Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Π. Παπαπολυβίου: Oι Κύπριοι στήριξαν τους Ελλαδίτες πρόσφυγες στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

 


...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...

Από την Κύπρο και τον πανεπιστημιακό χώρο και πιο συγκεκριμένα της ιστορικής έρευνας, προέρχεται ο συνομιλητής μας Πέτρος Παπαπολυβίου. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα με αφορμή την ομιλία του στη βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου του Χρυσόστομου Φουντούλη «Οι Αιγαιομάχοι της Ικαρίας», που παρουσιάζει ιστορικά ντοκουμέντα και τη σχέση του νησιού με την Κύπρο στα χρόνια της ικαριακής επανάστασης του 1912 που αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό.

Δεν αφήσαμε την ευκαιρία να πάει χαμένη και συζητήσαμε μαζί του με αφορμή το ερευνητικό πεδίο της υποδοχής προσφύγων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, από την Ελλάδα (και) στην Κύπρο, με το οποίο έχει ασχοληθεί. Επίσης ήταν στους ομιλητές των εγκαινίων της έκθεσης «Κύπρος  '74 -  Δεν ξεχνώ» που εγκαινίασε η ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου

Ποιος είναι ο συνομιλητής μας: Ο Πέτρος Παπαπολυβίου έζησε τα πρώτα 14 χρόνια της ζωής του, μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974 και την προσφυγιά, στην κατεχόμενη, σήμερα, Λάπηθο της επαρχίας Κερύνειας. 


Σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου  είναι Κοσμήτορας και αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας.

Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα και το συγγραφικό του έργο επικεντρώνονται στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και στην πολιτική ιστορία της Κύπρου, με έμφαση στην ιστορία του ενωτικού κινήματος και του  κυπριακού εθελοντισμού, και από τα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην περίοδο της τουρκικής εισβολής.

Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται μονογραφίες και άρθρα για την κυπριακή συμβολή στην Επανάσταση του 1821, στους ελληνικούς πολέμους από το 1897 μέχρι τον Εμφύλιο και στους δύο Παγκοσμίους πολέμους, τον Αγώνα της ΕΟΚΑ και την ιστορία της Κύπρου από το 1960 μέχρι το 2008. Είναι Πρόεδρος της Ακαδημίας Ιστορικών Σπουδών Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959 και Επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος.

-Ποιος ήταν ο τρόπος που υποδέχτηκαν οι Κύπριοι τους Έλληνες πρόσφυγες στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;

-Τους υποδέχτηκαν όπως άρμοζε όταν ένας αδελφός υποδέχεται τον αδελφό του, το αίμα του μετά από μια αποχώρηση μερικών δεκαετιών. Ήταν πολύ συγκινητικές οι στιγμές που διαδραματίστηκαν και αυτό υπάρχει στην ζώσα παράδοση.

Εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα στη Λάπηθο. Η Λάπηθος είναι από τις μεγαλύτερες κωμοπόλεις της Κύπρου, δυτικά της Κερύνειας.

Κοντά εκεί έγινε και απόβαση δυστυχώς πριν 50 χρόνια από τους Τούρκους και είχαν μαζευτεί (την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου) ο κόσμος αφού τους είδε έτσι από τους πρόποδες του Πενταδάκτυλου είχε δει το καΐκι να έρχεται μια μεγάλη ομάδα προσφύγων από τη Χίο και κατέβηκαν και εκεί πρόχειρα έκανε ένας έρανο ότι είχαν οι άνθρωποι πάνω τους.

Και αυτό το άκουσα από συγχωριανούς μου μετά από δεκαετίες. Και μπήκε ένας εκπρόσωπος εκείνη την ώρα από όλους τους συγχωριανούς και πήγε με τα πόδια στο καΐκι και τους έδωσε τα χρήματα ως μια πρώτη βοήθεια, γιατί μετά τους έπαιρναν οι Βρετανοί και τους έβαζαν καραντίνα στα λοιμοκαθαρτήρια και μετά μπορούσαν να ελευθεροκοινωνήσουν με τον με τους Κυπρίους.

