Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Δήμητρα Λοΐζου–Βουλγαράκη: Τα παλιά μεταλλεία της ΜΥΚΟΜΠΑΡ να γίνουν μουσείο του εαυτού τους


 

Σημαντικό ρόλο στη διάσωση της ιστορίας των μεταλλείων της Μυκόνου (ΜΥΚΟΜΠΑΡ) έχει παίξει με το ερευνητικό της έργο η Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη, με πολύχρονη έρευνα και δραστηριότητες σε συνεργασία τόσο με τον Δήμο Μυκόνου όσο και με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Κόρη εργαζομένου στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, έζησε από κοντά –από τα παιδικά της χρόνια– τη λειτουργία και τις επιπτώσεις στην τοπική κοινωνία που είχε η μεταλλευτική δραστηριότητα στο νησί των ανέμων – που στις μέρες μας οι περισσότεροι το γνωρίζουν μόνο λόγω τουρισμού, αγνοώντας ότι κάποτε από τα σπλάχνα του έβγαινε, με βαρύ τίμημα, ο πολύτιμος για την πετρελαϊκή βιομηχανία βαρύτης.

Η μεταλλευτική δραστηριότητα προϋπήρχε, όχι όμως συνδεδεμένη με την πετρελαϊκή βιομηχανία, καθώς, αρχικά, το 1898, ο Κερκυραίος Σπυρίδων Δεσπόζιτος και ο Ιταλός Λουδοβίκος Δεπιάν, μεταλλειολόγοι κι οι δυο, ίδρυσαν μεταλλευτική εταιρεία στη Μύκονο για εκμετάλλευση αργυρούχου μολύβδου (γαλένας), χαλκού και σιδήρου. Η εκμετάλλευση άρχισε από το 1901 με 150 εργάτες. Το 1908 έγινε εκμίσθωση των μεταλλοφόρων εκτάσεων στον Φερδινάνδο Σερπιέρη, αντιπρόσωπο της Γαλλικής Εταιρείας των μεταλλείων του Λαυρίου, για εξόρυξη αργυρούχου μολύβδου με 40 εργάτες· η δραστηριότητα αυτή κράτησε έως το 1915.

Για την ιστορία, η MAGCOBAR με έδρα το Houston του Texas –μέλος του αμερικανικού κολοσσού DRESSER με ευρύτατο πεδίο βιομηχανικών δραστηριοτήτων μεταξύ των οποίων οι γεωτρήσεις πετρελαίου και τα σχετικά με αυτές υλικά– το 1954 εκμίσθωσε το ιδιόκτητο μεταλλείο της Μυκόνου για 30 χρόνια, και, στη συνέχεια, ανέθεσε την εκμετάλλευση στη Μεταλλευτική Εταιρεία ΜΥΚΟΜΠΑΡ Α.Ε. με έδρα την Αθήνα.


Μιλήσαμε μαζί της για τα μεταλλεία της Μυκόνου και μας είπε τα ακόλουθα:

-Ο πατέρας μου Παναγιώτης Λοΐζος γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά από Μυκονιάτες  γονείς, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει εκεί στις αρχές του 20ού αιώνα λόγω της ένδειας που μάστιζε το άγονο νησί. Εκείνος πρωτοεπισκέφτηκε τη Μύκονο το 1948 και τη λάτρεψε. Αυτή του η αγάπη τον οδήγησε αρχικά στην απόφαση να παντρευτεί Μυκονιάτισσα (1950) και λίγο αργότερα (1955) να «αρπάξει» την ευκαιρία να δουλέψει ως οδηγός στο πρώτο τζιπ που έφεραν οι Αμερικάνοι –όταν δεν υπήρχαν καλά καλά δρόμοι στο νησί– και να εγκατασταθεί με την οικογένειά του στον τόπο καταγωγής του. Στη συνέχεια, εκπαιδεύτηκε στα μηχανήματα οδοποιίας της ΜΥΚΟΜΠΑΡ και, παράλληλα με τις υποχρεώσεις του στην εταιρεία, μπορώ να περηφανευτώ ότι, στην 30ετία που ακολούθησε, διανοίχτηκε από τα χέρια του το μεγαλύτερο μέρος του οδικού δικτύου του νησιού.

