...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη στον Φαρδύκαμπο της Δυτικής Μακεδονίας (κοντά στη Σιάτιστα), αντιθέτως θεωρήθηκε «στρατιωτικό παράδοξο» ή αν προτιμάτε μία νίκη του Δαυίδ ενάντια στο Γολιάθ. Όμως η συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής που στήριξαν αποφασιστικά τις ανταρτικές δυνάμεις του ΕΛΑΣ, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους, μαζί με την θέληση να αποτιναχτεί ο ζυγός από δυνάμεις κατοχής με μηδαμινό ηθικό, που έπαιξε και αυτό το ρόλο του.
Oι ιταλικές δυνάμεις στην περιοχή ήθελαν να ελέγχουν τους δρόμους και η παρουσία των ανταρτών που οι ίδιοι οι Ιταλοί σε έγγραφό τους, τους υπολόγιζαν σε 30.000, πρακτικά «έκοβε» στη μέση την επικοινωνία και τον εφοδιασμό των κατοχικών δυνάμεων, επηρεάζοντας τη δυναμική τους, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στη νότια Βαλκανική.
Ήδη από τα τέλη του 1941 είχαν αρχίσει να συγκροτούνται ένοπλες ομάδες ανταρτών στην περιοχή, με πυρήνα και πρωτοβουλιακή δράση της ομάδας «Αστραπή».
Στις αρχές του 1943 οι αντάρτες αφοπλίζουν δυνάμεις της χωροφυλακής και στρατολογούν νέους από τα χωριά της περιοχής, ενώ απελευθερώνουν και 30 κρατούμενους στη Σιάτιστα.
Παραπλανώντας τον εχθρό οι αντάρτες δίνουν την εντύπωση ότι το σύνολο των δυνάμεών τους ήταν πολύ μεγαλύτερο από το πραγματικό, γεγονός που θορύβησε τους κατακτητές και για κάποιο χρονικό διάστημα τους οδήγησε σε «παράλυση».
Ακολούθησε στις 8 Φεβρουαρίου μάχη με τους Ιταλούς στο χωριό Σνίχοβο, με μεγάλες απώλειες των Ιταλών .
Οι ανταρτικές δυνάμεις όταν έμπαιναν στα χωριά έκαναν διανομή στους φτωχούς και φρόντιζαν για τα συσσίτια των παιδιών, από τις αποθήκες συγκέντρωσης σιτηρών, που σκόπευαν να οικειοποιηθούν οι κατακτητές. Να τονίσουμε ότι όταν μπήκαν οι Ιταλοί στο χωριό είχαν κάψει σπίτια και είχαν κακοποιήσει κατοίκους του.
Συνέπεια της αυξανόμενης δυναμικής των ανταρτών, ήταν και η αύξηση της ανησυχίας για τους Ιταλούς που αποφάσισαν να στείλουν ενισχύσεις από την Καστοριά.
Την 1η Μαρτίου η ιταλική φάλαγγα που μετακινούνταν από την Κοζάνη προς τα Γρεβενά, χτυπήθηκε με απολογισμό αρκετούς νεκρούς, 50 τραυματίες και λάφυρα τον οπλισμό, τα πυρομαχικά και εννέα αυτοκίνητα. Ήταν μία τεράστια νίκη ενάντια στους κατακτητές.
Αναμενόμενη ήταν και η θέληση των Ιταλών για να ανταποδώσουν, που πράγματι έδωσαν εντολή για το κάψιμο της Σιάτιστας και μετακίνησαν νέες δυνάμεις προς την περιοχή.
Στις 4 Μάρτη οι Ιταλοί κατέλαβαν τη γέφυρα του ποταμού Αλιάκμονα, ενώ η ελληνική πλευρά τους δημιουργούσε συνεχώς παρενοχλήσεις για να καθυστερήσει την πορεία τους προς τη Σιάτιστα.
Στις 5 Μαρτίου οι αψιμαχίες εντάθηκαν, ενώ προς την περιοχή κατευθύνονταν και ενισχύσεις των ανταρτών.
Στις 6 Μαρτίου οι ιταλικές δυνάμεις είχαν περικυκλωθεί από τους αντάρτες και ξεκίνησε σκληρή μάχη, όπου παρά τον ανώτερο πολεμικό εξοπλισμό, αλλά και τη συνδρομή αεροπλάνων οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να υπερισχύσουν. Τις απογευματινές ώρες και το βράδυ η επίθεση συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε, κατά κανόνα πρωτοβουλιακά από τα ανταρτικά τμήματα, που είχαν εντολή εφόδου, αλλά περιορισμένη ορατότητα (όπως όμως και οι αντίπαλοί τους) και οι Ιταλοί έφτασαν στο σημείο να παραδοθούν.
Τεράστιο ρόλο στην έκβαση της μάχης έπαιξε η στήριξη των ανταρτών από τον τοπικό πληθυσμό που κινητοποιήθηκε τροφοδοτώντας τους μαχητές με ψωμί, νερό, παροχή πληροφοριών από παρατηρητές στα υψώματα. Επίσης οι αντάρτες έσπαγαν το ηθικό των Ιταλών φωνάζοντας το γνωστό από τα βουνά της Αλβανίας ΑΕΡΑ, τραγουδώντας το «κορόιδο Μουσολίνι» και με τα λιγοστά ιταλικά που ήξεραν, καλούσαν τους Ιταλούς στρατιώτες να παραδοθούν, γιατί η αντίστασή τους είναι ήδη καταδικασμένη».
Ο απολογισμός των απωλειών τους ήταν 40 νεκροί και τραυματίες, 603 αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων 18 αξιωματικοί με τον διοικητή τους ταγματάρχη Περόνε Πασκονέλι και λάφυρα όλος ο οπλισμός του τάγματος, 3 πυροβόλα των 6,5 με 300 βλήματα, όλμοι, πολυβόλα και τα μεταγωγικά του τάγματος. Ελληνικές απώλειες μόλις τρεις νεκροί (Παπαγιάννης Θύμιος από τον Άγιο Γεώργιο, Γιώργος Ώττας από την Σιάτιστα, Παναγιώτης Γούτας από την Σιάτιστα) και 15 τραυματίες.
Μία τόσο μεγάλη νίκη δεν θα μπορούσε παρά να εμπνεύσει τόσο πολύ ώστε να γίνει τραγούδι:
Ελεύθερο είναι το Τσοτύλι, Νεάπολη και Γρεβενά
τα πήραν οι αντάρτες πάλι με την γενναία τους καρδιά
και εξακόσιοι τρεις πιάστηκαν παρ’ ευθύς
και πάνε στο Ζουπάνι να τους δεις.
Τρεις δεκαετίες μετά τη μάχη, εκτυλίχθηκε ένα συγκινητικό περιστατικό, όταν Ιταλός λοχαγός εκείνης της εποχής, που είχε νοσηλευτεί τραυματισμένος μαζί με Έλληνα αντάρτη σε νοσοκομείο των δυνάμεων κατοχής, επισκέφτηκε την περιοχή μαζί με το γιό του, συνάντησαν τον τότε Έλληνα τραυματία Ζήση Μπούρτσο που είχε τραυματιστεί στην πρώτη μάχη στις Βίγλες (ο Ιταλός στον Φαρδύκαμπο). Στις μεταξύ τους συνομιλίες όταν νοσηλεύονταν, ο Ιταλός κράτησε αποστάσεις από την πολιτική της χώρας του εναντίον της Ελλάδας και δεν ήταν θιασώτης του πολέμου. Η συνάντηση 30 χρόνια μετά ολοκληρώθηκε και όπως είπε ο Ιταλός «Νο καλό πόλεμος».
Έρευνα: Nάσος Mπράτσος