τι περίσσευε από άλλους και το τρώγαμε και αυτό. Γενικά οι Κύπριοι μας φέρθηκαν πολύ καλά.
Στην Κύπρο μας ντύσανε φαντάρους και μας πήγαν για εκπαίδευση στην Παλαιστίνη, ταξιδεύοντας για τη Χάιφα, γνώρισα και το Φίλιππο το Μαυρογεώργη. Στα στρατό μας μετακινούσαν από εδώ και από εκεί, ενώ οι Γερμανοί είχαν φύγει από την Αφρική.
Είχαμε φτιάξει την Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση με έντονη δράση και ζητούσαμε να πάμε στο μέτωπο να πολεμήσουμε. Κάναμε και διαδήλωση στο Τελ Αβιβ, εμείς με τα στρατιωτικά και μαζί μας αριστεροί Εβραίοι με πολιτικά ζητώντας να ανοίξει το δυτικό μέτωπο, δηλαδή στην Ευρώπη, γιατί τότε σε εξέλιξη ήταν μόνο το ανατολικό στην τότε ΕΣΣΔ.
-Μιλήστε μας για την ΑΣΟ.
-Ήμασταν ένας στρατός πολιτικοποιημένος. Οι αντίπαλοί μας για να τσακίσουν την ΑΣΟ επιχείρησαν να κλείσουν στελέχη της σε αγγλικές φυλακές, όπου γίνονταν καψόνια, ξυλοδαρμοί, μαρτύρια. Έγινε διαμαρτυρία στο λόχο μου και υποσχέθηκαν ότι θα τις καταργήσουν αυτές τις φυλακές. Ήρθαν όμως και πήραν το Σωκράτη Καρναβά (Ικαριώτης) και τον Πυγμαλίωνα Παπαστεργίου με ένα τζιπ.
Στο δρόμο τους είπαν ότι τους πάνε στις φυλακές, τότε αυτοί πήδηξαν από το τζιπ και άρχισαν να τρέχουν για να επιστρέψουν σε μας.
Τον Πυγμαλίωνα μόλις είχε φτάσει σε μας τον πέτυχαν με μία ριπή και βγήκαν έξω τα έντερά του και πέθανε, ήταν φίλος μου, έγινε μπροστά μου και με σόκαρε. Ο Καρναβάς γλίτωσε.
Ειδοποιήσαμε τον υπόλοιπο στρατό που ήταν σε γυμνάσια και γύρισαν με τα όπλα εξαγριωμένοι, παραλίγο να εκτελέσουν αξιωματικούς, αλλά τους συγκράτησαν οι πιο ψύχραιμοι της ΑΣΟ.
-Η συνέχεια ποιά ήταν;
-Ήρθε για να παίξει πυροσβεστικό ρόλο ο υπουργός Καραπαναγιώτης και μας παραπλάνησε. Μας μετακίνησαν και είχα πάνω μου έντυπα της ΑΣΟ τα οποία φρόντισα και ξεφορτώθηκα. Μας πήγαν σε στρατόπεδο κυκλωμένο από τάνκς και μας διέταξαν να αφοπλιστούμε. Μετά μας πήγαν σε στρατόπεδο με σκοπούς Έλληνες, είχαμε ένα σκοπό το Στέλιο τον Κουτούφαρη από την Ικαρία και μας έλεγε «βρε θα αφήσω τη σκοπιά να έρθω μαζί σας» και του λέγαμε «κάτσε καλά».
Μετά επιχείρησαν να φτιάξουν από εμάς τους «στασιαστές» μονάδα, αλλά να μην την πάνε με τον υπόλοιπο στρατό και τους μεταδώσουμε το «μικρόβιο». Ήρθε ο Τσιγάντες και από εμάς έφτιαξε το 8ο τάγμα στην αρχή με 500 και μετά πήγαμε και οι 15 που είχαμε μείνει πίσω σαν πιο «επικίνδυνοι». Αποστολή μας ήταν να φυλάμε Γερμανούς και Ιταλούς αιχμαλώτους στη Βεγγάζη και γενικά ήμασταν μία πολύ πειθαρχημένη και εκπαιδευμένη μονάδα και παίρναμε συγχαρητήρια από αξιωματικούς Εγγλέζους και Έλληνες.
