...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...
Θετικό είναι ότι τόσο οι απόγονοι των μεταλλωρύχων όσο και ο Δήμος Μυκόνου σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αναδεικνύουν τη συγκεκριμένη ιστορική διάσταση και για λόγους τιμής της ιστορίας του νησιού, αλλά και με προοπτικές αξιοποίησης του εγκαταλελειμμένου πλέον χώρου των μεταλλείων. Σε σχετικές εκδηλώσεις ο Καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αντιπρόεδρος της ΕΑΔΙΠ-ΕΜΠ Δρ. Δημήτρης Καλιαμπάκος, έχει παρουσιάσει αναλυτικά τις πτυχές αυτής της ιστορίας, τις οποίες επιχειρούμε στη συνέχεια να σας μεταφέρουμε περιληπτικά.
Μεταλλευτική δραστηριότητα στο Αιγαίο υπήρχε από την αρχαιότητα, αλλά η είσοδος στην «εποχή του πετρελαίου», που βασίζεται στην παραγωγή βαρύτη με παράλληλη τη μείωση παραγωγής βαρύτη στις ΗΠΑ, έστρεψε το ενδιαφέρον στη Μύκονο.
Άλλωστε η λειτουργία τομέων της οικονομίας στην αναζήτηση πρώτων υλών το 19ο με την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης και 20ο αιώνα με την ενέργεια να είναι ψηλά στις προτεραιότητες, συνέβαλλε αποφασιστικά στους προσανατολισμούς αυτούς.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν δύο πρόσωπα ο Γεώργιος Σιώτης μεταλλειολόγος μηχανικός (ήταν και στο ΔΣ της εταιρίας που εκμεταλλεύονταν τα Λιγνιτωρυχεία Καλογρέζας) μελέτη της ΟΥΝΡΑ την είχε συνυπογράψει και ο Άνθιμος Γράτσος εφοπλιστής με έδρα τις ΗΠΑ και με πλοία Liberty (είχαν δοθεί από τις ΗΠΑ σαν βοήθεια για την ανασυγκρότηση της χώρας) ξεκίνησε η μεταφορά βαρύτη από Μύκονο στις ΗΠΑ και ευρύτερα σε σημεία δραστηριοποίησης της μητρικής εταιρείας που είχε έδρα τη Νέα Ορλεάνη.
Η αξία του βαρύτη στην πετρελαιοβιομηχανία έγκειται στο ότι είναι πολύ βαθιές οι γεωτρήσεις πετρελαίου, ο βαρύτης μαζί με το νερό συμβάλλει στο να βγαίνουν τα τρίμματα της γεώτρησης από μεγάλο βάθος στην επιφάνεια όταν βγαίνει το πετρέλαιο πετάγεται με δύναμη, βοηθάει στο να το κρατάει τ στη θέση του και λιπαίνει το κοπτικό άκρο του εξορυκτικού μηχανήματος.
Έτσι στις 25 Νοεμβρίου 1955 είχαμε την ίδρυση της ΜΥΚΟΜΠΑΡ που τα συνεργεία της ξεφόρτωσαν στη Μύκονο βαρύ εξοπλισμό, σε εποχή που δεν υπήρχε καν οδικό δίκτυο (μόλις ένα χιλιόμετρο). Στα αξιοσημείωτο ότι απέφυγε την συχνά εμφανιζόμενη κόντρα στις τοπικές κοινωνίες ανάμεσα στην προστασία του περιβάλλοντος και τους κινδύνους ρύπανσης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων.
Αυτό έγινε γιατί η εταιρία είχε μάνατζμεντ με έξυπνα στοιχεία προβάλλοντας τη μεταλλευτική δραστηριότητα στο νησί, περιγράφοντας όλες τις ομορφιές του και τα ιστορικά της στοιχεία, σαν να ήταν τουριστικό φυλλάδιο στην ουσία προτρέποντας έναν αναγνώστη να επισκεφτεί το νησί για τουριστικούς λόγους, έδειξε σεβασμό στις αγωνίες μέρους του τοπικού πληθυσμού.