Αλλά και όταν έβγαιναν από τα Λαζαρέτα, από την καραντίνα, ο κόσμος τους υποδέχτηκε με πολύ αγάπη. Αρκετές από τις κοπέλες παντρεύτηκαν στο νησί, καθώς οι Βρετανοί δεν ήθελαν με τίποτα να επιτρέψουν την παραμονή των προσφύγων στην Κύπρο και με το τέλος του πολέμου έβγαλαν διάταγμα να φύγουν εκτός όσες ήταν παντρεμένες εκεί.



Η θαλάσσια πορεία προσφύγων από τους Φούρνους Κορσεών έως την Κύπρο με μία βάρκα!!

-Αιφνιδιάστηκε η κυπριακή κοινωνία από την εικόνα των προσφύγων; Ήξερε βέβαια ότι γίνεται πόλεμος και είχε ακούσει ότι έφευγαν.

-Ήταν μεγάλος αριθμός για τα δεδομένα τα δικά μας ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Μιλάμε για 5.000 με 6.000, υπολογίζω και εννοείται ότι ήταν ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα, καθώς οι άντρες ως στρατεύσιμοι έφευγαν αμέσως για τη Μέση Ανατολή. Ήταν πολύ μεγάλος αριθμός, αλλά παρόλα αυτά τους φιλοξένησαν με πολύ πολύ μεγάλη αγάπη. Και όλες αυτές που έμειναν μετά γιατί ήταν αρκετές δεκάδες, είναι γνωστές στην κοινωνία μας ως προσφυγούλες, γιατί μιλούσαν τα ελληνικά με διαφορετική προφορά.

Είχαν διαφορετικές διατροφικές συνήθειες. Πολλές από αυτές ήταν, ειδικά από τη Χίο, ήταν από το Τσεσμέ, δηλαδή ήταν Μικρασιάτισσες πρόσφυγες, είχαν μικρασιάτικη κουζίνα στην ουσία και ήταν σε 20 χρόνια ξανά πρόσφυγες. Ακόμη πιο τραγικό και ακόμη πιο τραγικό ότι πολλές από αυτές ξανάγιναν πρόσφυγες με εμάς μετά από 30 χρόνια 35. Είναι φοβερό. Δηλαδή αυτή η γενιά ήταν πρόσφυγες τρεις φορές μέσα σε μια πεντηκονταετία.



δημοσίευμα της κυπριακής εφημερίδας Φιλελεύθερος»

-Στη σημερινή εποχή τα νέα παιδιά ξέρουν αυτή την ιστορία, ή είναι πάρα πολύ αχνή στη μνήμη τους;

-Θα έλεγα, μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν την θυμόνταν κανείς, παρά μόνο οι οικογένειες των απογόνων. Πλέον έχουμε δώσει κάποια μεταπτυχιακά, έχουν βγει τα βιβλία, έχει τα τελευταία, δηλαδή μια δεκαετία έχει αναζωογονηθεί αυτό το ζήτημα, παράλληλα βέβαια με το μεγάλο προσφυγικό ζήτημα της σύγχρονης Ανατολικής Μεσογείου, απλώς είχε διαγραφεί.

Και είναι από αυτά που δυστυχώς δεν γράφτηκαν στα γνωστά, τα μεγάλα βιβλία. Μετά ακολούθησε εμφύλιος, σε εμάς ακολούθησε ο αγώνας της ΕΟΚΑ, οι συγκρούσεις τη δεκαετία του 60, η προσφυγιά.

-Άλλαξε η ατζέντα, η ιστορία μας.

-Αλλά το 74 ήταν μια αφορμή για να επανασυνδεθούν πολλές από αυτές τις οικογένειες, δηλαδή Χιώτες, που είχαν βρει Χιώτες και Βορειοαιγαιοπελαγίτες που είχαν βρει βοήθεια και προστασία και φροντίδα το 41- 45 στην Κύπρο προσπάθησαν να βρουν τις οικογένειες τους με τους οποίους είχαν συνδεθεί και τους βοήθησαν μετά το 74. Έχω αρκετές τέτοιες περιπτώσεις που είναι συγκλονιστικές. Δηλαδή σε τριάντα χρόνια προστάτευσαν και έδωσαν το αντίδωρο αυτής της αγάπης και της φιλοξενίας. Και είχαμε πάρα πολλά παιδιά και παιδιά, αλλά και μεγαλύτεροι πρόσφυγες που βρήκαν βοήθεια Κύπριοι, Έλληνες, Κύπριοι στα νησιά μετά το 74.