-Πότε και πώς γυρίσατε;
-Γυρίσαμε το 1945 με το υπερωκεάνειο Πριγκίπισσα Αικατερίνη, που από την Αλεξάνδρεια πήγε πρώτα στην Κρήτη να αφήσουμε τους Κρητικούς. Εκεί είδα Γερμανούς με όπλα που αν και είχε λήξει ο πόλεμος υπήρχε συμφωνία με το Μητσοτάκη από ό,τι είχα μάθει για να τα κρατάνε υπό το φόβο επιθέσεων των ανταρτών και μέχρι να φτάσουν στην Ευρώπη, όπου θα τα παρέδιδαν. Εμείς συνεχίσαμε για Πειραιά όπου αφήσαμε όσους ήταν από την Αττική, μετά Θεσσαλονίκη όπου αφήσαμε τους Βορειοελλαδίες, Χίο όπου βγήκαν οι Χιώτες και οι Ικαριώτες.
Εκεί ήταν ένα καριώτικο καΐκι φορτωμένο με τρόφιμα που έστελνε η ΟΥΝΡΑ στην Ικαρία και μπήκαμε κι εμείς και από το βάρος το νερό έφτανε κοντά στην κουπαστή. Φτάσαμε στον Άγιο Κήρυκο όπου μπήκαμε σε άλλο καΐκι του Γιώργου του Δουρή και φτάσαμε στον Εύδηλο. Από εκεί μόλις έφτασα στη στροφή του Ανεφάντη και είδα το χωριό μου τον Κάμπο, καταπράσινο, είπα ότι δεν υπάρχει πιο ωραίο μέρος στον κόσμο.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Διαβάστε στο www.ert.gr:
17/12: Αιτία φυγής και οι διώξεις – Η ιστορία του Δημήτρη Κοροντζή
18/12: Νικόλαος Φράγκος: H φυγή στη Μ. Ανατολή το 1942 και η στράτευσή του
19/12: Αριστοτέλης Ελευθερόγλου: Πρόσφυγας από τη Σάμο στην Αβησσυνία
Από το σκληρό μεροκάματο, στην προσφυγιά και από εκεί στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, ο Γιάγκος Μαυρογεώργης θυμάται και μας διηγείται.
Πρόκειται για προδημοσίευση υλικού που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» (εκδόσεις Νότιος Άνεμος, συγγραφέας Νάσος Μπράτσος, 220 σελίδες, ISBN 978-960-9511-56-8) που θα παρουσιαστεί την Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017 στις 6.30μμ στην ΕΣΗΕΑ.
-Πού σας βρήκε η κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου;
-Μπήκα από μικρός στη βιοπάλη και ο πόλεμος με βρήκε στο Μενίδι Άρτας που δούλευα στα κάρβουνα (οι Ικαριώτες ήταν ξακουστοί καρβουνοποιοί και συχνά έφευγαν για να δουλέψουν αλλού). Γύρισα στην Ικαρία το Δεκέμβρη του 1941 και έφυγα για τη Μέση Ανατολή το Μάρτη του 1942, με βενζινάκατο, εγώ και καμιά δεκαριά άλλοι (τα αδέρφια μου Χρήστος και Αποστόλης, ο Αχιλλέας ο Πορρής, η Ελένη Κουτούφαρη και τα παιδιά της, κλπ). Η βάρκα ήταν κρυμμένη και έμεινε στην Τουρκία και ο βαρκάρης. Φύγαμε από τα βράχια μεταξύ των χωριών Κάμπος και Αυλάκι της Ικαρίας.
-Ποιές ήταν οι πρώτες στιγμές σας στην Τουρκία;
-Όταν φτάσαμε στις ακτές της Τουρκίας, βρήκαμε εκεί και άλλους Καριώτες και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε περπατητοί, υπό το φόβο αν μέναμε στις βάρκες, να μας γυρίσουν πίσω οι Τούρκοι. Ήταν τέτοια η εξάντλησή μας μετά από μία ημέρα περπάτημα, που ο Πορρής κάποια στιγμή μας είπε να τον αφήσουμε γιατί δεν μπορούσε να συνεχίσει, όμως για καλή μας τύχη βρήκαμε μια χαρουπιά και φάγαμε και στυλωθήκαμε. Είναι από τις στιγμές που έχουν σημαδέψει τη ζωή μου.