Έτσι επικοινωνιακά δεν ήρθε σε αντίθεση η βαριά μεταλλευτική δραστηριότητα με όσους είχαν τουριστικές δραστηριότητες και θα είχαν λόγους να φοβούνται υποβάθμιση του περιβάλλοντος από τη ΜΥΚΟΜΠΑΡ.
Πολλά στελέχη της εταιρίας ήταν Έλληνες που ζούσαν και σπούδαζαν στις ΗΠΑ και τους έστειλε η εταιρία στην Ελλάδα. Επίσης έστελνε στελέχη της για το «αγροτικό» τους για να εργαστούν στις συγκεκριμένες συνθήκες. Τεχνολογικά τα μέσα που εξασφάλιζε η ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν τα πλέον σύγχρονα της εποχής.
Πλεονέκτημα επίσης ήταν ότι στο νησί γίνονταν όλα τα στάδια όπως εξόρυξη, μεταφορά, βελτιστοποίηση και εξαγωγή, που σε συνδυασμό με τα άριστα ποιοτικά χαρακτηριστικά του βαρύτη, έκαναν τα μεταλλεία της Μυκόνου «ορατά» και ονομαστά στον παγκόσμιο χάρτη των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων.
Εκείνη την εποχή η ΜΥΚΟΜΠΑΡ είχε φέρει υποδομές στο νησί, που πριν την έλευσή της ήταν αγροτική οικονομία που έκανε τα πρώτα της βήματα στον τουρισμό, πέρασε αντιλήψεις οργάνωσης στην παραγωγή, την πίστη στις δυνατότητες της τεχνολογίας. Βεβαίως ο πλούτος που παρήχθη δεν μοιράστηκε με αναλογικό τρόπο, είναι χαρακτηριστικό ότι με την υποτίμηση οι μισθοί – κόστος ήταν πολύ χαμηλοί μπορούσαν να τριπλασιαστούν αλλά η εταιρεία δεν το έκανε για να μην χαλάσει η πιάτσα.
Πολλοί λιγνιτωρύχοι πήγαν τη Μύκονο προερχόμενοι από άλλες περιοχές που είχαν ανάλογη δραστηριότητα, συνεπώς είχαμε εσωτερική μετανάστευση ενός εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Αρκετοί έμειναν έκαναν οικογένειες και μπόλιασαν και την πολιτιστική παράδοση του νησιού με ό,τι έφερναν από τους τόπους τους. Επίσης είχαν αναπτύξει και άλλες παράπλευρες εργασίες πχ αγροτικές κλπ έτσι υπήρχε στο κλείσιμο της ΜΥΚΟΜΠΑΡ ένα στήριγμα γι αυτούς. Εργάστηκαν και γυναίκες όχι στις στοές αλλά στη χειροδιαλογή.
Προστάτιδα του κλάδου είναι η Αγία Βαρβάρα και οι μεταλλωρύχοι αρνήθηκαν να δουλέψουν στις 4 Δεκεμβρίου στην εορτή της, παρά τις εντολές της εταιρίας (θυμίζουμε έδρα στις ΗΠΑ) που ήθελε τη μέρα εργάσιμη. Τελικά κατάφεραν εκτός από την καθιέρωση της γιορτής και να χτιστεί ο ναός της Αγίας Βαρβάρας μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Εκεί υπάρχει και μνημείο για τους θανόντες μεταλλωρύχους.
Η δουλειά μέσα στις στοές γίνονταν κάτω από σκληρές συνθήκες εργασίας, με αποτέλεσμα στα χρόνια της λειτουργίας της ΜΥΚΟΜΠΑΡ να έχουν σημειωθεί εργατικά ατυχήματα και δυστυχήματα και για κάποια χρόνια η στατιστική έδινε ένα θανατηφόρο το χρόνο
Το 1961 έγινε η πρώτη απεργία διάρκειας 18 ημερών μετά από θανατηφόρο εργατικό ατύχημα. Ζητούσαν επίσης να τους χορηγηθεί γάλα και γαλότσες.
