Σύλλογος Ειδικευόμενων Ιατρών ΨΝΑ Δαφνί
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Ως ειδικευόμενοι/ες στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής Δαφνί, δουλεύουμε καθημερινά σε ένα χώρο που χαρακτηρίζεται από πλείστες ιδιαιτερότητες και ανάγκες σχετικά με τη λειτουργία του. Μια από τις πιο έντονες αποτυπώσεις αυτού, αφορά στις συχνές περιπτώσεις διακομιδών νοσηλευόμενων ασθενών σε άλλα νοσοκομεία για ιατρικές πράξεις ειδικοτήτων που δεν υποστηρίζονται από το νοσοκομείο μας. Δυσλειτουργίες και ελλείψεις συνδυάζονται ανησυχητικά με τρόπο που καταλήγει να θέτει σε κίνδυνο νοσηλευόμενους/ες και εργαζόμενους/ες.
Η συνθήκη αυτή δεν είναι καινούργια, αλλά ήρθε να επαναληφθεί από πρόσφατα συμβάντα. Συγκεκριμένα, συνάδελφοι μας συμμετείχαν σε διακομιδές οι οποίες κατέληξαν σε οικτρές σκηνές έντασης στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) γενικών νοσοκομείων. Ασθενής που βρισκόταν σε διέγερση και έχρηζε επείγουσας ιατρικής βοήθειας, κατέληξε δυστυχώς να αντιμετωπίζεται με κυνηγητά σε διαδρόμους, άσκηση σωματικής βίας από αστυνομικά όργανα και ένα διάχυτο πνεύμα σύγχυσης καθηκόντων που απειλούσε την ασφάλεια ασθενών και συναδέλφων και παρακώλυε την λειτουργία των ΤΕΠ. Συμπληρωματικά, τη δυσκολία διαχείρισης τέτοιων περιστατικών ενισχύει και η στάση στιγματισμού των ψυχικά ασθενών από μεριάς διάφορων πλευρών του συστήματος περίθαλψης. Δεν πρόκειται λοιπόν για μεμονωμένο περιστατικό, αλλά για ένα ακόμα που προστέθηκε στην λίστα των όσων αντιμετωπίζουμε καθημερινά στο εργασιακό μας πλαίσιο.
Όλα αυτά διαδραματίζονται σε έναν χώρο που αποτελεί την μεγαλύτερη δημόσια δομή ψυχικής υγείας της χώρας, πάνω από τον οποίο, όμως, μοιάζει να υπάρχει ένα πέπλο άγνοιας και αδιαφορίας από πολίτες και υπευθύνους αντίστοιχα. Ειδικότερα, βιώνουμε καθημερινά την τραγική υποστελέχωση προσωπικού που σε συνδυασμό με την υπερπλήρωση των κλινών δημιουργεί τεράστιο φόρτο εργασίας, χαμηλό επίπεδο θεραπευτικής φροντίδας και κακές συνθήκες νοσηλείας (ενδεικτικά αναφέρουμε πως συχνά σε βάρδιες η αναλογία νοσηλευτή - ασθενή είναι ένα προς δεκαπέντε, χωρίς βοήθεια από λοιπό προσωπικό). Επιπλέον, η έλλειψη 24ωρης κάλυψης ειδικοτήτων πρώτης γραμμής και η αδυναμία διενέργειας βασικών εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων εντείνει την επισφάλεια στην ήδη επιβαρυμένη λειτουργία του νοσοκομείου και οδηγεί στην ανάγκη μεταφοράς ασθενών σε άλλα νοσηλευτικά ιδρύματα. Η δε μεταφορά αυτή εγκυμονεί επιπρόσθετους κινδύνους, καθώς το υπάρχον ασθενοφόρο δεν είναι επαρκώς εξοπλισμένο, τόσο υλικοτεχνικά όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Δυστυχώς αν αυτή η κατάσταση φαίνεται αδιέξοδη μέχρι σήμερα, ο πρόσφατα ψηφισμένος νόμος για το ΕΣΥ έρχεται να την χειροτερέψει περαιτέρω. Πρόκειται για έναν νόμο που εμπεδώνει την ιδιωτικοοικονομική λογική και εμπορευματοποίηση στον χώρο της δημόσιας υγείας, σε συμφωνία με μία μόνο ελίτ του ιατρικού κόσμου ενώ την ίδια στιγμή η μεγάλη πλειοψηφία καλείται να εργαστεί με χειρότερους όρους (σε μισθούς και ωράρια). Πλέον, ορθώνονται εμπόδια στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας τις οποίες το κράτος προσφέρει στους πολίτες με όρους διλήμματος - «πληρώνεις ή περιμένεις» - σε βάρος προφανώς και της ποιότητας τους.
Οι παραπάνω αλλαγές θα επηρεάσουν ολόκληρη την κοινωνία, αλλά θα πλήξουν ακόμα πιο έντονα τους ψυχικά ασθενείς, καθώς βρίσκονται συχνά στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο. Θα αναμέναμε για αυτόν τον λόγο μεγαλύτερη ευαισθησία από τους (σε κάθε επίπεδο) αρμοδίους, οι οποίοι σε επανειλημμένες οχλήσεις μας απαντούν είτε με ευχολόγια είτε με ευθεία εφαρμογή της παραπάνω πολιτικής. Δυστυχώς, η στάση αυτή χαρακτηρίζει ένα ευρύ φάσμα υπευθύνων, ξεκινώντας από το εσωτερικό του νοσοκομείου και καταλήγοντας στην Υφυπουργό Ψυχικής Υγείας και την ηγεσία του Υπουργείου. Από την μεριά μας δηλώνουμε ότι θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε από όπου, για όσο και με όποιον τρόπο χρειαστεί, βελτίωση των όρων εργασίας μας, αποκλειστικά δημόσια - δωρεάν υγεία και κοινωνική αξιοπρέπεια.