Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Φώτης Σπανός: Ο ήρωας κομάντο του Αιγαίου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο


...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...

Aρκετές φορές στη διάρκεια της έρευνάς μας, μέσα από μαρτυρίες και διηγήσεις προσφύγων της περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμο, αναφέρθηκε το όνομα του Φώτη Σπανού, του ατρόμητου κομάντο – διοικητή στολίσκου καμουφλαρισμένων καϊκιών, που έκανε παράτολμες αποστολές στο Αιγαίο, με αφετηρία τα τουρκικά παράλια και βάση των Εγγλέζων. Σήμερα θα επιχειρήσουμε μία πιό αναλυτική αναφορά – αφιέρωμα στην προσωπικότητα του παρασημοφορημένου από τους Εγγλέζους, ήρωα.


Μεγάλη φιλία είχε ο Φ. Σπανός με μία άλλη μεγάλη προσωπικότητα του προσφυγικού ρεύματος και της στρατιωτικής αντίστασης στον κατακτητή, το Σαμιώτη Γιάννη Ταμβακλή, που γνωρίστηκαν στα τουρκικά παράλια και είχαν κοινή πορεία μέχρι να επιλέξει ο μεν Σπανός το ναυτικό και ο δε Ταμβακλής το στρατό ξηράς. Ο Γ. Ταμβακλής τον αναφέρει συχνά στο βιβλίο του «Οδοιπορικό στη Μέση Ανατολή», όπου υπάρχουν και κοινές τους φωτογραφίες.

Αρχικά να παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα από την εκδήλωση του Συνδικάτου Οικοδόμων Ικαρίας, στο χωριό Μάραθο, το 2016. Στη σχετική ανακοίνωση που περιέγραφε το περιεχόμενο της εκδήλωσης γίνεται η ακόλουθη αναφορά: Κάποια ανακούφιση, στους παραλιακούς κυρίως οικισμούς, έφερναν οι ατρόμητοι ναυτικοί, κουρσάροι πραγματικοί, πού αιχμαλώτιζαν λαθρεμπορικά, που έκαναν μαύρη αγορά, και αφού τα φέρνανε στο Εύδηλο και στο Μαγγανίτη τα μοίραζαν στους στερημένους συμπατριώτες τους. Από τους πρώτους, ο Φώτης Σπανός αξιωματικός στο Αγγλικό ναυτικό, με τον Κώστα Μεγαλοοικονόμου. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Μεγαλοοικονομου έσπασε πολλές φορές την επίταξη.

Σε μια από αυτές αφού αφόπλισαν και έδεσαν τους συνοδούς Γερμανούς στρατιώτες, πήγε το φορτίο με λάδι στην Κύπρο στους πρόσφυγες.
Ο Μεγαλοικονόμου, ο Σταμάτης Τρατράς, που συνελήφθηκε και εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, ο Αρχιμήδης και ο Θεόφιλος Γιάκας από την Αγγλική βάση στην Αγριελιάς στην Τουρκία πραγματοποιούσαν τέτοιες και πιο επικίνδυνες αποστολές.
Οι πράξεις αυτές, γεμάτες αυταπάρνηση, ανακούφιζαν αλλά δεν έλυναν το πρόβλημα. Το αποκρουστικό πρόσωπο της πείνας είχε σκεπάσει όλο το νησί.
«Το γιορτάσι του χάροντα», είχε αρχίσει.
Στην Σάμο η πείνα θέρισε 2.000 ανθρώπους. Ούτε στους Φούρνους χαρίστηκε. Στην Ικαρία, μόνο στο Καραβόσταμο ο Γυμνασιάρχης Τσαντές Γιάννης αναφέρει 129 θανάτους από λιμό. 28 στον Ευδηλο, 21 στο Φραντατο, 38 στην Αρέθουσα, 7 στον Μαγγανίτη στον Μαγγανίτη, 29 στις Ράχες, 18 στο Καρκινάγρι, 13 στον Άγιο Πολύκαρπο. Αντίστοιχα μεγάλοι είναι οι αριθμοί της περιοχής Αγίου Κηρύκου. Στο ταμπλό δίνεται μέρος της τραγικής εικόνα.
Η πείνα είχε αποκτηνώσει τον κόσμο. Οι περιγραφές ανατριχιαστικές, που δεν τις χωρά ανθρώπου νους».