Έτσι γεννήθηκε από τα κάτω το εργατικό σωματείο (προϋπήρχε ένα που δεν είχε καταγράψει απεργιακές κινητοποιήσεις).
Επίσης τη διετία 1964-65 το σωματείο έκανε μεγάλες απεργίες για τα ζητήματα που το απασχολούσαν, ενώ και σε πανελλαδικό επίπεδο είχαμε τον κλάδο των μεταλλωρύχων σε διάφορα σημεία της χώρας να βρίσκεται σε κινητοποιήσεις για παρεμφερή θέματα με αυτά της Μυκόνου.
Επί δικτατορίας, όπως έγινε και αλλού, απομακρύνθηκαν από τη διοίκησή του, όσους το καθεστώς δεν θεωρούσε αρεστούς.
Το 1966 έγινε ατύχημα κατά τη διάρκεια φόρτωσης πλοίου με μετάλλευμα σε πιεστικές συνθήκες εργασίας χωρίς τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων.
Επίσης ναυάγησε πλοίο κατά τη διαδικασία φόρτωσης, με διάσωση που είχε πρωταγωνιστή τον Κώστα Ζουγανέλη, μετέπειτα δήμαρχο του νησιού.
Υπήρξαν και δικαστικές αντιπαραθέσεις με την εταιρία για τέτοια ζητήματα.
Οι μεταλλωρύχοι, όπως και σε άλλες περιπτώσεις ανά την Ελλάδα, μέσα από την κοινότητά τους ασχολήθηκαν και με τον αθλητισμό και έφτιαξαν και ποδοσφαιρική ομάδα.
Αυτό συνέβαινε σε πολλούς εργασιακούς χώρους που συνδύαζαν τη μαζικότητα με τη συγκροτημένη εσωτερική δομή, που συχνά οδηγούσε και στη συγκρότηση αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων.
Η ΜΥΚΟΜΠΑΡ έκλεισε απότομα μέσα σε μία βδομάδα, αλλά έγινε εφικτό με παρέμβαση της επιθεώρησης Μεταλλείων να μείνει ανοιχτό για άλλους έξι μήνες ώστε να ολοκληρωθούν όλες οι διαδικασίες με το κοίτασμα που βρισκόταν σε επεξεργασία και οι εργαζόμενοι να βρουν αλλού δουλειά. Ήταν αντίθετο με το μεταλλευτικό κώδικα να παγώσει η λειτουργία πριν ολοκληρωθεί η εργασία που εξελίσσονταν τη στιγμή λήψης της απόφασης κλεισίματος.
Η εταιρία μετά πήγε στη Μήλο για κάποια χρόνια και τελικά εκεί απορροφήθηκε από άλλη εταιρία.
Στη σημερινή εποχή οι παρατημένες και ρημαγμένες εγκαταστάσεις της ΜΥΚΟΜΠΑΡ θα μπορούσαν να γίνουν μουσείο και να προσελκύει κόσμο για να το επισκεφτεί, καθώς και με παρεμβάσεις να αποφευχθούν «βουλιάγματα» στις περιοχές που έχουν σκαφτεί.
Παραπλήσιες περιπτώσεις που συνέβη αυτό (πχ μεταλλεία Κύθνου, Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου) είναι απτά παραδείγματα αξιοποίησης χώρων τους οποίους εξελίσσονταν μεταλλευτικές δραστηριότητες.
Δ. Καλιαμπάκος: Οριακό σημείο για τη διάσωση των εγκαταστάσεων της ΜΥΚΟΜΠΑΡ
Για το θέμα αυτό ο Καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Αντιπρόεδρος της ΕΑΔΙΠ-ΕΜΠ κ. Δημήτρης Καλιαμπάκος, δήλωσε στο www.ertnews.gr:
«Οι δυο εκδηλώσεις που έγιναν για τα μεταλλεία της Μυκόνου, στη Μύκονο στο Γρυπάρειο Πολιτιστικό Κέντρο και στην Αθήνα στο Μουσείο Μπενάκη έδειξαν ότι η τοπική κοινωνία έχει ισχυρές μνήμες από τη μεταλλευτική δραστηριότητα που σφράγισε τη ζωή του νησιού τα χρόνια 1955-1985. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Σε όλο τον κόσμο οι κοινωνίες των μεταλλωρύχων έχουν ξεχωριστά, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που γεννιούνται στο καμίνι μιας δραστηριότητας που σχεδόν τα πάντα κινούνται σε οριακές συνθήκες. Χαλύβδινη αντοχή και αδάμαστη θέληση, συνυφασμένες με μια ανεξάντλητη όρεξη για γλέντι, έρωτα, ζωή, μαζί με το σουρεαλιστικό χιούμορ συνθέτουν τη φυσιογνωμία των μεταλλειωτών, των μεταλλωρύχων της Μυκόνου.
Μόνο που αυτοί είναι κοντινοί άνθρωποι στους σημερινούς Μυκονιάτες. Αρκετοί ζουν ακόμη και αποτελούν πρόσωπα που σέβεται και τιμά η κοινότητα, πολλοί έφυγαν πρόσφατα και ήταν γονείς, παππούδες και γιαγιάδες. Οι συναισθηματικοί δεσμοί των ντόπιων, όλων των Μυκονιατών και ιδιαίτερα των Χωριανών, με την ιστορία της ΜΥΚΟΜΠΑΡ είναι ζωντανοί. Η άοκνη εργασία της κ. Δήμητρας Λοΐζου-Βουλγαράκη ήρθε στα χέρια των ερευνητών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, προστέθηκαν νέα στοιχεία, και από κοινού ανασυντέθηκε η ιστορία των μεταλλείων της Μυκόνου και των ανθρώπων τους.
Το επόμενο βήμα είναι η ιστορία αυτή να αποκτήσει το "σπίτι" της, το θέατρο όπου θα ζωντανεύει και θα ξαναζωντανεύει στο διηνεκές. Τι καλύτερο για τον σκοπό αυτό από τις ίδιες τις εγκαταστάσεις της ΜΥΚΟΜΠΑΡ;
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα οριακό σημείο. Η προϊούσα φθορά απειλεί σοβαρά τις εγκαταστάσεις. Ο κίνδυνος οριστικής απώλειας αυτών των βιομηχανικών μνημείων που κουβαλούν την ιστορία πυκνών διαδοχικών τεχνολογικών- επιστημονικών επαναστάσεων αλλά πάνω απ’ όλα είναι ποτισμένα με τον ιδρώτα και το αίμα των μεταλλειωτών της Μυκόνου είναι μεγάλος. Ευτυχώς, η τοπική κοινωνία είναι πολύ ευαισθητοποιημένη στο θέμα της διάσωσης και ανάδειξης των εγκαταστάσεων της ΜΥΚΟΜΠΑΡ. Ο Δήμος Μυκόνου, επίσης, το έχει θέσει ως προτεραιότητα.
Η διάσωση και η ανάδειξη των εγκαταστάσεων της ΜΥΚΟΜΠΑΡ δεν είναι μόνο θέμα προστασίας της ιστορίας του νησιού και ανάδειξη της ταυτότητας του. Σε όλο τον κόσμο, η προστασία και αποκατάσταση των παλαιών μεταλλευτικών εγκαταστάσεων αποτελεί παράλληλα αναπτυξιακό βήμα σε μια υγιή κατεύθυνση. Τα "εξωτικά" χαρακτηριστικά της δραστηριότητας, οι απόκοσμες υπόγειες εγκαταστάσεις της, έλκουν σημαντικό αριθμό καλλιεργημένων επισκεπτών που ζητούν "κάτι περισσότερο" από ήλιο και θάλασσα. Και η Μύκονος, όσο κι αν αυτό παραξενεύει πολλούς σήμερα, έχει πολύ περισσότερα να δείξει. Και ανάμεσα σε αυτά τη μεταλλευτική της ταυτότητα, μια άγνωστη αλλά συναρπαστική πλευρά της».
Έρευνα: Νάσος Μπράτσος