Ένα παλαιότερο άρθρο του Π. Παπαπολυβίου με τίτλο «Χιώτες πρόσφυγες στην Κύπρο»
ο Π. Παπαπολυβίου στην Αθήνα στις 30-9-2024

Την περασμένη βδομάδα απεβίωσε στη Λεμεσό, η Ευγενία Σ., μητέρα μιας παλιάς μου συμμαθήτριας στη Λάπηθο. Η κυρία Ευγενία ήταν μια από τις Χιώτισσες «προσφυγούλες», που το 1944-1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αντί να επιστρέψουν στη Χίο, παντρεύτηκαν στο νησί μας και εγκαταστάθηκαν μόνιμα εδώ. Το 1974, όπως και οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που είχαν βρει δεύτερη πατρίδα στην Κερύνεια, την Αμμόχωστο και τη Μόρφου έμελλε να ζήσουν για δεύτερη φορά την προσφυγιά. Στη μνήμη της κυρίας Ευγενίας, και στην αγαθή εικόνα που μας άφησε, γράφω αυτό το άρθρο, που βασίζεται σε μια παλιότερη ανακοίνωσή μου, με τίτλο «Χιώτες στην Κύπρο. Τα πρώτα πορίσματα μιας έρευνας», στη διημερίδα «Κύπρος – Χίος» που οργανώθηκε στη Λεμεσό στις 26 και 27 Ιουνίου 2008 από τον Δήμο Λεμεσού, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Χίου και το Παττίχειο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο & Κέντρο Μελετών.

Μετά την χιτλερική εισβολή στην Ελλάδα, η Χίος, όπως και τα άλλα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου εντάχθηκε στη γερμανική ζώνη κατοχής, στη διοίκηση Θεσσαλονίκης – Αιγαίου, καθώς, λόγω γειτνίασης με την Τουρκία και της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Γερμανούς. Το χειμώνα του 1941-1942 η πείνα έπληξε αδυσώπητη και σκληρή και τη Χίο. Τα λιγοστά αποθέματα τροφίμων εξαντλήθηκαν γρήγορα, ενώ ο πληθωρισμός είχε ευτελίσει τα κατοχικά χαρτονομίσματα, που δεν είχαν καμιά αγοραστική αξία. Μόνη επιλογή για τους κατοίκους της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας, ήταν η έξοδος. Δειλά – δειλά στην αρχή και ολόκληρες ομάδες στη συνέχεια δεκάδες Χιώτες μετέβαιναν στα απέναντι μικρασιατικά παράλια και ζητούσαν άσυλο από τις τουρκικές αρχές. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα η τουρκική κυβέρνηση ξεκαθάρισε στις βρετανικές και ελληνικές διπλωματικές αρχές ότι δεν ήταν επιθυμητή η παραμονή των Ελλήνων προσφύγων στο τουρκικό έδαφος, για πολλούς λόγους.

Έτσι το συνηθισμένο δρομολόγιο για τους Χιώτες πρόσφυγες ήταν το ακόλουθο: Μετάβαση από τη Χίο με μικρές βάρκες στην Τουρκία, συνήθως κατά τις ασέληνες νύχτες διασχίζοντας το Στενό της Χίου, και εγκατάλειψη των «λαθρομεταναστών» – για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο όρο – στα ρηχά, λίγο έξω από τις τουρκικές ακτές, ώστε να μην συλληφθούν οι βαρκάρηδες από την τουρκική αστυνομία. Εννοείται ότι εάν γίνονταν αντιληπτοί από τους Γερμανούς οι πρόσφυγες, οι ποινές ήταν μεγάλες, συνήθως ομηρία στα ναζιστικά στρατόπεδα, με άδηλο τέλος. Οι κοντινότερες ακτές Χίου – Μικράς Ασίας απέχουν από 6 μέχρι 9 ναυτικά μίλια. Για αυτή την απόσταση ο ναύλος ποίκιλλε από 10 μέχρι 35 χιλιάδες δραχμές. Για να εξοικονομηθούν αυτά τα χρήματα οι φτωχότεροι Χιώτες εκποιούσαν μέρος της κινητής τους περιουσίας. Υπολογίζεται ότι φυγαδεύτηκαν από τη Χίο, από το συνολικό πληθυσμό που έφτανε τις 75.000 κατοίκους, γύρω στις 16.000 με 18.000 άνθρωποι, περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού. Μετά τις πρώτες αποστολές, άνδρες του Ελληνικού Προξενείου της Σμύρνης αναλάμβαναν την περίθαλψη των προσφύγων και την αποστολή τους στην Κύπρο.