Τους άρπαξε από τα νύχια των Γερμανών

Απόγονος της οικογένειας και ανηψιά του Φώτη Σπανού, η Σμαράγδα -Μάγια Πατεράκη, αναφέρει για την οικογένειά της και τον Φώτη: «Η οικογένεια πιέστηκε κυρίως από τους Γερμανούς, οι προϋπήρξαντες Ιταλοί δεν είχαν χρεωθεί ακρότητες και βιαιότητες, παρά μόνο λήψη τροφής, δηλαδή αρπαγή τροφίμων από το νησί, αλλά όχι πολύ ακραίες ενέργειες. Εν πάσει περιπτώσει όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος του 1940 η μητέρα μου ήταν στην Αθήνα προετοιμαζόμενη για εισαγωγικές εξετάσεις, κατά την αφήγηση της ίδιας και ο αδελφός της ο Φώτης, ο οποίος υπηρετούσε ήδη στο ναυτικό, τον βρήκε δηλαδή ο πόλεμος να υπηρετεί ναυτική – στρατιωτική θητεία, της είπε ότι πρέπει να φύγουμε να γυρίσουμε στο νησί γιατί θα εγκλωβιστούμε εδώ.

Το ίδιο κάνανε πάρα πολλοί νησιώτες και όσοι είχαν χωριά σαν τόπο καταγωγής. Όταν λοιπόν ήρθαν εδώ και έμαθαν τον Απρίλιο του 1941 τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, ο θείος μου ο Φώτης αναστατώθηκε πάρα πολύ και είπε στον πατέρα μου, γνωστό για τα εθνικά του αισθήματα και μέγα βασιλόφρονα – ο παππούς – ότι πατέρα εδώ δεν έχουμε τρόπο αντίδρασης, θα μας ενοχλούν οι Γερμανοί, θα αντιδράσουμε και θα μας σκοτώνουν λίγους – λίγους. Πρέπει να φύγουμε πέρα, να γλιτώσουμε όσοι μπορούμε και να δημιουργήσουμε συνθήκες για αντίσταση.

Φαντάζομαι ότι ο παππούς μου συναίνεσε αυτά είναι διηγήσεις της μητέρας μου, έφυγε ο θείος ο Φώτης ο Σπανός και πήγε στις Ράχες και βρήκε τον πολιτικό αντίπαλο του παππού μου, γνωστό για την κοινωνική του δράση και τα φρονήματά του, γιατρό της περιοχής, Τσαντίρη και του είπε γιατρέ είναι η ώρα να δώσουμε τα χέρια, η στιγμή είναι κοινή και για βενζελικούς και για βασιλόφρονες, σε παρακαλώ δώσε λεφτά να μπορέσουμε να νοικιάσουμε ένα βενζινόπλοιο να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε τις διαφυγές του κόσμου, προς τα παράλια της Μικράς Ασίας.

Δώσανε επιτόπου τα χέρια, συγκινήθηκε ο άνθρωπος, άνοιξε το συρτάρι του και του έδωσε 7.000 δραχμές, σημαντικό ποσό για την εποχή και με τα χρήματα αυτά ο θείος μου ο Φώτης νοίκιασε το καΐκι του Θεόφιλου Γιάκα, το οποίο ήταν και το πρώτο καΐκι που χρησιμοποιήθηκε για μεταφορές κόσμου. Σε αυτό το καΐκι μπήκαν οι πρώτοι επτά, ο θείος μου και άλλοι έξι, ο ένας από εδώ ονόματι Γιακουμής Ανταράκης και ήταν οι πρώτοι που έφυγαν για την Τουρκία.

Κάναμε καιρό να μάθουμε νέα τους, όταν γύρισαν πίσω διακριτικά, μυστικά και τρέξανε να του βρούνε για να δουν αν είναι καλά, οι Ικαριώτες αυτοί διηγήθηκαν ότι ο Τούρκοι τους φέρθηκαν πάρα πολύ καλά, τους δώσαν τσάι, φαΐ, τους πήγαν για χορό και στη συνέχεια τους μετακίνησαν νότια σε μία πόλη το όνομα της οποίας δεν διευκρινίστηκε, που ξεκινούσε όμως ο δρόμος για την Ιερουσαλήμ.

O  Γιάκας, ο οποίος έκανε πάρα πολλές μεταφορές και είναι πράγματι μία ηρωική φιγούρα της εποχής, μαζί με άλλες, έκρυβε επιμελώς το καΐκι και τις βάρκες που κουβαλούσε στο Γιαλισκάρι. Από εκεί και ύστερα ο θείος ο Φώτης, ο οποίος κατετάγη ως κομάντο στις συμμαχικές δυνάμεις, στην ειδική δύναμη δράσης στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και κυρίως του ανατολικού Αιγαίου, έγινε αξιωματικός κομάντος και επέταξαν, τρόπος του λέγειν, ζήτησε από Ικαριώτες, Ευδηλιώτες κυρίως που ήταν καραβοκύρηδες, να του παραχωρήσουν, μεταξύ των οποίων ο καπετάν Αχιλλέας Βαλσαμής, ο Κώστας ο Μεγαλοοικονόμου, ο καπετάν Γιώργης ο Δουρής και άλλοι τα ονόματα των οποίων δεν θυμάμαι, τα πήρε και τα πήγε στην αγγλική βάση της Αγρελιάς, που στο μεταξύ δημιουργήθηκε στην Τουρκία.

Τα μετασκευάσανε και εξωτερικά έδειχναν κοινά εμπορικά καΐκια και ο ίδιος επικεφαλής αυτού του στολίσκου, έκανε δολιοφθορές, μεταφορές τροφίμων κρυφά, έκανε μεταφορές χρημάτων για την αντίσταση και στα νησιά, αλλά κυρίως στη Στερεά Ελλάδα και τον κεντρικό χώρο της Ελλάδας και μεταφορές σημαντικών προσώπων, όπως του Γεωργίου Παπανδρέου, Άγγλων αξιωματικών και πολιτικών.


«Κατίνα»
Έχει σημασία να πω ότι το επικεφαλής καΐκι, η ναυαρχίδα, ήταν ένα ροδίτικο καΐκι 150 τόνων, ένα υπέροχο σκάφος το «Κατίνα», που ήταν κεκαλυμμένο ως εμπορικό μεταφοράς μεταξωτών υφασμάτων και ο θείος μου ο Φώτης για να μην διακρίνεται από τον εναέριο χώρο ή εν πλώ ήταν ντυμένος σαν τουρκοάραβας έμπορος, φορούσε σαρίκι. Έκανε τις δουλειές του βράδυ. Είχε τους συνεργάτες του στο νησί και όπου γενικότερα μπορούσε. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί, η γερμανική διοίκηση στη Σάμο, όπου επικεφαλής ήταν σύμφωνα με τις διηγήσεις ένας τουρκοκρητικός ο καπετάν Κώστας και τις αναφορές που συγκεντρώθηκαν σε βάρος του Φώτη και του στολίσκου τον οποίο διοικούσε ως επίσημος αξιωματικός του ναυτικού πλέον, είχε δημιουργηθεί μία πίεση προς την οικογένεια. Κάποια στιγμή ένα βράδυ του Ιουνίου του 1944, ειδοποιηθήκαμε από συγγενή που ήρθε κάθιδρος με τα πόδια από τον Άγιο Κήρυκο και είπε στον παππού μου φύγε γιατί ετοιμάζονται να σε πιάσουν και έφυγε με το καΐκι του Θεόφιλου Γιάκα ο παππούς μου και σώθηκε.

Το άλλο βράδυ ήρθαν ξαφνικά οι Γερμανοί στο σπίτι και πήραν τη σύζυγο και τα τέσσερα κορίτσια, ένα εκ των οποίων ήταν μόλις 4 χρονών, τη θεία μου τη Φωτεινή, τις πήγανε με τορπιλάκατο στα Θέρμα και τις έβαλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τις κράτησαν κάποιο καιρό εκεί, δεν επιτρέπονταν να πλησιάσουν συγγενείς και πολύ λίγα πράγματα δίνανε σε τρόφιμα.

Μετά τις πήραν με αντιτορπιλικό και τις πήγαν στη Σάμο στις ποινικές φυλακές στο λιμάνι δεξιά, που σήμερα δεν υπάρχουν. Εκεί λοιπόν όταν έμαθε ο θείος τα νέα γιατί είχε πολύ καλό σύστημα πληροφόρησης, έκανε επιχείρηση και κατέλαβε ένα πλοίο με Γερμανούς αξιωματικούς και κάποιον που ήταν αντιναζί και έδινε μπογιές στους Γερμανούς και μήνυσε στη Γκεστάπο να κάνουν ανταλλαγή.

Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι ήταν 11. Οι Γερμανοί θύμωσαν πολύ και επιχείρησαν να εκτελέσουν την οικογένεια, δηλαδή να μην την επιστρέψουν, και σκηνοθέτησαν απόδραση από τις φυλακές, όμως ευτυχώς ειδοποίησε ένας ποινικός κρατούμενος τη μητέρα μου, η οποία μετέφερε το μήνυμα ότι αν γίνει κάτι να μην ακολουθήσουν. Πράγματι δεν μετακινήθηκαν και έτσι οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να κάνουν την ανταλλαγή, με ένα επίσημο χαρτί ότι δεν έχουν τίποτα εναντίον της οικογένειας.