-Τι σήμανε τότε για τη Μύκονο η ΜΥΚΟΜΠΑΡ;

-Το «μάννα εξ ουρανού»… κυριολεκτικά. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι εκείνα τα χρόνια, μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά, σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, η εξεύρεση εργασίας δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Έδωσε λοιπόν τη δυνατότητα να βρουν δουλειά οι ντόπιοι αγρότες που υπέφεραν από την ανέχεια, αλλά και εξειδικευμένοι σε παραπλήσιες δραστηριότητες εργάτες από άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως τα ορυχεία της Χαλκιδικής, της Εύβοιας και αλλού. Στην πορεία, το αμερικάνικο μεταλλείο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ έγινε πόλος έλξης για πάρα πολύ κόσμο από όλα τα μέρη της Ελλάδας, καθώς διέθετε τον πλέον σύγχρονο εξοπλισμό και πολύ καλές αμοιβές, συν πριμ παραγωγικότητας, σε σχέση με τα άλλα μεταλλεία της Ελλάδας. Τα πρώτα χρόνια το ορυκτό ταξίδευε χύδην με πλοία τύπου LIBERTY στη Νέα Ορλεάνη για επεξεργασία και διανομή. Το 1961 η εταιρεία δημιούργησε στο νησί εργοστάσιο επεξεργασίας του ντόπιου βαρύτη, αλλά και του μπεντονίτη που έφερναν από τα εκμισθωμένα ορυχεία της Μήλου, ούτως ώστε το τελικό προϊόν, ενσακισμένο, να φορτώνεται σε πλοία και να διανέμεται απευθείας. Στην ακμή του μεταλλείου –τέλος δεκ. ’50 με μέσα δεκ. ’60– το δυναμικό έφτανε στους 300-350 εργαζόμενους. Μιλώντας με αρκετούς από τους πρωτεργάτες αυτής της περιπέτειας, ένιωσα έντονα την υπερηφάνειά τους, καθώς, σε πρωτόγονες σχεδόν συνθήκες και αποκομμένοι από την πρωτεύουσα, πολύ συχνά αναγκάζονταν να επιστρατεύσουν την εφευρετικότητά τους για να δώσουν λύσεις σε σοβαρά τεχνικά προβλήματα.



-Ποιες ήταν οι συνθήκες δουλειές; Υπήρχε φόβος και αγωνία γι' αυτές;

Οι συνθήκες ήταν σκληρές. Το κυνήγι της παραγωγής ανελέητο. Όμως δεν υπολόγιζαν τίποτα μπροστά στο γεγονός ότι είχαν βρει σταθερό μηνιάτικο, ικανό, όχι μόνο να τους εξασφαλίσει τα προς το ζην, αλλά και να τους δίνει «πρόσωπο» στους ντόπιους εμπόρους, που τους διευκόλυναν πια με «κλειστά μάτια». Δούλευαν με φιλότιμο, χωρίς βαρυγκώμια, ακόμη και 3-4 συνεχόμενα οκτάωρα. Στις μαρτυρίες τους, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, πολλοί ήταν εκείνοι που εκφράσανε ευγνωμοσύνη προς την εταιρεία που τους είχε αλλάξει τη ζωή.

-Άλλαξε αυτό όταν έγιναν τα πρώτα θανατηφόρα εργατικά δυστυχήματα;

-Το πρώτο θανατηφόρο ενός εργαζόμενου που είχε έρθει από άλλη περιοχή έγινε το 1958. Το πέρασμα του θανάτου επηρέασε όχι μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τη διεύθυνση, σύμφωνα με τις μαρτυρίες. Πολύ περισσότερο όταν το 1961 χάθηκαν δύο νεαροί Μυκονιάτες. Το νησί συγκλονίστηκε, ειδικά αφού ο ένας άφησε γυναίκα και τέσσερα παιδιά... Όμως, οι υπόλοιποι δεν είχαν άλλες επιλογές, συνέχισαν τη δουλειά παρά την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες.



-Το 1964 έγινε μία μεγάλη απεργία 18 ημερών. Πώς ξεκίνησε;