Με ειδικά καΐκια που έφευγαν από τον Τσεσμέ, και ελληνικά ή τουρκικά πληρώματα, οι πρόσφυγες στοιβάζονταν σαν εμπορεύματα για το ταξίδι για την Κύπρο, που διαρκούσε ανάλογα με τη μηχανή, το πλεούμενο και τον καιρό, από τρεις ημέρες μέχρι δύο βδομάδες, χωρίς να αποκλείεται και μια στάση στο Καστελόριζο. Τα λιμάνια προορισμού στην Κύπρο ήταν η Κερύνεια, ο Ξερός, το Καραβοστάσι και η Αμμόχωστος. Οι περισσότερες αποβιβάσεις έγιναν σε διάφορους όρμους στις ακτές της Κερύνειας, στα βόρεια του νησιού. Από εκεί μεταφέρονταν οι πρόσφυγες στο λοιμοκαθαρτήριο, για κλιβανισμό και καραντίνα. Τα καΐκια ταξίδευαν από τον Τσεσμέ παράλληλα με τις τουρκικές ακτές, για να μην κινδυνεύουν από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς.

Όταν ξανοίγονταν στο πέλαγος ο μεγαλύτερος κίνδυνος αποδείχθηκαν οι βομβαρδισμοί από τα αγγλικά αεροπλάνα, που δεν έδειχναν να νοιάζονται για το φορτίο και την εθνικότητα των δυστυχισμένων ταξιδιωτών. Όσοι εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο μπορούν να θεωρηθούν ως πρόσφυγες πρώτης κατηγορίας. Άλλοι Χιώτες οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα Ελλήνων προσφύγων στην Συρία, Παλαιστίνη, αλλά και στην Αφρική: στην Ταγκανίκα, την Αβησσυνία ή στο Βελγικό Κογκό. Οι πρώτες καραβιές προσφύγων ήταν στρατεύσιμοι άνδρες, που μετά τη φιλοξενία λίγων ημερών στην Κύπρο, προωθούνταν στον Ελληνικό στρατό και στο ναυτικό της Μέσης Ανατολής.

Ακολούθησε η έξοδος των γυναικοπαίδων και ολόκληρων οικογενειών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αποικιακής κυβέρνησης, που βρίσκονται στο Κρατικό Αρχείο Κύπρου, από τον Ιούνιο του 1941 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1942 κατέφυγαν στην Κύπρο 9611 πρόσφυγες. Οι 4489 από αυτούς ήταν στρατεύσιμοι, ενώ οι υπόλοιποι 5122 έμειναν στην Κύπρο και ήταν επί το πλείστον γυναικόπαιδα. Μόνο τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1942, όταν σημειώθηκε εκρηκτική άνοδος στις αφίξεις, έφτασαν στην Κύπρο 6327 Έλληνες πρόσφυγες.

