Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2025

Γ. Μιχαηλίδης: Τόλμησε να αναδείξει τις πραγματικές στιγμές που καθόρισαν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων


 ...η ομιλία μας στην εκδήλωση που έκανε ο «Άλλος Τόπος Επικοινωνίας και Πολιτισμού», τη Δευτέρα 24/2/2025 στο Πολιτιστικό Πολύκεντρο «Ηλέκτρα Αποστόλου»...


Αρχικά θέλω να ευχαριστήσω για την πρόσκληση και την τιμή που κάνετε να μιλήσουμε για έναν άνθρωπο που το έργο του σε όλα τα επίπεδα, σκηνικό, σεναριογραφικό, εκδοτικό, αποτελεί σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές.

Η άποψή μου είναι ότι πρέπει πάντα να τοποθετούμε τους ανθρώπους και το έργο τους στο χρόνο και στον τόπο, αλλά και στις συνθήκες που παράγουν για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την προσφορά τους.


Προσωπικά «τοποθετώ» το Γιώργο Μιχαηλίδη σε δύο περιόδους, την προδικτατορική και τη μεταγραφική.

Την προδικατική περίοδο θα οριστεί από τη λήξη του εμφυλίου έως τη δικτατορία του 1967, με τον Γιώργο Μιχαηλίδη, ηλικιακά να μπαίνει μάχη στο χώρο του Πολιτισμού προς το τέλος της, αλλά το έργο του να αθροποιείται και να πολλαπλασιάζεται η σημασία του, μαζί με την προσφορά ανθρώπων που λειτουργούσαν σε όλους τους τομείς του Πολιτισμού. Υπήρχαν και λειτουργούσαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Κούνδουρος, κ.λπ.


«Ζούσαμε σε μία νόμιμη παρανομία» είχε πει ο ίδιος μιλώντας στην ΕΡΤ.

Σε όλα αυτά που επιχειρούσαν να διαμορφώσουν έναν τρόπο σκέψης και που έστειλαν πολλούς ανθρώπους του Πολιτισμού στις εξορίες, ο Πολιτισμός και μάλιστα ως προϊόν ανθρώπων που βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα των λαϊκών-εργατικών περιοχών, ιδιαίτερα των εχόντων πλούσια πολιτιστική παράδοση Μικρασιατών προσφύγων, ήταν ισχυρός αντίπαλος, κυρίως γιατί κινητοποιούσε το μυαλό.

Σε εκείνα τα ταραγμένα χρόνια ο Γιώργος Μιχαηλίδης παρήγαγε πολιτισμό, όπως και άλλοι και ο καθένας τους λειτουργούσε σαν πολλαπλασιαστής για όλους τους άλλους, δίνοντας ιδέες, αλλά και κουράγιο σε εποχές δύσκολες. Και όλοι μαζί έγιναν ο καταλύτης που συνέβαλε στην ανάδειξη μιας πλούσιας πολιτιστικής δημιουργίας, με βιβλία, θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, θέατρο, που έγινε το «αντίδοτο» στην υποκουλτούρα της εποχής.



Ο Γιώργος Μιχαηλίδης διαμορφώνεται από τις συνθήκες της εποχής, θέλοντας να προσεγγίσει στρώματα που δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στο πολιτιστικό προϊόν.

Ενδεικτικά για να δούμε πόσο το οικονομικό για παράδειγμα καθόριζε τη δυνατότητα των πολιτών να προσεγγίσουν τον Πολιτισμό, αναφέρουμε δύο δηλώσεις της προδικτατορικής περιόδου, που όμως και μεταδικτατορικά περιγράφουν λίγο-πολύ την ίδια κατάσταση:

«Ξοδεύω 12.000δρχ το μήνα. Ανάμεσα σε αυτά 1.000 για κομμωτήριο, 400 για καλλυντικά, 1.500 για τη βενζίνη του αυτοκινήτου μου. Διασκεδάζω για να αισθάνομαι ότι ζω», δήλωνε η ​​Έλντα Νομικού, κόρη εφοπλιστή στο «Έθνος» της 24/1/1966, λίγους μήνες μετά την ίδρυση του Ανοιχτού Θεάτρου.

ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΠΟΔΑ

«Παίρνω 282δρχ τη βδομάδα, δουλεύοντας στου Παπαστράτου. Καμία φορά πάμε στον κινηματογράφο, αλλιώτικα στο κατώφλι του σπιτιού με τη γειτόνισσα», δήλωνε μία νέα εργαζόμενη στη «Γενιά» στις 9/10/1965, την ίδια περίοδο δηλαδή.

Με την υπερπολιτικοποίηση των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων, ανοίγει μια νέα περίοδο, μέσα στην οποία εμφανίζεται και στην τηλεόραση που αν και άργησε κάπως στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές του 80, παρουσίασε δουλειές στελεχωμένες από ηθοποιούς που ήταν μεγέθη για την εποχή τους, πριν από την εποχή του συγκεκριμένου κλάδου. ακολούθησαν. Και άλλαξαν το τοπίο των τηλεοπτικών κυρίως παραγωγών και ακολούθως της τηλεόρασης.



Πως έβλεπε ο ίδιος την τηλεόραση;

Η τηλεόραση μπήκε στη ζωή μου σε μια συγκεκριμένη και δύσκολη στιγμή της πορείας μου. Ηταν η εποχή της μεταπολίτευσης, μια εποχή δικής μου θεατρικής σιωπής εννέα χρόνων. Εκείνα τα χρόνια έκανα κυρίως τηλεόραση· οι θεατρικές μου παραστάσεις ήταν σποραδικές, εδώ κι εκεί. Στην ΕΡΤ (ΕΤ1) έκανα τις σειρές «Ο συμβολαιογράφος», «Οι άθλιοι των Αθηνών», «Ο κίτρινος φάκελος» που δεν προβλήθηκε ποτέ. Μετά έκανα την πρώτη σειρά επί «αλλαγής», «Τα λαυρεωτικά» και ακολούθησε «Η κάθοδος». Στη συνέχεια, αφού είχα νοικιάσει το θέατρο στου Γκύζη, πουλήθηκα κυριολεκτικά σε ένα παράγωγο και έκανα σειρές με μόνο στόχο να βγάλω χρήματα για το Ανοιχτό Θέατρο. Τότε ήταν «Η παγίδα», «Οι μακρινοί δρόμοι» και «Η θυσία» για την ΕΤ2. Η τελευταία μου δουλειά, στην ιδιωτική τηλεόραση πια, ήταν «Οι αγνοημένοι» στον Antenna.

ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΥXH

Εύχομαι να μη χρειασθεί να ξανακάνω τηλεόραση. Κατ’ αρχήν γιατί τα χρήματα δεν φθάνουν ποτέ. Το μόνο που απομένει είναι να αυξήσεις την προσωπική σου δουλειά για να κερδίσεις χρόνο. Οσο μεγαλώνω όμως δεν βρίσκω τον λόγο γιατί να το κάνω. Είμαστε υποχρεωμένοι να γυρίζουμε λοιπόν φτηνοσίριαλ γιατί η αγορά είναι μικρή. Και βέβαια, θα ήθελα να επισημάνω ότι πρέπει να αποφεύγουμε συγκρίσεις με τις τηλεοράσεις των άλλων κρατών. Αρκεί να σας πω ότι το 1990 η αυστριακή τηλεόραση πλήρωνε 80 εκατομμύρια δραχμές το επεισόδιο. Διότι με τα 80 εκατομμύρια μπορεί κάτι να κάνεις.

TI EΛΕΓE TO 2008

Στην τηλεόραση διακρίνουμε αυτό που είναι, αυτό που μπορεί να είναι και αυτό που μπορεί να γίνει. Η τηλεόραση μπορεί να είναι ένα θαυμάσιο μέσο ψυχαγωγίας και ενημέρωσης. Τώρα είναι ακριβώς το αντίθετο· είναι σαν να έχουμε γυρίσει έναν άνθρωπο ανάποδα. Βλέπουμε μια προχειρότητα και μια χυδαιότητα, μια βίαιη ενημέρωση και μια παντελή έλλειψη πολιτισμού. Μπορεί να γίνει η τηλεόραση αυτό που μπορεί να είναι; Αυτό είναι το μέγα ερωτηματικό. Σαφώς και η τηλεόραση μπορεί να περνά κρίσεις. Κατά την άποψή μου, η τηλεόραση δεν μπορεί ποτέ να γίνει αυτό που μπορεί να είναι μέσω της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η μόνη, αν και ελάχιστη, πιθανότητά της είναι να το πετύχει μέσα από τα κρατικά κανάλια.

Βέβαια η κρατική τηλεόραση που διαθέταμε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ήταν η αιτία όπου αποκτήσαμε την ιδιωτική τηλεόραση που έχουμε σήμερα. Αλλά η δημοκρατία, στην οποία δεν μπορούμε να αρνηθούμε ούτε τα λάθη της, μαζί με κάποια συμφέροντα ανάγκασαν τους τότε κυβερνώντες να επιτρέψουν τη δημιουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ως τότε όμως η κρατική μικρή οθόνη κάλυπτε μεγάλο μέρος των αναγκών του κοινού. Ακόμη και οι χειρότερες τότε σειρές ήταν αξιοπρεπείς. Οπως τώρα, ακόμη και η χειρότερη ελληνική ταινία αποδεικνύεται καλύτερη από βιντεοταινίες ή κακές ελληνικές σειρές.

Μετά από αυτές τις σκέψεις, το σημαντικότερο για μένα είναι ο ρόλος που μπορεί να παίξει η τηλεόραση που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή. Και αυτός ο ρόλος είναι κατά τη γνώμη μου καταστρεπτικός. Μιλάμε για ένα μέσον που κυριολεκτικά αποβλακώνει, νυχθημερόν, τον κόσμο: του αφαιρεί ό,τι σημαντικότερο διαθέτει, τη σκέψη. Οι άναρθρες κραυγές της τηλεόρασης καταργούν τη γλώσσα, την αίσθηση, τη μνήμη και, το κυριότερο από όλα, τις σχέσεις των ανθρώπων.



Ο Συμβολαιογράφος (Χρονολογία Παραγωγής 1979) που αυτές τις μέρες παίζεται σε επανάληψη) στην κρατική τηλεόραση, σειρά ιδιαίτερα μεστή σε σχέση με τα σήριαλ της σημερινής εποχής που συχνά παρουσιάζουν μεσοαστικά στοιχεία σε συνθήκες ψυχολογικών αδιεξόδων και κρίσης. Επίσης γράφοντας σενάρια και σκηνοθετώντας τηλεοπτικές σειρές, όπως οι Άθλιοι των Αθηνών, η Θυσία, κλπ συνέβαλλε στο να έχουμε σήμερα σημεία αναφοράς ως προς την τηλεοπτική παραγωγή, όχι ως προς το τεχνικό της σκέλος που εξελίσσεται συνεχώς, αλλά ως προς το ποιοτικό, τις επιλογές, το σενάριο, τους χαρακτήρες, την επιλογή θεμάτων, παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος εντόπιζε αδυναμίες τόσο ως συνέπεια δικών του επιλογών, όσο και αντικειμενικές από τα μέσα, τη χρηματοδότηση και τα οργανωτικά δεδομένα της εποχής.


O Γιώργος Μιχαηλίδης μεταφέρει το 1980 στη μικρή οθόνη τους «Άθλιους των Αθηνών», το μυθιστόρημα του Ιωάννη Κονδυλάκη, με υποβλητική ατμόσφαιρα και εξαιρετικό καστ. Η εσωτερική μετανάστευση για εργασιακούς-οικονομικούς λόγους το 1870, που οδηγεί την ηρωίδα στην Αθήνα, όπου και αντιμετωπίζει την αδικία και τη διαφθορά, δεν είναι εφευρέσεις ούτε του Κονδυλάκη, αλλά ούτε και προσθήκες του Μιχαηλίδη. Προσωπικά, καταγόμενος από νησί και έχοντας μελετήσει πολύ την ιστορία της νησιωτικής Ελλάδας, το φευγιό εκείνα τα χρόνια, αλλά και αργότερα, ήταν σχεδόν μονόδρομος, είτε προς στην Αθήνα, είτε προς στη Σμύρνη πριν τη Μικρασιατική καταστροφή, αλλά και προς στην Αίγυπτο με την ισχυρή τότε ελληνική παροικία, ειδικά για νεαρές γυναίκες, όπως η ηρωίδα τη σειράς, που εργάζονταν ως οικιακές βοηθοί, νταντάδες, ράφτρες, μαγείρισσες, κλπ

Συνεπώς αν και μυθιστόρημα, περιέχει σημαντικά στοιχεία για την κατανόηση της εποχής στην οποία αναφέρεται και όταν το εντοπίζει ο Μιχαηλίδης, εκτιμώ ότι το dna του τον «τράβηξε» στο να το μεταφέρει τηλεοπτικά.

Έχει στοιχεία που συναντάμε αρκετά χρόνια μετά από το πρωτόλειο έργο και στην περιπλανήσεις των Μικρασιατών προσφύγων, που έχουν καθορίσει τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και τον τρόπο σκέψης του Γιώργου Μιχαηλίδη. Τις ίδιες απόπειρες εκμετάλλευσης αντιμετώπισαν και οι Μικρασιάτες ερχόμενοι στην Ελλάδα και αρκεί μία απλή αναζήτηση στις εφημερίδες της εποχής για να δει κανείς τα χαμηλά μεροκάματα, την υπερεργασία, την απόπειρα να κατευθυνθούν στην πορνεία προσφυγοπούλες, τις κακές συνθήκες διαβίωσης, κλπ


Το 1982 εμφανίζεται με το σήριαλ για τη μεγάλη απεργία - τα Λαυρεωτικά, που εκτιμώ ότι βγήκε σε ένα δεκτικό περιβάλλον, που διψούσε για την ανάδειξη της ιστορικής μνήμης που για χρόνια δεν έβρισκε διέξοδο μέσα από τα μαζικής απεύθυνσης μέσα, όπως συνέβη τελικά με την προβολή της σειράς από την τότε κρατική τηλεόραση. Μπορεί και αυτό να μην ήταν ντοκιμαντέρ, αλλά σειρά, αλλά εκτιμώ ότι τη δουλειά του την έκανε, δίνοντας κίνητρο και ευαισθητοποίηση για να ψαχτεί η ιστορία σε αρκετούς τηλεθεατές. Δεν κρύβω ότι αυτό συνέβη και σε εμένα που βλέποντας τότε σε νεαρή ηλικία τη σειρά, άρχισα να ψάχνω την ιστορία του εργατικού κινήματος στο Λαύριο μέσα από τη βιβλιογραφία.

Όπως αναφέρει η ΕΡΤ στο αρχείο της, η σειρά είναι βασισμένη σε δυο ιστορικά γεγονότα, που για λόγους δραματουργικούς, ο συγγραφέας-σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης τα φέρνει χρονικά κοντά, ενώ έγιναν με διαφορά 20 χρόνια.

Πρόκειται για τα Λαυρεωτικά του 1873 και τη μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου το 1896, που οδήγησε στην κατάληψη της πόλης και στην επέμβαση του στρατού.

Ο Γιώργος Μιχαηλίδης ακολούθησε όπως είχε πει, απόλυτη ακρίβεια ως προς τα γεγονότα, συνεπώς αν και όπως προανέφερα δεν ήταν ντοκιμαντέρ, με πρωτόλειες μαρτυρίες, παρουσίαση στοιχείων, αρχειακού υλικού, κλπ καταφέρνει να περάσει και το βασικό ιστορικό πλαίσιο της εποχής και το μήνυμα της ταξικής συγκρότησης.

Είμαι βέβαιος ότι το κίνητρο του Γιώργου Μιχαηλίδη, να νοιώθει σαν «χρέος« του να υλοποιήσει τη σειρά και να επιβεβαιώνει στον εαυτό του την επιλογή του, εμπλουτίζονταν και από τις μεταγενέστερες συνεχείς και μεγάλες κινητοποιήσεις των εργατών του Λαυρίου και τη δεκαετία του 1960, αλλά και μεταπολιτευτικά, θεωρώντας το Λαύριο εργατομάνα και σημαντικό χώρο ανάπτυξης του εργατικού κινήματος διαχρονικά. Ζούσε εκείνη την περίοδο και διαμόρφωνε το χαρακτήρα του και τις επιλογές τους με τις προσλαμβάνουσες εμπειρίες από την πραγματική ζωή.

Ήταν αυστηρός με τον εαυτό του και όπως είχε πει ο ίδιος: «δεν θα πω ότι τα Λαυρεωτικά ήταν ένα αριστούργημα, για να πω την αλήθεια οι ελληνικές σειρές κυμαίνονται από το άθλιο έως το μέτριο, το πολύ - πολύ να εξασφαλίσουν είναι μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Τα Λαυρεωτικά ήταν κάτι μέτριο».

Εστίασε αυτοκριτικά σε σκηνοθετικά στοιχεία που εμφανίζονταν στη σειρά χωρίς να ανήκουν στην εποχή, πχ δρόμοι με άσφαλτο, κολώνες της ΔΕΗ, κλπ

Πάντα είτε μιλάμε για τηλεοπτική παραγωγή, είτε για βιβλίο, είτε για θέατρο ή κινηματογράφο, η ιδέα συνήθως «ψαλιδίζεται» στη μεταφορά της σε έργο, από τα οικονομικά – οργανωτικά δεδομένα της εποχής, γι αυτό και συχνά οι δημιουργοί νοιώθουν «ανικανοποίητοι» στον απολογισμό που κάνουν. Αυτό όμως δεν μειώνει σε τίποτα την προσφορά τους.

Ο σκηνοθέτης που περνάει από τις συμπληγάδες του μπάτζετ, ο συγγραφέας που κόβει φωτογραφίες για να μην αυξηθούν οι σελίδες του βιβλίου, άρα το κόστος και η τελική τιμή πώλησης, άρα η προσβασιμότητα στο αγοραστικό κοινό, ο κινηματογραφιστής που επηρεάζεται από το κόστος του τεχνικού εξοπλισμού και των υλικών, όλοι μα όλοι, κάνουμε θέλοντας και μη τα «σκόντα» μας σε τέτοιες διαδικασίες.

Νομίζω πάντως ότι όταν κάνει κάποιος κριτική στον εαυτό του, όπως έκανε ο Μιχαηλίδης, από τη μία, από σεμνότητα υποτιμά το ρόλο που παίζει η δουλειά του και από την άλλη βάζει πιο ψηλά τον πήχη για να αναζητήσει στοιχεία που θα βελτιώσουν τη δουλειά του και να εντοπίσει αδυναμίες για να τις θεραπεύσει. Δεν καβαλάει το καλάμι με την πρώτη επιτυχία, είναι εργασιομανής και τελειομανής, γι’ αυτό και δεν τον ικανοποιεί εύκολα τίποτα.

Το περιγράφει και όταν μιλάει για το οικογενειακό του περιβάλλον που αναφέρει ότι τους μιλούσε συνέχεια για τον Πολιτισμό σε όλες τις εκδοχές, εκτιμώντας ότι μερικές φορές ίσως να το έκανε υπερβολικά, ως προς το χρόνο που διέθετε, αν και όπως έλεγε «ο νους μου ήταν φευγάτος, νομίζω ότι έκανα ό,τι μπορούσα να μην νοιώσω την απουσία μου».


Δέχτηκε βέβαια και κριτικές από διάφορες προελεύσεις.

Ο ΚΑΘΟΔΟΣ το 1983 παρουσιάζει τη ζωή δύο νέων, που επέλεξαν να ζήσουν στα περιθώρια και δέχεται πυρά από δύο κατευθύνσεις, τόσο από συντηρητικούς κύκλους, κυρίως από την Εκκλησία, που εστίασαν σε μία σκηνή που παρουσιάζει χρήση ναρκωτικών, όσο και από κάποιες κοινωνικοπολιτικές κινήσεις νέων που θεώρησαν ότι αυτό που παρουσιάζεται «ως περιθωριοποιημένος» λειτουργεί. ρυθμούς.

Με την τηλεοπτική σειρά Θυσία το 1991-1992 (ΑΝΤ1) ο Γιώργος Μιχαηλίδης μας ταξιδεύει στο Μεσοπόλεμο, τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, της ανόδου του φασισμού και του ναζισμού, στην Ευρώπη που ακόμα δεν έχει συνέλθει από την Κραχ του 1929 και η συντριβή της στην κρίση του 1929. και σε ορισμένες περιπτώσεις στη στήριξη των καθεστώτων του Χίτλερ και του Μουσολίνι.

Το ζευγάρι των ηρώων της σειράς, αποτελούν η κόρη ενός κατεστραμμένου βιομήχανου και ένας τυχοδιώκτης που βολοδέρνει με το λούμπεν στοιχείο της εποχής, αλλά είναι εβραϊκής καταγωγής και τον «προσγειώνει» στην πραγματικότητα ο ναζισμός, οδηγώντας τον άντρα αυτό στα στρατόπεδα του ολοκαυτώματος. Επιζούν και οι δύο, ξεκινώντας μια νέα ζωή μετά τον πόλεμο.

Και εδώ ο Γιώργος Μιχαηλίδης, δεν κάνει ντοκιμαντέρ, αλλά τηλεοπτική σειρά, που όμως βασίζεται σε πραγματικούς ιστορικούς άξονες. Δεν απαρνιέται τις δύσκολες, τις επώδυνες περιόδους της ιστορίας, που όμως πάντα κρύβουν ανθρώπινες ιστορίες, ελπίδες και προσδοκίες, δεν κάνει σήριαλ επίπεδο βιντεοταινίας και εύκολης «μαζικής απεύθυνσης», δεν κάνει τηλεσαχλαμαρίτσες, αλλά τολμάει να κάνει εκατοντάδες στιγμές του βάρους του. όταν οι άνθρωποι ζούσαν αυτές τις καταστάσεις, αλλά και των γενιών που ακολούθησαν.

Όπως είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του: «Η Χωρις την ιστορία δεν μπορεί να γράψεις τίποτα. Η ιστορία που καθορίζει τον άνθρωπο, που μας παραμορφώνει, μας διαμορφώνει, μας μεταμορφώνει. Ό,τι έχω γράψει είναι η ιστορία και μέσα σε αυτή την ιστορία, οι μικρές ιστορίες των ανθρώπων».

Άφησε πίσω του ένα σημαντικό έργο και απόδειξη είναι ότι σήμερα το συζητάμε και αναφερόμαστε σε αυτό.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.