Ικαριώτες Πρόσφυγες στο Β Παγκόσμιο Πόλεμο Α μέρος

https://www.youtube.com/watch?v=C625SYZQJ9U

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Tο θρυλικό «Go back!» στη Λέσβο


 ...αναδημοσιεύουμε από το αρχείο μας (το είχαμε αναρτήσει με αφορμή τα 73 χρόνια) εργασία του Παναγιώτη Κουτσκουδή...

76 χρόνια από το θρυλικό «Go back!»
(Ήρταν γοι δούλ’ α σκλαβώσιν τς λέφτιρ’)

Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 76 χρόνια από τα Χριστούγεννα του 1944, όταν σύσσωμος ο λεσβιακός λαός, κάτω από την καθοδήγηση του ΕΑΜ, κατέβηκε στα Μπλόκια της Μυτιλήνης για να αποτρέψει την απόβαση των «μαύρων» του Τόρνμπουλ (βρετανικών στατευμάτων, στελεχωμένων κυρίως από Ινδούς), βροντοφωνάζοντας στους Εγγλέζους αποικιοκράτες το θρυλικό “Go Back” και ματαιώνοντας έτσι την επιχειρούμενη νέα κατοχή του νησιού μας.

«Κατέβηκε ο Λαός γεμάτος οργή. Ορμητικός και αποφασισμένος - άντρες και γυναίκες - να προστατέψει τη Λευτεριά, που την απειλούσε ένας σίγουρος κίνδυνος και κατέβηκε αρματωμένος. Πήρε στο χέρι ό,τι βρήκε μπροστά του...
Άφησε όλες τις δουλειές στη μέση για να κατέβει να μιλήσει μέσα στο χιονόνερο και στο κρύο και ν’ αφήσει τη φωνή του ν’ ακουστεί βροντερή, για να δείξει πως είναι ικανός μόνος του να ρυθμίσει τη ζωή του...
Τίποτα δεν μπορεί να γίνει πια χωρίς τη συμμετοχή του λαού. Αυτός αποτελεί το βασικό παράγοντα της ζωής. Άλλοτε δεν τόνε λογάριαζαν οι άρχοντες. Οι συνθήκες ήταν άλλες. Δεν είχε τότε λαό. Ήτανε όχλος. Σκόρπια μπουλούκια, χωρίς οργάνωση, χωρίς συνείδηση της αξίας τους και της δύναμής τους... Ο λαός σήμερα νιώθει και ξέρει τη δύναμή του. Και ξέρει πως δεν έρχεται απόξω αυτή η δύναμη. Βγαίνει μέσα απ’ την κοινωνία, απ’ τον ίδιο, είτε το ξέρει είτε όχι. Και γίνεται πιο μεγάλη με την οργάνωση και την πειθαρχία.
Γι’ αυτό και παραξενεύτηκαν μερικοί που τον είδαν σήμερα έτσι το λαό... Πρώτη φορά βλέπανε λαϊκό ξεσήκωμα και είναι οι λαοί τρομεροί στο ξεσήκωμά τους... Είδαν πως μπροστά στη δύναμη του λαού ελύγισε η άλλη δύναμη, η βία. Γιατί αυτή αποχτά αξία όσο εξυπηρετεί τη δύναμη του λαού. Μονάχα τότε έχει αξία και τότε δικαιολογεί την ύπαρξή της. Κείνος που θαρρούσε πως ήτανε ισχυρός μένει με τ’ όπλο μονάχα στο χέρι και καταλαβαίνει τότε πως τη δύναμη δεν τη δίνει τ’ όπλο...»