Εκτός των όσων ανέφερε ο συνομιλητής μας, αναφέρουμε ότι οι Ελλαδίτες πρόσφυγες έγιναν δεκτοί από τους Κυπρίους με αγάπη και συμπόνια, αλλά και ενθουσιασμό. Γράφει ο Παναγιώτης Δ. Καρασούλης στο βιβλίο του «Χίος 1943-1944. Συμμαχική στρατιωτική αποστολή και Εθνική αντίσταση»: «Κατά τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1942 φθάσαμε στα παράλια της Κύπρου πάνω που σταμάτησε η μηχανή του πλοίου και δεν μπορούσαμε να προχωρήσομε. Έκπληκτοι είδαμε σε λίγο ένα ολόκληρο χωριό να έρχεται να μας προϋπαντήσει, γυναίκες, άντρες γέροι και νέοι, με χαρούμενα τραγούδια και βιολιά. Μπροστά – μπροστά κρατούσαν τρία κοφίνια γεμάτα τρόφιμα. Η μηχανή ξαναπήρε μπροστά και ξεκινήσαμε κατά τις 11 το πρωί, ενώ οι Κύπριοι χωρικοί μας ακολουθούσαν κατά μήκος της ακτής για πολλή ώρα παίζοντας τα βιολιά και τραγουδώντας. (…) 5 Μαΐου. και Ξεκινήσαμε για τη Σκουριώτισσα, άλλο στρατόπεδο καραντίνας. Εδώ έχομε περισσότερη ελευθερία κινήσεως. (…) Μερικοί βγήκαμε κρυφά από το συρματόπλεγμα και επισκεφτήκαμε τα χωριά Καλό Χωριό, Κατύδατα, Λινού και Φλάσσια (sic), εύφορα μέρη, με πολλά νερά και δροσιές. Η φιλοξενία των κατοίκων δύσκολα περιγράφεται.»



αριστερά η οικογένεια Μάζαρη από την Ικαρία στη Βηρυτό και δεξιά προσφυγόπουλα από Χίο και Ικαρία σε προσφυγικό σχολείο στο λιβανέζικο χωριό Souq El Gharb

Και  μια δεύτερη περιγραφή, της Ουρανίας Μιχαληνού, από το βιβλίο του Γεώργιου Καλλίτση «Οι βρακάδες και άλλα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία του Βροντάδου»: «Την ημέρα του Πάσχα που φθάσαμε στην Κύπρο μας υποδέχθηκαν οι Κύπριοι με αγάπη: «Μάνα μου τα πλάσματα» έλεγαν. Συναισθάνονταν τον πόνο μας. Μας πήγαν στο Μαυροβούνι σε μπανιέρες και πλυθήκαμε, αφού προηγουμένως μας έδωσαν πετρέλαιο και βάλαμε στα μαλλιά, για να ψοφίσουν οι ψείρες που πιθανότατα κουβαλούσαμε και έβαλαν τα ρούχα μας στον κλίβανο. (…) Στην Κύπρο, οι συμπολίτες που ξενητευτήκαμε, λέγαμε μεταξύ άλλων και τους στίχους: Ποιος ήθελε να μας το πει εις το Σαράντα δύο, / πώς θα γινούμε πρόσφυγες να φύγομ’ απ’ τη Χίο. / Αφήσαμε τα σπίτια μας και τα αποσκευάς μας / και μες της Κύπρου τα χωριά κλαίμε τα βάσανά μας.

Ένας ηλικιωμένος Κύπριος στιχουργός συμπάσχοντας με τον πόνο μας, τραγουδούσε ένα ποίημα δικής του συνθέσεως: Ω Χίο μου περήφανη γιατ’ είσαι λυπημένη / εφύγασιν τα τέκνα σου και είσαι μαραμένη./ Τα τέκνα σου ευρίσκονται εις το χωρίο Ζύγι / και τον Θεόν παρακαλούν πότε θα γίν’ ειρήνη./ Παρακαλούμεν τον Θεόν, Χριστόν και Παναγίαν, / να πάτε εις τα σπίτια σας με την καλήν υγείαν.»

Οι Ελλαδίτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο κατά το 1942 με 1946 υπολογίζονται σε 6.000 περίπου. Οι περισσότεροι ήταν από τη Χίο και τη Σάμο, ενώ 500 περίπου ήταν Δωδεκανήσιοι, που κατέφυγαν στην Κύπρο ύστερα από την ιταλική κατάρρευση του 1943). Οι μεγαλύτεροι καταυλισμοί των προσφύγων, δημιουργήθηκαν στο Ζύγι, τον Ξερό, το Μαυροβούνι και τη Σκουριώτισσα και στέγαζαν 600 – 1000 πρόσφυγες. Για την περίθαλψη των προσφύγων, εκτός από την αμέριστη  συμπαράσταση των κατοίκων, σημαντική ήταν και η κυβερνητική χορηγία με τη μορφή εβδομαδιαίου οικονομικού βοηθήματος. (Τα χρήματα κατέβαλε μεταπολεμικά η ελληνική κυβέρνηση.) Ο μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Γιώργος Κουτσοδόντης, Χιώτης στην καταγωγή, εντόπισε εδώ και μερικά χρόνια στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στη Χίο, καταλόγους των μαθητών των Δημοτικών σχολείων που φοίτησαν σε κυπριακά Δημοτικά κατά το 1942-1946.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, 712 τουλάχιστον μαθητές και μαθήτριες από τη Χίο παρακολούθησαν μαθήματα σε Δημοτικά σχολεία της Κύπρου, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Από αυτούς οι περισσότεροι φοίτησαν στα δύο Προσφυγικά Σχολεία που δημιουργήθηκαν: Στη Σκουριώτισσα, 231, και στον σχολείο Αγίας Ελένης, στο Ζύγι, 197. Άλλοι 124 Χιώτες μαθητές και μαθήτριες φοίτησαν στο Δημοτικό Σχολείο Ξερού.