Έρχονται λοιπόν πίσω τον Αύγουστο του 1944 και εντοπίζεται γνωστός εφοπλιστής συνεργάτης των Γερμανών να μεταφέρει λαθραία λάδι, ο οποίος συνελήφθη από το στολίσκο του θείου του Φώτη και το φορτίο του μοιράστηκε στους ντόπιους. 

Η Γκεστάπο και ο καπετάν Κώστας, όταν έμαθε το γεγονός εξεμάνη και ήρθε κλιμάκιο εδώ να πάρει την οικογένεια ολόκληρη, τις γυναίκες βεβαίως και απείλησε ότι θα κάψει τα σπίτι και τα παιδιά μαζί.

Έγινε ένα σκηνικό όπου σωθήκαν χάρη στην ψυχραιμία της γιαγιάς που ήταν μία εξαιρετικά θαρραλέα και πανέξυπνη γυναίκα και την παρέμβαση που έκανε ένας ευδηλιώτης φαρμακοποιός, που του είπε αν κάψεις το σπίτι, θα καεί και η αστυνομία σας, που ήταν εκεί κοντά. Προλάβανε λοιπόν να αξιοποιήσουνε αυτό το χρονικό διάστημα και να το σκάσουν από το σπίτι, κρυφτήκανε στο χωριό Μάραθο στη θεία μας την Κατερίνα και σε μία βδομάδα ήρθε βράδυ ο θείος ο Φώτης με το καΐκι και πήρε όλη την οικογένεια τα κορίτσια δηλαδή.

Φύγανε για τη βάση της Αγρελιάς. Συναντήσαν εκεί τον παππού, πήραν μία ανάσα, προσκυνήσαν τους νεκρούς του «Αδρία» που ήταν εκεί θαμμένοι, φαντάζομαι ότι είναι γνωστή η ιστορία του «Αδρία» και στη συνέχεια κατεβήκαν στην Κύπρο που ήταν ακόμα κοινοπολιτεία, στην Αμμόχωστο, όπου οι Κύπριοι τους υποδέχτηκαν με πολύ θερμά αισθήματα, τους ξεχώριζαν από όλους τους άλλους πρόσφυγες. Εκεί νοίκιασαν ένα σπίτι, διορίστηκε ο παππούς, έστελναν και συγγενείς από την Αμερική χρήματα και μπόρεσε η οικογένεια να συντηρηθεί.


Μεταπολεμική περίοδος, ο Φ.Σπανός την ημέρα του γάμου του.
Μικρό παιδάκι τότε ο Κώστας Βαλσαμής θυμάται: «O πατέρας μου εκτιμούσε πάρα πολύ τον καπετάν Φώτη γιατί ο καπετάν Φώτης ήταν ένα άτομο που σπανίζει στην περιοχή μας. Ο πατέρας μου είχε ένα καΐκι το Παναγία Λέφαινα και ερχόμενοι οι Γερμανοί, όσα καΐκια πιάνανε τα βουλιάζανε. Έρχεται ο καπετάν Φώτης και εγώ ήμουν πόσο, 4-5 χρονών παιδάκι και χτύπησε το παράθυρο του πατέρα μου νύχτα και του λέει καπετάν Αχιλλέα έλα μαζί μου, δεν τα άκουγα εγώ αυτά μου τα είπε ο πατέρας μου μετά, αλλά θυμάμαι όταν χτύπησε το παράθυρο νύχτα και βγήκε ο μπαμπάς και έφυγε.

Θυμάμαι την ιστορία τόσο έντονα. Και του λέει θα πάρουμε το καΐκι σου, του καπετάν Γιώργη του Δουρή «ο Αητός», του Μεγαλοοικονόμου η «Ειρήνη» και ένα του Καρναβά αν δεν κάνω λάθος. Τα τρία καΐκια φύγανε με τον πατέρα μου μέσα για τη Μ.Ανατολή, σώθηκαν τα καΐκια αυτά, ο πατέρας μου πήγε μέχρι τον Αρμενιστή, εκεί μετάνιωσε για να συνεχίσει γιατί είχε δύο παιδιά μικρά, εμένα και την αδερφή μου, που να μας αφήσει και γύρισε.

Φύγαν αυτά τα καΐκια στη Μ. Ανατολή και έκαναν μεγάλη ζημιά στη διάρκεια του πολέμου. Αυτά τα καΐκια τα μετατρέψανε, βάζαν καινούργιες μηχανές μέσα. Θυμάμαι το δικό μας το καΐκι είχε μία εξακύλινδρη που έπιανε 10 μίλια, το άλμπουρο έπεφτε κάτω, δηλαδή είχαν μετατροπές, ήταν μέσα όλο ένα γιώτ, ένα ωραίο. Και θυμάμαι επίσης, αυτά τα είδα όταν ήρθανε, με την απελευθέρωση, είχαν φύγει οι Ιταλοί, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι ήμουν 4-5 χρονών παιδάκι και ήρθαν τα καΐκια, πέντε καΐκια με διοικητή των Φώτη και ηγούταν στους Εγγλέζους. Εγγλέζοι αξιωματικοί με στολές, ο Φώτης ήταν ο «μεγάλος». Αυτός ήταν που διοικούσε το στολίσκο αυτόν.

Θυμάμαι που με πήρε ο μπαμπάς και πήγαμε στο καΐκι μας, είχε ένα κανόνι στην πλώρη, και άκου τώρα παιδάκι τότε, τα θυμάμαι σα να είναι αυτή η ώρα, και δύο αντιεροπορικά δεξιά και αριστερά του καΐκιού και θυμάμαι και τη ναυαρχίδα, ένα μεγάλο καΐκι, που στην κόφα απάνω είχε έναν Εγγλέζο που παρακολουθούσε τα πάντα. Φαίνεται να ήταν ακόμα κατοχή δεν είχαν φύγει γιατί παρακολουθούσαν τα πάντα, ήταν ετοιμοπόλεμοι εν πάσει περιπτώσει.

Και γιατί το λέω αυτό. Άκουσα μία φωνή, είχαν έρθει τα καΐκια στον Εύδηλο, και αμέσως με πιάσανε εμένα, δεν είχανε, δεν προλαβαίναν να σαλπάρουν άγκυρες και τέτοια, αμολήσαν τα πάντα και εμένα μέσα σε μία σχεδία λαστιχένια, με ρίξανε μέσα και από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι πώς με πήρανε και φύγανε γιατί είδανε στον κάβο στα Νέγια, έναν καπνό, ένα καραβάκι. Και πήγαν δεξιά και αριστερά και το κλείσανε.

Εν πάσει περιπτώσει φέραν αυτό το μοτορσιπάκι μέσα, ήταν του Λάτση, με λάδια. Και τα έφερε ο καπετάν Φώτης εδώ που είναι το τελωνείο το παλιό στου Ρόζου και επιστατούσε ο ίδιος στο να μοιραστούν τα λάδια στον κόσμο, αυτός ήταν ο Φώτης.

Αυτό που ήθελα να προσθέσω, είναι ότι ερχόταν στη διάρκεια του πολέμου 41,42,43, δεν έλλειπε ο Φώτης από εδώ. Ερχόταν νύχτα και ερχόταν στο σπίτι του πατέρα μου, ο πατέρας μου ήταν ο σύνδεσμός του και του έλεγε έχω αφήσει τρόφιμα για σένα στο τάδε σημείο και άλλα τρόφιμα για να τα πάρει ο τάδε. Για τον κόσμο, νύχτα αυτά όλα.

O Φώτης όταν τελείωσε ο πόλεμος, έλεγε ο πατέρας μου, του λένε οι Εγγλέζοι, τι θέλεις να σου δώσουμε για τη βοήθεια που μας έχεις προσφέρει σε όλη τη διάρκεια του πολέμου; Και τους λέει δεν θέλω τίποτα, θέλω να με πάρετε στην Αγγλία να πάω στο Σαουθάμπτον να μπω στη σχολή πλοιάρχων. Αυτό θέλεις, του λένε και τον πήραν και πήγε. Έγινε πλοίαρχος. Και συγχρόνως ήταν τόσο ο άνθρωπος έξυπνος και έκανε μία εταιρεία. Δεν θυμάμαι πώς τη λέγανε την εταιρεία.
Αυτή η εταιρεία πήρε ανθρώπους πολλούς και γλύτωσε, έσωσε πολύ κόσμο τις δύσκολες δεκαετίες του 50 και του 55 έπαιρνε και κομμουνιστές κρυφά, που ο κομμουνιστής απαγορεύονταν να βγει έξω. Αυτός ήταν ο Φώτης, ο άρχοντας».

Μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Φ. Σπανός εξέφραζε το παράπονο ότι απειροελάχιστοι στο χωριό του, τον είχαν καλέσει να πιούν ένα καφέ κι ας ήταν αυτός που με τα τρόφιμα που άφηνε στα χρόνια της κατοχής, βοήθησε – εκτός από τη στρατιωτική του δράση – να γλιτώσει τόσος κόσμος.

Συνεντεύξεις: Νάσος Μπράτσος