Κάποια στιγμή ακούσαμε ομιλίες και ήταν κάποιοι Τσαμουταλάτοι από το Φραντάτο της Ικαρίας μαζί με έναν Τούρκο στον κολπίσκο Σάφτερι. Εκεί μας πήραν οι Τούρκοι στρατιώτες και έκαναν τραχανά σε ένα καζάνι και φάγαμε και καρδαμώσαμε, αλλά δεν είχαμε κουταλοπήρουνα και φάγαμε με τα χέρια που καήκανε. Μας πήγαν στο δρόμο για να μας πάρει λεωφορείο και να μας πάει στον Τσεσμέ και βγήκαν χωρικοί από ένα χωριό να μας δούνε. Εκεί τους μίλησε ένας Τούρκος αξιωματικός και αυτοί μας έφεραν να φάμε ό,τι είχε ο καθένας. Είχαμε και δύο μικρά παιδιά της Κουτούφαρη μαζί.
-Όταν πήγατε στον Τσεσμέ, τί συνέβη;
-Στον Τσεσμέ μας πήγαν σε μία αποθήκη και μας έδωσαν βραστές πατάτες για να φάμε, ενώ ρώτησαν ποιοι δεν είχαμε οικογένεια και όσοι είπαμε εμείς, μας έβαλαν σε ένα καΐκι φορτωμένο με Χιώτες και φύγαμε για την Κύπρο, σχεδόν αμέσως. Αυτό το έκαναν γιατί ήθελαν νέους άντρες για το στρατό και οι Χιώτες ήταν γυναικόπαιδα στο καΐκι. Ταξιδέψαμε τέσσερις μέρες κάτω από τραγικές συνθήκες, το πλήρωμα ήταν Τούρκοι και όταν περνάγαμε κοντά από τα Δωδεκάνησα μας είχαν σκεπασμένους με μουσαμά. Πράγματι ήρθε δίπλα ένα ιταλικό σκάφος ρώτησε για το φορτίο, δεν ξέρω τι του είπαν, αλλά έφυγε χωρίς να κάνει νηοψία.
-Τελικά φτάσατε στην Κύπρο;
-Στην Κύπρο μας έβαλαν σε ένα μοναστήρι μας πήγαν τα ρούχα στον κλίβανο, μας έδωσαν να φορέσουμε ό,τι είχαν σε άλλον έδωσαν κουβέρτα, σε έμενα έτυχε κελεμπία. Πήγαμε να κάνουμε μπάνιο με κρύο νερό Μάρτη μήνα. Τελικά μας πήγαν στα μεταλλεία της Σκουριώτισσας και μείναμε λίγες μέρες εκεί. Εκεί είχε φαγητό σε μερίδες, αλλά εμείς νέοι μαζεύαμε και ό,τι περίσσευε από άλλους και το τρώγαμε και αυτό. Γενικά οι Κύπριοι μας φέρθηκαν πολύ καλά.
Στην Κύπρο μας ντύσανε φαντάρους και μας πήγαν για εκπαίδευση στην Παλαιστίνη, ταξιδεύοντας για τη Χάιφα, γνώρισα και το Φίλιππο το Μαυρογεώργη. Στα στρατό μας μετακινούσαν από εδώ και από εκεί, ενώ οι Γερμανοί είχαν φύγει από την Αφρική.
Είχαμε φτιάξει την Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση με έντονη δράση και ζητούσαμε να πάμε στο μέτωπο να πολεμήσουμε. Κάναμε και διαδήλωση στο Τελ Αβιβ, εμείς με τα στρατιωτικά και μαζί μας αριστεροί Εβραίοι με πολιτικά ζητώντας να ανοίξει το δυτικό μέτωπο, δηλαδή στην Ευρώπη, γιατί τότε σε εξέλιξη ήταν μόνο το ανατολικό στην τότε ΕΣΣΔ.
-Μιλήστε μας για την ΑΣΟ.
-Ήμασταν ένας στρατός πολιτικοποιημένος. Οι αντίπαλοί μας για να τσακίσουν την ΑΣΟ επιχείρησαν να κλείσουν στελέχη της σε αγγλικές φυλακές, όπου γίνονταν καψόνια, ξυλοδαρμοί, μαρτύρια. Έγινε διαμαρτυρία στο λόχο μου και υποσχέθηκαν ότι θα τις καταργήσουν αυτές τις φυλακές. Ήρθαν όμως και πήραν το Σωκράτη Καρναβά (Ικαριώτης) και τον Πυγμαλίωνα Παπαστεργίου με ένα τζιπ.
Στο δρόμο τους είπαν ότι τους πάνε στις φυλακές, τότε αυτοί πήδηξαν από το τζιπ και άρχισαν να τρέχουν για να επιστρέψουν σε μας.
Τον Πυγμαλίωνα μόλις είχε φτάσει σε μας τον πέτυχαν με μία ριπή και βγήκαν έξω τα έντερά του και πέθανε, ήταν φίλος μου, έγινε μπροστά μου και με σόκαρε. Ο Καρναβάς γλίτωσε.
Ειδοποιήσαμε τον υπόλοιπο στρατό που ήταν σε γυμνάσια και γύρισαν με τα όπλα εξαγριωμένοι, παραλίγο να εκτελέσουν αξιωματικούς, αλλά τους συγκράτησαν οι πιο ψύχραιμοι της ΑΣΟ.
-Η συνέχεια ποιά ήταν;
-Ήρθε για να παίξει πυροσβεστικό ρόλο ο υπουργός Καραπαναγιώτης και μας παραπλάνησε. Μας μετακίνησαν και είχα πάνω μου έντυπα της ΑΣΟ τα οποία φρόντισα και ξεφορτώθηκα. Μας πήγαν σε στρατόπεδο κυκλωμένο από τάνκς και μας διέταξαν να αφοπλιστούμε. Μετά μας πήγαν σε στρατόπεδο με σκοπούς Έλληνες, είχαμε ένα σκοπό το Στέλιο τον Κουτούφαρη από την Ικαρία και μας έλεγε «βρε θα αφήσω τη σκοπιά να έρθω μαζί σας» και του λέγαμε «κάτσε καλά».
Μετά επιχείρησαν να φτιάξουν από εμάς τους «στασιαστές» μονάδα, αλλά να μην την πάνε με τον υπόλοιπο στρατό και τους μεταδώσουμε το «μικρόβιο». Ήρθε ο Τσιγάντες και από εμάς έφτιαξε το 8ο τάγμα στην αρχή με 500 και μετά πήγαμε και οι 15 που είχαμε μείνει πίσω σαν πιο «επικίνδυνοι». Αποστολή μας ήταν να φυλάμε Γερμανούς και Ιταλούς αιχμαλώτους στη Βεγγάζη και γενικά ήμασταν μία πολύ πειθαρχημένη και εκπαιδευμένη μονάδα και παίρναμε συγχαρητήρια από αξιωματικούς Εγγλέζους και Έλληνες.
-Πότε και πώς γυρίσατε;
-Γυρίσαμε το 1945 με το υπερωκεάνειο Πριγκίπισσα Αικατερίνη, που από την Αλεξάνδρεια πήγε πρώτα στην Κρήτη να αφήσουμε τους Κρητικούς. Εκεί είδα Γερμανούς με όπλα που αν και είχε λήξει ο πόλεμος υπήρχε συμφωνία με το Μητσοτάκη από ό,τι είχα μάθει για να τα κρατάνε υπό το φόβο επιθέσεων των ανταρτών και μέχρι να φτάσουν στην Ευρώπη, όπου θα τα παρέδιδαν. Εμείς συνεχίσαμε για Πειραιά όπου αφήσαμε όσους ήταν από την Αττική, μετά Θεσσαλονίκη όπου αφήσαμε τους Βορειοελλαδίες, Χίο όπου βγήκαν οι Χιώτες και οι Ικαριώτες.
Εκεί ήταν ένα καριώτικο καΐκι φορτωμένο με τρόφιμα που έστελνε η ΟΥΝΡΑ στην Ικαρία και μπήκαμε κι εμείς και από το βάρος το νερό έφτανε κοντά στην κουπαστή. Φτάσαμε στον Άγιο Κήρυκο όπου μπήκαμε σε άλλο καΐκι του Γιώργου του Δουρή και φτάσαμε στον Εύδηλο. Από εκεί μόλις έφτασα στη στροφή του Ανεφάντη και είδα το χωριό μου τον Κάμπο, καταπράσινο, είπα ότι δεν υπάρχει πιο ωραίο μέρος στον κόσμο.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Διαβάστε στο www.ert.gr:
17/12: Αιτία φυγής και οι διώξεις – Η ιστορία του Δημήτρη Κοροντζή
18/12: Νικόλαος Φράγκος: H φυγή στη Μ. Ανατολή το 1942 και η στράτευσή του
19/12: Αριστοτέλης Ελευθερόγλου: Πρόσφυγας από τη Σάμο στην Αβησσυνία