Οι υπόλοιποι 160 Χιώτες μαθητές και μαθήτριες μοιράστηκαν σε διάφορες πόλεις και χωριά της Κύπρου: Στην πόλη των Βαρωσίων και σε 9 χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου 48 μαθητές και μαθήτριες, στην επαρχία Κερύνειας 15 (9 στον Καραβά), στην επαρχία Πάφου 19 (οκτώ μαθητές στην Πόλη Χρυσοχούς), σε έξι χωριά της επαρχίας Λευκωσίας 11 συνολικά, στην πόλη της Λάρνακας 3, σε επτά Δημοτικά της Λευκωσίας 46 (14 στον Στρόβολο και 11 στον Άγιο Κασσιανό) και τέλος, στη Λεμεσό 9 μαθητές και οκτώ μαθήτριες φοίτησαν σε έξι διαφορετικά σχολεία της πόλης.


Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος


Xρήσιμη βιβλιογραφία

Δέσποινα Αθανασοπούλου, «Οι Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν το 1941-1944 στην Κύπρο και η τύχη τους», Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, τόμος Ζ, Λευκωσία 2005, σσ. 271-298.

Ανώνυμος, «Οι Έλληνες πρόσφυγες στο νησί μας», περ. Κυπριακή Επιθεώρησις, τεύχ. 33 (Ιανουάριος 1945), σσ. 4-5.

Περικλής Αλ. Αργυρόπουλος, Απομνημονεύματα, τόμ. Β, Αθήνα 1971.

Λευτέρης Γιαννίδης, «Η τραγωδία των Ελλήνων προσφύγων», περ. Κυπριακή Επιθεώρησις, τεύχ. 5 (Σεπτέμβριος 1942), σσ. 10-11.

Παιδιά του Οδυσσέα. Έλληνες πρόσφυγες στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική (1941-1946) - (Ιάκωβος Μιχαηλίδης εκδόσεις Μεταίχμιο).

Συρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι, Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή: Αφηγήσεις 1941-1946 (Γιάννης Μακριδάκης εκδόσεις ΕΣΤΙΑ).

Αιγαιοπελαγίτες Πρόσφυγες στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (εκδόσεις Νότιος Άνεμος, Νάσος Μπράτσος, 2017, Β' έκδοση εμπλουτισμένη 2018).



Σχετικά θέματα

Η επιστροφή της οικογένειας Μισιρλή από την Κύπρο στη Χίο το 1946

Το προσφυγικό ταξίδι του Α. Μισιρλή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Περίπου το 50%, των εκατοντάδων που ξεκινήσαμε για την Κύπρο, φτάσαμε ζωντανοί»

Ξαναβρέθηκαν μετά από περίπου 75 χρόνια

Από τη Νίσυρο στην Κύπρο και τη Γάζα – Το προσφυγικό ταξίδι της Άννας Κοντοβερού

Το προσφυγικό ταξίδι της Ελένης Σπανού-Κυδωνιέως & και της Μαρίας Σπανού-Πατεράκη

Από τη ζωή των Ελλήνων προσφύγων του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στη Λευκωσία

Φουρνιώτες πρόσφυγες πολέμου – O Ι. Μαρούσης στο ertnews.gr

Φούρνοι – Κύπρος με βάρκα: Μια προσφυγική οδύσσεια

Σάλπαραν με επιτυχία οι «Αιγαιοπελαγίτες Πρόσφυγες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμo»