Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

“Πιτούλης” ….μια βασανισμένη ιστορία ζωής!!!!

...αναδημοσίευση από την Ικαριακή Ραδιοφωνία, αφού ο Αποστόλης υπήρξε συμπτωματικά, αρκετές φορές επιβάτης ωτοστόπ της διαχείρισης του blog, επί ικαριακού εδάφους, αλλά και γνώριμη φυσιογνωμία από το καφενείο των Ικαριωτών που υπήρχε στην Εμμ. Μπενάκη στην Αθήνα, τη δεκαετία του 80. Διατήρησα τον ίδιο τίτλο από την Ικαριακή Ραδιοφωνία...






Χρονιάρες μέρες μια πολύ συμπαθητική φυσιογνωμία εκεί στο Χριστό Ραχών, ο “Πιτούλης” όπως τον ήξεραν οι περισσότεροι , ο Απόστολος Μελής, σύμφωνα με τα χαρτιά, μας άφησε, έτσι απλά, ήσυχα, για να ταξιδέψει για την γειτονιά των αγγέλων.

Ποιός ήταν ο “Πιτούλης” θα μου πείτε όσοι δεν τον ξέρατε (ελάχιστοι πιστεύω). Μια γραφική φυσιογνωμία, ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, χαμένου μέσα στον δικό του κόσμο, μέσα στο θολωμένο του μυαλό, αλλά πάντα ευγενής, χαμογελαστός, κοινωνικός. Γενικά αν κάποιος πέρναγε από το χωριό του, τον Χριστό Ραχών, αλλά και όχι μόνο εκεί, αποκλείεται να μην έπεφτε μπροστά του ο “Πιτούλης”.


Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στη μικρή κοινωνία του νησιού μας, άσχετα αν πολλοί τον πείραζαν συνέχεια, άλλοι τον απέφευγαν διακριτικά ή όχι, λόγω της εμφάνισης του, εκείνος δεν κράταγε ποτέ κακία σε κανένα, πολλές φορές μάλιστα ο ίδιος επεδίωκε το πείραγμα, για να είναι το κέντρο του ενδιαφέροντος, γιατί πάντα είχε ανάγκη από συντροφιά, που τόσο πολύ του έλλειπε, είτε από την οικογένεια του, είτε από τους συγγενείς ή τους φίλους , συμπατριώτες ή μη, ο “Πιτούλης” δεν είχε πρόβλημα, αρκεί να ήταν στην παρέα και στο οποιοδήποτε γλέντι, πανηγύρι, γάμος, βάπτιση, πάρτι (παλαιότερα). Δεν είχε πρόβλημα να πάει με οποιονδήποτε τρόπο (ωτοστόπ, περπάτημα κλπ.) σε οποιοδήποτε μέρος του νησιού, αλλά και στην Αθήνα παλαιότερα, μάθαινε ότι υπήρχε Ικαριώτικο γλέντι. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση που θυμάμαι από τα παλιά χρόνια, ότι ο “Πιτούλης” περπάτησε όλο τον δρόμο και πήγε στο Καραβόσταμο από τις Ράχες, που έμαθε ότι γινόταν κάποιο γλέντι, αλλά δεν του το είχαν πει οι συγχωριανοί του που ήταν εκεί, μονολογώντας ο ίδιος…” α τους άτιμους μου την έσκασαν αλλά όμως εγώ θα τους τσακώσω“!!!, και μόλις έφτανε μέσα στο χώρο του γλεντιού αναφωνούσε …” παμπονηρούληδες σας βρήκα, που νομίζατε ότι θα μου τη σκάγατε“!!! Και βέβαια ο κακομοίρης αναγκάστηκε τότε να ξαναγυρίσει στις Ράχες με τα πόδια, γιατί δεν τον ήθελαν στην παρέα τους, και στα λιγοστά τότε μέσα μεταφοράς που υπήρχαν. Εκείνος όμως δεν στεναχωριόταν καθόλου, ούτε κουραζόταν (ήταν και αρκετά νεώτερος βέβαια), αρκεί να μην έχανε κανένα γλέντι, όπου και να γινόταν. Ήταν μια μεγάλη ανάγκη επικοινωνίας με τον κόσμο, για να ξεφύγει από αυτή την μεγάλη μοναξιά του, που τον συνόδευε σ’ όλη τη ζωή του.


Η ζωή αυτού του “αιώνιου παιδιού”, (ναι έτσι ήταν μέχρι χτες ο Αποστόλης, ένας άνθρωπος βιολογικά στην ηλικία των 60 και κάτι, αλλά η καρδιά του και η ψυχή του, ήταν ενός μικρού παιδιού), ήταν ιδιαίτερη, με πολλές φάσεις, αλλά με καταστάλαγμα να είναι το αιώνιο θύμα. Ο μεγαλύτερος γιός μιας πολυμελούς οικογένειας του Κώστα Μελή, από τη γέννηση του είχε κάποιο πρόβλημα νοητικής συμπεριφοράς, αλλά προσπαθούσε με τα δύσκολα δεδομένα εκείνης της εποχής να επιβιώσει στη μικρή κοινωνία των Ραχών, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα (λόγω της περίπτωσης του) από τους αγράμματους γονείς του. Από μικρό λοιπόν τον πήραν από το νησί, συγγενείς του πατέρα του, που δεν είχαν παιδιά και τον μεγάλωναν σαν δικό τους παιδί. Τα καλοκαίρια βέβαια ήταν όλοι στο νησί. Ο Αποστόλης εκείνα τα χρόνια, ήταν καλοντυμένος, σκέτος πρίγκιπας, με τα κουστουμάκια του, τα καθαρά του ρούχα, τη δουλειά που του είχε βρει η θεία του στο Παγκράτι. Πάντα σύχναζε στα στέκια που σύχναζαν οι Καριώτες της Αθήνας, αλλά πάντα έψαχνε σ’ όλο το λεκανοπέδιο τα σπίτια των συμπατριωτών του, άσχετα αν οι περισσότεροι για να τον αποφύγουν, δεν του έδιναν στοιχεία, εκείνος τους έβρισκε πανηγυρίζοντας σαν μικρό παιδί κάθε φορά.


Τα χρόνια πέρασαν, ο Αποστόλης δούλευε κανονικά, έμενε στο σπίτι των συγγενών του, αλλά βέβαια λόγω της κατάστασης του βρέθηκαν πολλοί καλοθελητές, ντόπιοι ή όχι, δεν έχει σημασία, που εκμεταλλεύτηκαν τους κόπους του και τα συναισθήματα του. Τελευταία που τον αποτελείωσε ψυχολογικά, μια κοπελιά σε νυχτερινό κέντρο, με όνομα Κατερίνα, που αφού του πήρε τις τελευταίες του οικονομίες, του υποσχέθηκε γάμο κλπ, αλλά τον πέταξε έξω από το σπίτι της σαν δαρμένο σκυλί. Εν τω μεταξύ είχαν πεθάνει και οι συγγενείς του, η κατάσταση στην Αθήνα ήταν ανυπόφορη, και πήρε την απόφαση να γυρίσει στο νησί. Όχι ότι εδώ ήταν καλύτερα, ο πατέρας του είχε πεθάνει, η μητέρα του και η υπόλοιπη οικογένεια του δύσκολα έβρισκαν τρόπους συνεννόησης με τον “Πιτούλη”, με αποτέλεσμα να παραμένει τις περισσότερες ώρες στο κέντρο του χωριού, στην αρχή απασχολούμενος περιοδικά στον Δήμο στην καθαριότητα, για να έχει ένα μικρό οικονομικό βοήθημα. Αργότερα όταν τελείωσε η απασχόληση του στον Δήμο, τον πήραν “υπό την προστασία τους” οι επαγγελματίες στο κέντρο του χωριού. Μετέφερε τα απορρίμματα από τα μαγαζιά τους στους κάδους στην άκρη του χωριού ή μετέφερε αντίστοιχα τα εμπορεύματα από τα αυτοκίνητα προς τα μαγαζιά τους. Εκείνοι είχαν αναλάβει να εξασφαλίζουν το καθημερινό φαγητό του Αποστόλη και κατά κάποιον τρόπο να τον επιβλέπουν.

Βέβαια όταν πέθανε και η μητέρα του, ο Αποστόλης στο σπίτι του πήγαινε αραιά και που για έναν ύπνο ή να αλλάξει ρούχα. Τις περισσότερες φορές τον έπαιρνε ο ύπνος πάνω στα καθίσματα των καταστημάτων της πλατείας και τα ρούχα του αλλά και ο ίδιος ήταν βρώμικα. Όλα αυτά τα χρόνια όσο δούλευε κι όσο κινιόταν σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του νησιού, συνεχώς μιλούσε (μόνος του τις περισσότερες φορές), για τον μεγάλο του πόνο, την τελευταία του αγάπη, την Κατερίνα, και συνεχώς απειλούσε ότι θα σκοτώσει αυτούς που του την πήραν. Αλλά πάντα με το χαμόγελο του, μόλις έφευγε από τα θολωμένα του όνειρα, πρόθυμος να σε ρωτήσει τι κάνεις, να μάθει τα τελευταία νέα του νησιού και μετά πάλι στις θολωμένες του σκέψεις.

Έκανα όλη αυτή την αναφορά στον “Πιτούλη ΜΑΣ” και το τονίζω, γιατί ήταν ο δικός μας άνθρωπος στο χωριό, είχαμε συνηθίσει να τον βλέπουμε κάθε μέρα, ανησυχούσαμε αν κάποιες μέρες απουσίαζε (λόγω ασθένειας), καυτηριάζαμε όσους χωρίς λόγο τον πείραζαν, νοιώθουμε ένοχοι τώρα που στα πρώτα νεανικά μας γλέντια τον αποφεύγαμε με ανόητες δικαιολογίες, και τελευταίο που θα πω είναι ένα παράπονο από την οργανωμένη (υποτίθεται) Πολιτεία. Τα τελευταία χρόνια ο Αποστόλης είχε διάφορα προβλήματα υγείας, που προέρχονταν κυρίως από την ζωή και τη διατροφή που έκανε. Όλοι εμείς οι φορολογούμενοι πληρώνουμε φόρους για την Κοινωνική Πρόνοια. Αν λοιπόν τέτοια άτομα δεν τα παίρνει υπό την προστασία της η Κοινωνική Πρόνοια, τότε ποιούς περιθάλπει για να δικαιολόγηση την παρουσία της;;

Σαν επίλογος, σαν καλό κατευόδιο σήμερα στη γειτονιά των Αγγέλων, όπου πραγματικά εύχομαι όπως και οι περισσότεροι από σας, να βρει την ηρεμία που έψαχνε όλα αυτά τα χρόνια. Καλό ταξίδι “Πιτούλη μας”, το χωριό μας από σήμερα είναι πιο φτωχό και θα μας λείπεις πολύ ρε μπαγάσα!!!


Σωτήρης Πολίτης




Συμπληρωματικό σημείωμα

Σήμερα ο υπογράφων Σωτήρης Πολίτης, έγραψα ένα άρθρο – κατάθεση ψυχής, για τον “Πιτούλη”, τον συγχωριανό μου, τον φίλο μου, τον άνθρωπο που με την ιδιαιτερότητα του, είχε καταφέρει να μας κερδίσει όλους, όσο ζούσε, και να μας κάνει να αισθανόμαστε πολύ άσχημα, όσοι με την στάση μας τον είχαμε αφήσει στο περιθώριο. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να θίξω την οικογένεια του “Πιτούλη”, με οποιαδήποτε αναφορά μου στο άρθρο, κι αν από κάποια μέλη της οικογένειας του αυτό παρεξηγήθηκε, οφείλω να το διευκρινίσω. Όπως επίσης δεν ήξερα, όπως με ενημέρωσαν μέλη της οικογένειας του, ότι έπαιρνε σύνταξη από την Πρόνοια, οπότε το διορθώνω. Όσο για το ότι δεν δούλευε ποτέ περιοδικά στον Δήμο, ή ότι δεν τον είχαν “υπό τη προστασία τους οι επαγγελματίες” τους οποίους εξυπηρετούσε, αλλά τον φρόντιζε η οικογένεια του, τα λεγόμενα σήμερα στην εξόδιο ακολουθία από τον παπά του χωριού, αλλά και τα όσα έβλεπα και μάθαινα για τον Αποστόλη τα τελευταία 55 χρόνια που τον γνώριζα, μάλλον τείνουν να κλείσω το σημείωμα μου αυτό με το ερώτημα, ή εγώ και όσοι είμαστε στον συγκεκριμένο τόπο,  δεν βλέπουμε, δεν ακούμε, δεν αντιλαμβανόμαστε καλά, ή κάτι άλλο συμβαίνει που δεν το είχαμε αντιληφθεί.  Τέλος πάντων δεν θα επεκταθώ και θα το κλείσω το θέμα εδώ, ζητώντας συγγνώμη από τους συγγενείς τους, αν το άρθρο μου τους έθιξε, δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Το σκεπτικό μου  ήταν ξεκάθαρο, να γράψω δυο λόγια για τον φίλο μας τον “Πιτούλη” που από σήμερα αισθανόμαστε ήδη την απώλεια του.

Σωτήρης Πολίτης