Τα παραπάνω γραφόμενα του Στρατή Παρασκευαΐδη, στο κείμενό του με τίτλο «Όταν ο Λαός ξυπνά», που γράφτηκε κείνες τις ανταριασμένες μέρες, είναι πολύ διδακτικά για την πίστη στην αξία και στη δύναμη του μαζικού λαϊκού κινήματος.
Το «Go back» θα μείνει για πάντα στην ιστορία και τη μνήμη μας, επειδή κατάργησε τη μοιρολατρία και την υποταχτικότητα του λαού απέναντι στον πάνοπλο εχθρό. Επειδή ύψωσε θεόρατο ανάστημα και αμφισβήτησε την «αδιαμφισβήτητη» ισχύ της Μεγάλης Δύναμης, που διαφεντεύει πάντα τις τύχες των λαών σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Επειδή ο λαός συνειδητοποίησε τη δύναμή του και αναδείχτηκε νικητής μ’ έναν εχθρό που ήρθε σαν «φίλος και σύμμαχος», για να εξουδετερώσει την τεράστια επιρροή του ΕΑΜ και να βοηθήσει την άρχουσα τάξη και τη ντόπια αντίδραση να επιβάλει το κράτος του νόμου της στο μόνο νησί του Αιγαίου που κρατήθηκε σχεδόν ολότελα εαμικό και όπου ο αδούλωτος λαός του, μετά την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς καταχτητές, πήρε τις τύχες του στα χέρια του και μεγαλούργησε.
Για εφτά περίπου μήνες εγκαταστάθηκαν στη Λέσβο οι αρχές της εαμικής εξουσίας, που απολάμβαναν της στήριξης της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Οι επίσημες κυβερνητικές αρχές είτε υπολειτουργούσαν (Εφορίες, Ταμεία, Τράπεζες), είτε είχαν ατονήσει εντελώς (Δικαστήρια, Χωροφυλακή, Αυτοδιοικητικές Αρχές). Έκαναν την εμφάνισή τους οι νέοι λαογέννητοι θεσμοί της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, της Λαϊκής Δικαιοσύνης και της Εθνικής Πολιτοφυλακής. Εκδόθηκαν τραπεζογραμμάτια (συνάλλαγμα). Συνελήφθησαν οι εθνοπροδότες και οι συνεργάτες των κατακτητών. Συγκροτήθηκαν Λαϊκό Δικαστήριο και Στρατοδικείο. Δημιουργήθηκε  εκδοτικός μηχανισμός. Οργανώθηκαν οι συγκοινωνίες στο εσωτερικό του νησιού. Η απόπειρα του Μοίραρχου Σηφάκη στις 2 Νοεμβρίου να επιβάλει τη λειτουργία της κυβερνητικής Χωροφυλακής απέτυχε. Τόσο αυτός όσο και το σύνολο των ανδρών της Χωροφυλακής του νησιού έφυγαν στη Χίο και τέθηκαν κάτω απ’ την προστασία των Άγγλων. Ο Γεώργιος Μπουρδάρας, που ήρθε στη Μυτιλήνη σαν εκπρόσωπος της κυβέρνησης με εξουσίες υπουργού Αιγαίου, αναγκάστηκε κι αυτός να μεταφέρει την έδρα του στη Χίο. Η κατάσταση αυτή ανατράπηκε βέβαια μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα από τις κατά πολύ υπέρτερες (ποσοτικά και ποιοτικά) βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, τις συνεπικουρούμενες και απ’ τις δυνάμεις του ντόπιου μοναρχοφασισμού, και την απαράδεκτη συμφωνία της Βάρκιζας, που δεν ανταποκρινόταν στον τότε συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.
Αλλά η νίκη αυτή του λεσβιακού λαού αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αν αναλογιστεί κανείς ότι επιτεύχθηκε τις ίδιες εκείνες μέρες που οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές αιματοκυλούσαν την Αθήνα (Δεκεμβριανά) και με την ωμή και απροκάλυπτη ανάμειξή τους στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας μας οδηγούσαν την πατρίδα μας στον εμφύλιο σπαραγμό.
Το “Go back” συμβολίζει λοιπόν την περηφάνια του ανυπότακτου λαού μας, που αντιστάθηκε πάντα σε κάθε επίδοξο σφετεριστή της εθνικής μας ανεξαρτησίας, που δεν έσκυψε ποτέ το κεφάλι σε κανέναν κατακτητή και που διατρανώνει ακόμα και σήμερα τα βαθιά αντιιμπεριλιστικά του αισθήματα.