-Υπήρχε σωματείο από το 1958, το οποίο λειτουργούσε «για τα μάτια του κόσμου»… Όταν το 1961 έχασε τη ζωή του ένας εργαζόμενος μέσα σε στοά από αέρια έκρηξης, ένας υπογείτης, που είχε έρθει από τη Χαλκιδική και είχε συνδικαλιστικές εμπειρίες σε αντίθεση με τους γηγενείς, κινητοποίησε τους εργάτες να ζητήσουν εκλογές για να αλλάξει το προεδρείο, ώστε το σωματείο να λειτουργεί πια προς το συμφέρον του εργαζόμενου. Μάλιστα, εξελέγη πρόεδρος ο ίδιος, σχεδόν παμψηφεί. Από τότε γινόταν συχνά κινητοποιήσεις. Το 1964, περίοδος απεργιών σε όλη την Ελλάδα, έγινε η μεγάλη απεργία των 18 ημερών, όπου τελικά κερδήθηκαν κάποια πράγματα, όπως γάλα, φόρμες, γαλότσες, αύξηση, βελτίωση στα μέτρα ασφαλείας, κ.λπ. Την παραγωγή τότε στήριξαν κάποιοι εργολάβοι –εξωτερικοί συνεργάτες– και μερικοί απεργοσπάστες, τους οποίους όμως σθεναρά αντιμετώπισαν οι απεργοί. Παραστατικότατη η περιγραφή του Κυριάκου Γρυπάρη: Το ’64 είχαμε μια γερή απεργία. Κι όπως ήτανε αυτοί, οι απεργοσπάστες, κι επηγαίνανε να δουλέψουνε, όπως φεύγεις απ’ τα Πλυντήρια κι ανεβαίνεις μιαν ανηφόρα, εμείς εστέκαμε απάνω σε μια πλατφόρμα. Το λοιπόν, εθέλανε να βγάλουν την πλατφόρμα στην άκρια για να περάσει το λε’φορείο. Φωνάζανε αυτοί από μέσα πως δεν είχαμε το δικαίωμα να κλείσομε το δρόμο… «Εμείς το έχομε! Είμαστε 50 κι είστε 10! Δε’ θα περάσετε!» λέγαμε εμείς. Λέγανε αυτοί: «Θα περάσομε και θα πείτε κι ένα τραγούδι!» Πιάνομε το λε’φορείο από τη μούρη, κι όπως ήτανε το λε’φορείο κι ανέβαινε την ανηφόρα, το γυρίσαμε προς το γκρεμνό: «Εάν δε’ βγείτε από μέσα, να φύγετε με τα πόδια να πάτε σπίτια σας, θα πάτε μαζί με το λε’φορείο κάτω στο ρέμα!» Πράγματις, τις κωλώσαμε…



-Ήταν όνειρο για τα νέα παιδιά να μπουν στην παραγωγή πιάνοντας δουλειά στην ΜΥΚΟΜΠΑΡ που έδινε σίγουρο μεροκάματο;

-Δεν ξέρω αν ήταν όνειρο… Ξέρω ότι τα πρώτα 10-15 χρόνια η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν σίγουρα η πιο σοβαρή διέξοδος επιβίωσης για την πλειονότητα των κατοίκων του νησιού. Ακόμη και ολόκληρες οικογένειες απασχολούνταν· πατέρας, μητέρα, αγόρια και κορίτσια. Προς το τέλος της δεκ. ’60, αρκετά Μυκονιατόπουλα άρχισαν να φεύγουν στην Αθήνα, να σπουδάζουν σε ανάλογα αντικείμενα και να επιστρέφουν στη ΜΥΚΟΜΠΑΡ, εξελισσόμενοι σε σημαντικά στελέχη στον κλάδο τους.



-Το ξαφνικό κλείσιμο δημιούργησε σοκ στην τοπική κοινωνία;

-Ναι, γιατί βρέθηκαν «ξεκρέμαστοι» οι εργαζόμενοι από τη μια μέρα στην άλλη. Βέβαια, το σωματείο έκανε πολύ σοβαρές προσπάθειες. Με μια αντιπροσωπεία εργαζομένων έτρεξαν σε νομάρχη και υπουργούς για να βρουν λύση, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η απάντηση ήταν ότι τα κοιτάσματα είχαν εξαντληθεί και τα μόνα εκμεταλλεύσιμα βρίσκονταν κάτω από τη στάθμη της θάλασσας με ασύμφορη την εξόρυξή τους.

-Ποια είναι η κατάσταση του χώρου σήμερα;

-Έχει ρημάξει. Οι εγκαταστάσεις έχουν πωληθεί σε ιδιώτες που δεν τις έχουν αξιοποιήσει. Έτσι, το επόμενο βήμα, με τις απαιτούμενες ενέργειες του Δήμου Μυκόνου και τη στήριξη του ΕΜΠ, είναι να μεθοδευτεί η λειτουργία του ως μουσείο.

-Υπάρχει άλλος χώρος στο νησί, για παράδειγμα κάποια δημοτική αίθουσα που λειτουργεί σαν μουσείο, με συγκέντρωση ορυκτών, εργαλείων, εγγράφων, κλπ από τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ;

-Όχι, δεν υπάρχει. Ο στόχος είναι ό,τι απέμεινε από τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ να γίνει μουσείο του εαυτού της, αφού υπάρχουν και κάποιες στοές που είναι ακόμη προσβάσιμες και ασφαλείς.

Πηγή φωτο: Δήμητρα Λοΐζου – Βουλγαράκη

Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος