Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Μία «βόλτα» στις ποδοσφαιρικές αλάνες της Αθήνας του 1931


...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...

Είναι 12 Αυγούστου του 1931 και στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Αθλητικός Τύπος», υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τον ερασιτεχνικό αθλητισμό και ειδικά για τα ανεπίσημα σωματεία και την προσφορά τους. Από την περιγραφή «βλέπει» κανείς την Αθήνα μίας άλλης εποχής, εντοπίζει το λαϊκό στοιχείο του αθλητισμού, διαπιστώνει την απόσταση του κόσμου της αθλητικής βάσης με τους παράγοντες, την γραφειοκρατία των αθλητικών αρχών. μας έδωσε η συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθήνας (ΕΠΣΑ).



Το δημοσίευμα εντοπίζει μία άλλη κουλτούρα στο χώρο των ανεπίσημων αθλητικών σωματείων, της εποχής, βλέπει κοινά στοιχεία και με τις δικές μας εποχές. Σημαντική αναφορά γίνεται στις σαφώς πιο ειρηνικές πτυχές (παρά τις καταγεγραμμένες εξαιρέσεις και σε αυτό το επίπεδο) που εξελίσσονται μέσα και έξω από τους αθλητικούς χώρους-αλάνες της εποχής, σε σύγκριση με τα μεγάλα εμπορικά ονόματα. 

Ας το απολαύσουμε διαβάζοντάς το

Ο αθλητισμός των συνοικιών

Η αθλητική δράση και η εκπολιτιστική εργασία των ανεπίσημων σωματείων

...πώς εργάζονται και πώς δρουν, ένα συνοικιακό ματς και οι εντυπώσεις του παιχνιδιού, όλη η γειτονιά επί ποδός, διδάγματα αθλητικής αρετής και συναδέλφωσης, τι πρέπει να γίνει για τη μελλοντική πρόοδο, το καθήκον του υπουργείου Παιδείας…

Την περασμένη Κυριακή το απόγευμα πήγα να παρακολουθήσω ένα ματς ποδοσφαίρου ανεπίσημων σωματείων και συγκεκριμένα την συνάντηση των ομάδων Ένωσις Αλυσσίδος και Νέων Σφαγείων στο γήπεδο της τελευταίας.

Οι εντυπώσεις μας από το ματς αυτό και την εμφάνιση παικτών και φιλάθλων θα μου μείνουν πράγματι αλησμόνητες.

Οι Ρωμιοί και μεταξύ αυτών, φυσικά και εγώ, είμαστε εκ φύσεως μπλαζέ. Κάνουμε τους κουρασμένους και τους ανικανοποίητους. Το ένα μας βρωμάει και το άλλο μας μυρίζει. Φτάνει να δούμε δύο σοβαρές συναντήσεις ξένων Ευρωπαίων ποδοσφαιριστών ή αθλητών για να μπουχτίσουμε από υψηλό...αθλητισμό και να γίνουμε ανικανοποίητοι και σνομπ.

Πολλοί παρακολουθούν μονάχα τα μεγάλα ματς Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, Παναθηναϊκού – Άρεως, Ολυμπιακού – Άρεως κλπ 4-5 ματς το χρόνο. Για τα άλλα σηκώνουν τους ώμους γεμάτοι από αδιαφορία και συγκατάβαση. Ούτε στα παιχνίδια της πρώτης κατηγορίας δεν πάνε. Όλο το αθλητικό τους ενδιαφέρον, τη μέριμνα και την υποστήριξη την παρέχουν μονάχα στα μεγάλα δύο – τρία μεγάλα ποδοσφαιρικά μας σωματεία. Για τα άλλα, ας φροντίσουν οι άλλοι. Φυσικά κανείς εκτός των ολιγάριθμων οπαδών τους δεν φροντίζει γι’ αυτά και τα ανεπίσημα μοιάζουν με τα πετεινά του ουρανού και με τα λουλούδια των αγρών. Από τη βροχή και τον άνεμο περιμένουν να αναζωογονηθούν.



Οι φίλαθλοι λοιπόν αυτοί που ούτε στα παιχνίδια ομάδων α’ κατηγορίας δεν πάνε, ούτε ξέρουν καν πως υπάρχουν δεκάδες ανεπίσημων σωματείων και σφριγηλός συνοικιακός αθλητισμός.

Ποτέ δεν καταδέχτηκαν να πάνε σε ένα από τα απερίφραχτα ετούτα γήπεδα να δουν το παιχνίδι δύο ανεπίσημων ομάδων και ποτέ δεν είπαν δύο λόγια για τις φτωχές και παραμερισμένες ομάδες των Αθηναϊκών συνοικιών.

Μπορούμε να πούμε για τις ομάδες αυτές πως λησμονήθηκαν και από ανθρώπους και από τον Θεό. Αυτή είναι η αλήθεια.

Κι όμως τα ανεπίσημα σωματεία, που αριθμούνται κατά δεκάδες σε όλη την Αττική γη και ιδιαίτερα στην Αθήνα, τιμούν, συνιστούν και στηρίζουν τον ελληνικό αθλητισμό, εκπολιτίζουν τους φιλάθλους, δημιουργούν αθλητική παράδοση, καλλιεργούν τα ωραιότερα ανθρώπινα αισθήματα στις καρδιές των απλοϊκών και αγαθών παρακολουθητών και φίλων των παιγνιδιών τους, διαιωνίζουν το αθάνατο ελληνικό πνεύμα της ευγενικής άμιλλας του ωραίου συναγωνισμού και της καλλιέργειας των ψυχών και των σωμάτων.

Και θα εξηγήσω στους αναγνώστες μου, παρακάτω, γιατί κάνω αυτόν τον διθύραμβο και γιατί χαρακτηρίζω έτσι τα σωματεία της σημερινής καμπάνιας.



Στα μεγάλα ματς είναι γνωστό ότι επακολουθούν παρατράγουδα, έκτροπα και επεισόδια. Ο φανατισμός των φιλάθλων ανάβει τις πυρκαγιές της έριδας και του πολέμου. Οι χρωματισμένοι θεατές, χωρίζονται σε αλληλομαχόμενα στρατόπεδα και αρχίζουν τις αντεγκλήσεις. Ο καυγάς ανάβει και το αθλητικό πνεύμα της συναδέλφωσης πάει να συγχρωτιστεί στο κρατητήριο μαζί με τους δολοφόνους και τις γυναίκες της αμαρτίας.

Τα γεγονότα αυτά είναι τόσο γνωστά ώστε περιττεύει να τα ξαναπούμε. Θα ρωτήσουν όμως οι αναγνώστες μας.

“Μα πως λοιπόν, στα γήπεδα – χωράφια ή μάντρες που μας λέτε, δεν συμβαίνουν τα ίδια; Οι θεατές δεν είναι Ρωμιοί με τα ίδια πατροπαράδοτα προτερήματα και ελαττώματα”;

Δεν το αρνούμαι αλλά συμβαίνει κάτι άλλο εδώ. Στα γήπεδα τούτα μαζεύεται ο βιοπαλαιστής κοσμάκης, ο λαός με τις ακλόνητες παραδόσεις της ηθικής και του φιλότιμου, ο λαός που έχει την καρδιά του αγνή και τη διάθεσή του πάντα φαιδρή, οι βιοπαλαιστές που κοιμούνται σαν βρέφη χωρίς εφιάλτες και χωρίς έγνοιες.

Οι άνθρωποι αυτοί πιστεύουν στον αθλητισμό, σαν σε θρησκεία. Η αρετή, η συναδέλφωση και οι κοινοί καημοί τους δένουν με τα αξεδιάλυτα δεσμά τους.

Αλλά ας περιγράψουμε καλύτερα το τελευταίο ματς και το περιβάλλον του.

Η συνάντηση των ομάδων που αναφέραμε, γίνονταν στο ιδιωτικό γήπεδο των Νέων Σφαγείων. Όλη η γειτονιά επί ποδός. Τα κοριτσόπουλα με τα Κυριακάτικά τους κομψά φορεματάκια, δεν είχαν ησυχία. Γυρίζουν σε όλες τις μεριές του γηπέδου για να βρουν την κατάλληλη θέση. Τιτιβίζουν σαν γαλιάντρες, κελαηδούν, γελούν, ψιθυρίζουν, πάνε μπουλούκια – μπουλούκια. Η πολυτέλεια των κερκίδων δεν υπάρχει εδώ κάτω. Μερικά σανίδια σε πασσάλους, αναπληρώνουν την έλλειψη. Οι φίλαθλοι είναι όλοι φίλοι των ομάδων, γνώριμοι των παικτών, παιδιά και άντρες της συνοικίας.

Ο μανάβης κυρ Χρήστος που πουλάει καρπούζια κόκκινα σαν το χρώμα της ομάδας του και γλυκά σαν τα γκολ που πετυχαίνει.

Ο μαραγκός ο κυρ Θανάσης που σιγυρίζει κάπου – κάπου τα γκολπόστ και αν του πεις να τον πληρώσεις τον κόπο, σκίζει τα ρούχα του και χαλάει τον κόσμο. Το τσαγκαρόπουλο ο Τάσος που φτιάχνει την μπάλα και μπαλώνει τα παπούτσια των παικτών, όλο το Κυριακάτικο πρωινό, ο κτίστης, ο εργάτης των λιπασμάτων, ο δανδής της συνοικίας, ο νερουλάς, ο φαρμακοποιός με το τρυφερό του ήμισυ, ο καστανάς, ο στραγαλατζής, όλος ο κόσμος τέλος της Αθηναϊκής γειτονιάς, συν γυναιξί και τέκνοις.



Όλοι κάθονται ήσυχα και περιμένουν την έναρξη του αγώνα. Θα αγωνιστούν οι κόκκινοι με τους μπλε. Γίνονται προγνωστικά, αναφέρονται ονόματα παικτών, περιγράφεται η αξία καθενός, σχολιάζονται οι προηγούμενες συναντήσεις.

Οι ομάδες εμφανίζονται στο γήπεδο. Οι παίκτες τους, όλοι βιοπαλαιστές. Ηλεκτροτεχνίτες, μαραγκοί, εργάτες εργοστασίων, τορναδόροι και που και που κανένας φοιτητάκος.

Το παιχνίδι αρχίζει ήρεμο, στρωτό με φάσεις, ένα παιχνίδι που θυμίζει ομάδες α’ κατηγορίας.

Οι παίκτες φιλοτιμούνται ποιος θα παίξει καλύτερα. Σκέπτονται τον έπαινο και τα χειροκροτήματα, αλλά και τα γλυκά μάτια κάποιου κοριτσιού που θα λάμψουν από χαρά με τη νίκη της ομάδας που παίζει ο Νίκος, ο Σταμάτης, ο Γιώργος, ο Παντελής.

Οι θεατές χειροκροτούν και επιδοκιμάζουν τους νικητές, τους ενθαρρύνουν, τους εγκαρδιώνουν.

Καμία αποδοκιμασία εκ μέρους τους, καμία βωμολοχία.

Δεν κάνει καρδιά λόγου χάριν στο μανάβη να βρίσει το παιδί του κυρ Σταμάτη, του πελάτη και γείτονα. Γιατί άλλωστε;

Το παιδί παίζει όσο καλά μπορεί. Αν νικιέται η ομάδα του σημαίνει πως υστερεί και μπορεί να βελτιωθεί. Ώστε δεν είναι σωστό, σκέπτεται με την τετράγωνη λογική του να τον αποδοκιμάσει.

Σήμερα η ομάδα του νικήθηκε, αύριο θα νικήσει. Μία σου και μία μου.

Τα χειροκροτήματα λοιπόν απονέμονται σε όλους και οι έπαινοι μοιράζονται ακριβοδίκαια.

Πουθενά οι αντεγκλήσεις και οι προστυχιές.

“Μπρος και τους φάγαμε ρεεε», “Άδειασέ τον ρε Κώστα…”, “Μην τους λυπόσαστε ρε τους μάπες…”.

Αυτά μονάχα στα μεγάλα γήπεδα μπορεί κανείς να τα ακούσει κανείς και μη προς κακοφανισμό των φιλάθλων. 

Τελειώνει το ματς


Το παιχνίδι τελειώνει μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα της φιλικής συναδέλφωσης και της αγάπης. Μακριά σφυράνε τα τρένα και το Αττικό σούρουπο, ήρεμο γλυκό και υποβλητικό, ραίνει με τους υάκινθους και τα πορφυρά πέταλα των ρόδων του την Αττική, ξεψυχάει πάνω στις μακρινές βουνοκορφές, αγωνίζεται να ξεσκαλώσει από τον Υμηττό, ροδοπεθαίνει πάνω στο εκκλησάκι του Λυκαβηττού και οι βραδυνές φωνές, οι αποσπερνοί ήχοι λαμπικάρονται, παίρνουν ένα τόνο τρυφερότητας και αναμονής.

Οι νικητές του αγώνα ανεβαίνουν σε ένα καμιόνι με τη σημαία του σωματείου και γυρνάνε τη συνοικία τραγουδώντας τα επινίκεια. Οι ηττημένοι αποσύρονται με την πικρία, μα και την ελπίδα συγχρόνως πως στη ρεβάνς θα έρθουν αυτοί στην ευχάριστη θέση να ανεβούνε πάνω στο καμιόνι, ενώ η μαρίδα πίσω του θα ξελαρυγγιάζεται από τις κραυγές.

Μόλις ανάψουν τα φώτα, τα κέντρα της γειτονιάς γεμίζουν από τους θεατές που σχολιάζουν το αποτέλεσμα. Η συνοικία ζει τις ωραιότερες στιγμές της βδομάδας.

Πρωί – πρωί θα πάρουν το δρόμο της βιοπάλης και του αγώνα για το ψωμί.

Και όμως τα ανεπίσημα σωματεία, ολόκληρες δεκάδες στην Αθήνα, φυτοζωούν.

Η μοναδική τους ενίσχυση είναι οι συνδρομές των φιλάθλων και των μελών τους. Το υπουργείο Παιδείας τα αγνοεί, η ΕΠΟ χειρότερα. Και η δράση τος είναι σπουδαία. Καλλιεργούν τη φυσική αγωγή πιο πολύ, παρά τον πρωταθλητισμό. Τα σωματεία αυτά όπως είπαμε, ωφέλησαν σημαντικά την αθλητική ιδεολογία.



Ξεσήκωσαν τα παιδιά από τα καφενεία και το τάβλι, το μπιλιάρδο και την κοντρίνα και τα έφεραν στα γήπεδα. Γέμισαν την ψυχή τους με αισιοδοξία και ελπίδα. Τα χαλύβδωσαν μέσα στη σκληρή βιοπάλη, τα εκπολίτισαν. Το υπουργείο Παιδείας πρέπει να αναγνωρίσει τις υπηρεσίες τους και να τα ενισχύσει.

Οι απλοϊκές αυτές ψυχές πολεμούν με το τίποτα. Γήπεδα δεν έχουν, τα ταμεία τους είναι άδεια, τις στοιχειώδεις ανέσεις δεν διαθέτουν. Σκέπτονται να αγοράσουν και ένα ζευγάρι παπούτσια ακόμα.

Και όμως πόση ηθική εδώ κάτω, πόσο μεγαλείο ψυχής. Μακρυά από τη ροή και την πολυτέλεια των κέντρων, μέσα στις σκοτεινές τρώγλες και τα υπόγεια των Αθηναϊκών συνοικιών, ανθίζει το ωραιότερο άνθος του αθλητικού πολιτισμού, που αν δεν ενισχυθεί, είναι μοιραίο να φυλλοροήσει.

Το υπουργείο Παιδείας πρέπει και είναι καθήκον του να φροντίσει. Ο ελληνικός αθλητισμός δεν προοδεύει και δεν ενισχύει την φυσική αγωγή μόνο με την ενίσχυση των μεγάλων σωματείων.

Η μάζα, ο λαός, τα ανεπίσημα σωματεία κύριοι αρχιραβίνοι και κύριοι παράγοντες, πρέπει να ενισχυθούν. Τα άλλα είναι απλώς φιλολογία και επίδειξη».

Υπογραφή: Π. ΚΡ.

«Ταξιδέψαμε» μακριά στο 1931, αλλά εντοπίσαμε στοιχεία που μας φαίνονται γνώριμα και σήμερα, κυρίως στις αγωνίες επιβίωσης των ερασιτεχνικών σωματείων και το περίσσευμα αγάπης που επενδύουν σε αυτά, όσοι τα υπηρετούν και τα αναδεικνύουν σε κύτταρα αθλητισμού και κοινωνικής προσφοράς.

Έρευνα: Νάσος Μπράτσος