Χρονολόγιο γεγονότων

Κυριακή, παραμονή Χριστουγέννων του 1944. Στις εφτά το πρωί μαθαίνεται σ’ όλη την πόλη, πως απ’ την αυγή άραξαν έξω απ’ το λιμάνι έξι καράβια, μεταγωγικά γεμάτα «μαύρους» (βρετανικά αποικιοκρατικά στρατεύματα, στελεχωμένα κυρίως από Ινδούς) και τρία πολεμικά εγγλέζικα. Στα Μπλόκια είχαν κιόλας ξεφορτώσει έξι στρατιωτικά αυτοκίνητα. Η μέρα είναι βαριά και κρύα. Φυσά δυνατός αγέρας κι ώρες - ώρες ρίχνει χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Νιάτα και λαέ! Εμπρός, όλοι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά να ζητήσουμε να φύγουν απ’ το νησί μας οι μαύροι. Θάνατος στο φασισμό - Λευτεριά στο λαό!».

Η απεργιακή επιτροπή, που από καιρό βρίσκεται σ’ επιφυλακή, κηρύσσει γενική απεργία σ’ όλο το νησί. Η ΝΕ του ΕΑΜ φροντίζει να δοθεί με τα χωνιά και με τους συνδέσμους της το σύνθημα για γενική κινητοποίηση του λαού. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι συγκινητική.

Ο ΕΛΑΣ και η Εθνική Πολιτοφυλακή αποφασίζουν να υποστηρίξουν το λαό, όταν εκείνος θα χρειαζόταν να αποκρούσει την απόβαση. Για το σκοπό αυτό οργανώνονται 4 σταθμοί επιδέσεως τραυματιών και ορεινό χειρουργείο, με γιατρούς και νοσοκόμους της Εθνικής Αλληλεγγύης. Ακόμα συγκροτούνται και συνεργεία τραυματιοφορέων από επονίτες. Ειδοποιούνται και οι λόχοι που εδρεύουν σε χωριά να κατεβούν, καθώς και ο εφεδρικός ΕΛΑΣ.

Κι ο κόσμος όλο και κατεβαίνει. Οι μπούκες των πολυβόλων είναι γυρισμένες κατά πάνω του. Δε δειλιάζει κανένας. Εξακολουθεί να βρέχει. Η προκυμαία γεμίζει κόσμο. Κατεβαίνουν από παντού. Οι δυνάμεις των Εγγλέζων επιχειρούν να αποβιβαστούν στο Ταχυδρομείο. Αποτυγχάνουν!

Ύστερα προσπαθούν να δέσουν την τορπιλάκατό τους και να κατέβουν στα Μπλόκια. Μα και πάλι δεν το καταφέρνουν. Ο κόσμος μαζεύεται εκεί. Τον δέρνει το χιονόνερο κι η παγωμένη αλισάχνη. Ο αγέρας δυναμώνει. Τραγουδούν τον αντάρτικο και σφίγγουν τις γροθιές. Βρέχει. Κρυώνει. Μα δε φεύγει κανένας!

Τ’ απόγεμα καταφθάνουν συνταγμένοι, οπλισμένοι οι Μοριανοί. Ένα σωρό άνθρωποι με σκουριασμένες χαντζάρες, κασμάδες, τσεκούρια και ξύλα. Και με ψυχή. Έρχονται οι Αγιασώτες, η αγροτιά της Γέρας, οι βασανισμένοι του λεσβιακού κάμπου. Τους καινούριους τους υποδέχονται οι παλιοί με «ζήτω», χαλασμός Κυρίου. Όλη αυτή τη νύχτα την περνά τόσος κόσμος που έκανε ώρες ποδαρόδρομο πάνω στην προκυμαία. Μέσα στη λάσπη και στο κρύο. Δε νοιάζεται κανένας, ούτε για φαί, ούτε για κρεβάτι. Ανάβουν φωτιές να ζεσταθούν και τραγουδούν. Η προκυμαία γεμίζει φλόγα και τραγούδι.

Αυτή τη νύχτα σηκώνονται οδοφράγματα με πέτρες, βαρέλια, αραμπάδες, κάσες και άλλα. Στα κυριότερα σημεία της πόλης και, πριν απ’ όλα, γύρω στο λιμάνι. Κάθε δρόμος και οδόφραγμα. Και μπροστά στα οδοφράγματα τα ξυπόλυτα αετόπουλα. Ο λαός αγρυπνά. Παντού.

Οι Γερμανοί, κατά τη διάρκεια της κατοχής του νησιού, είχαν φτιάξει στην πόλη οδοφράγματα με συρματοπλέγματα, τα οποία αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν μετά την απελευθέρωση και το διώξιμό τους από τη Λέσβο. Τα συρματοπλέγματα αυτά χρησιμοποιούνται τώρα από το λαό για την οχύρωση της πόλης.

Ξημερώνουν Χριστούγεννα κι από παντού καταφθάνουν οι αγρότες του νησιού με κασμάδες, τσεκούρια και ντουφέκια. Όλοι μαζεύονται στην προκυμαία και στα Μπλόκια. Ο κόσμος δείχνει μεγάλη αποφασιστικότητα.

Αργά το βράδυ, το μεγάλο πολεμικό ανεβάζει σήμα μάχης. Τα μεταγωγικά ανάβουν τα φώτα τους, οι «μαύροι» ετοιμάζονται πάλι να μπαρκάρουν. Χτυπούν καμπάνες, παίζουνε σάλπιγγες, αντηχούν τα χωνιά. Χαλά ο κόσμος. Το πλήθος τρέχει στα Μπλόκια με αλαλαγμούς. Με γυμνωμένα σπαθιά κι ορθά πελέκια. Μπροστά στην αποφασιστική στάση που κρατά ο λαός ο εχθρός κάνει πίσω.

Στις 28 Δεκέμβρη ανακοινώνεται επίσημα πως οι Εγγλέζοι δε θα πατούσαν πόδι στο νησί. Την είδηση τη δέχεται ο κόσμος με χαρά. Όλοι μαζεύονται στο Δημαρχείο. Μιλούν στο λαό ο Γώγος, ο Αποστόλου, ο Φριλίγγος, ο Πιταούλης κι ο Χατζηπαυλής. Την ίδια μέρα το μεσημέρι γίνεται παρέλαση. Μπροστά η Εθνική Αλληλεγγύη, ύστερα ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, ο εφεδρικός ΕΛΑΣ. Απ’ τα «ζήτω» χαλά ο κόσμος. Ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Όλη η μέρα περνά με χαρά και με τραγούδια. Ο λαός γιορτάζει τη νίκη του.

Η γυναίκα έδωσε μια νότα ξεχωριστή στον αγώνα. Δίπλα στον άντρα κι ακόμα πιο μπροστά απ’ αυτόν. Και δεν ήταν μονάχα στην πρώτη γραμμή. Σ’ όλες τις υπηρεσίες, που χωρίς αυτές η πρώτη γραμμή παραλύει. Στα συσσίτια, στα χειρουργεία, στη μια, στην άλλη. Έδειξε πως νιώθει βαθιά τις υποχρεώσεις της και καταλαβαίνει τον τρόπο που θα καταχτήσει τα δικαιώματά της.
Οι Αγιασώτες ξεχώριζαν με τα σατιρικά τους που κυριάρχησαν τις επόμενες μέρες και τραγουδήθηκαν απ’ όλους, όσους ξεροστάλιαζαν μέσα στο χιονόνερο και στο ξεροβόρι στα «Μπλόκια».

Του ΙΑΜ, του ΙΑΜ τσι γι’ ΙΠΟΝ
μας ανοίξαν τα μάτια λοιπόν
τσ’ ό,τ’ να κάνιτι ρε γκ’μπάρ’
δε μας βάζιτι σαμάρ’
στ’ς ικλουγές θα μας βρείτι απών!
Ρε Γιώργου βασ’λέ μας,
για ρίξι μπρους την γη κουμμάτ’ του βλέμμα σ’.
Γιου βασ’λές, του κλουτσιάρ’κου του μ’λάρ’
δε ντου πήρι ακόμα χαμπάρ’
τσ’ έστ’λι του Παπαντριγιά
τσι τ’ς Αράπ’δις τ’ κουπριγιά
να μας βάλιν τσινούργιου σαμάρ’.
Φουνιάδις φασίστις,
αγίτι, μη σας στείλουμε στ’ς αξίστις.
Μα ξ’πάσαν τα μ’λάρια
πιτάξαν απ’ τ’ς κατίνις τα σαμάρια.

(Τραγούδι του Αγιασώτη λαϊκού στιχουργού Στρατή Ανεζίνου που γράφτηκε κείνο το βράδυ στα Μπλόκια.)

Επιμέλεια: Παναγιώτης Μ. Κουτσκουδής