Α. Μουράτης |
UPDATE: Η εισήγηση του Νάσου Μπράτσου, είναι "παρωχημένη", υπό την έννοια ότι από τότε η έρευνα έχει προχωρήσει και συνεχίζεται, συνεπώς έχουν προστεθεί νέα στοιχεία και βρίσκεται υπό συνεχή εμπλουτισμό και αναδιάταξη.
Επιτυχής ήταν η εκδήλωση για το ποδόσφαιρο και την Εθνική Αντίσταση που έγινε στα πλαίσια των εκδηλώσεων «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη», στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, την Πέμπτη 22/11/2018.
Επιτυχής ήταν η εκδήλωση για το ποδόσφαιρο και την Εθνική Αντίσταση που έγινε στα πλαίσια των εκδηλώσεων «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη», στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά, την Πέμπτη 22/11/2018.
Την έναρξη έκανε εκ μέρους των διοργανωτών ο δημοσιογράφος στο κανάλι της Βουλής Γιώργος Γιουκάκης και παρέδωσε τη σκυτάλη στον βετεράνο ποδοσφαιριστή Νίκο Μάλλιαρη που ήταν και το προεδρείο της εκδήλωσης. Xαιρετισμό έκανε ο Αντιπεριφερειάρχης Πειραιά Γιώργος Γαβρίλης.
Ακολούθησε η εισήγηση του δημοσιογράφου Γιάννη Γεωργάκη, με πολλά στοιχεία για τους αθλητές που πήραν μέρος στις αντιστασιακές δραστηριότητες. Στη συνέχεια προβλήθηκε ένα σύντομο ντοκιμαντέρ για το Νίκο Γόδα, που έχει φτιάξει ο εγγονός του αδελφού του, Γιάννης Γόδας.
Ν. Γόδας |
Το λόγο πήραν ο Κώστας Μανταίος πρόεδρος του Συλλόγου Εξορισθέντων - Φυλακισθέντων '67-'74, η Ειρήνη Νταίφά αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Πειραιά και ο Κώστας Τσεπαλάς γενικός γραμματέας του Δήμου Νίκαιας - Αγίου Ιωάννη Ρέντη.
Διοργανωτές της εκδήλωσης ήταν τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, το ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, ο Δήμος Αθηναίων, η ΕΡΤ και η Περιφέρεια Αττικής.
Παραθέτουμε το γραπτό κείμενο της ομιλίας του Ν. Μπράτσου που έχει μικρές αποκλίσεις από τον προφορικό λόγο που είχε συντμήσεις για οικονομία χρόνου, σε θέματα που είχαν αναφερθεί.
«Εθνική Αντίσταση και Ποδόσφαιρο»
Αρχικά να τονίσουμε τη σημασία της χρονικής στιγμής της
εκδήλωσης, με την απελευθέρωση της Αθήνας πίσω μας (12 Οκτώβρη) και την επέτειο
γιορτασμού της Εθνικής Αντίστασης (25 Νοεμβρίου – ημέρα ανατίναξης της γέφυρας
του Γοργοπόταμου το 1942) μπροστά μας. Επίσης η εκδήλωση γίνεται κοντά στη
μαύρη επέτειο της εκτέλεσης του ποδοσφαιριστή του ΟΣΦΠ Νίκου Γόδα (19/11/1948).
Γιατί σήμερα μας κάνει εντύπωση να
συζητάμε το ρόλο του αθλητισμού στην αντίσταση; Γιατί μεγάλο μέρος της αθλητικής ειδησεογραφίας αναφέρεται σε διαφθορά, σκάνδαλα, βία, κλπ.
Επίσης ο χώρος του
αθλητισμού και η δράση νεοφασιστικών – ρατσιστικών ομάδων σε αυτόνμ στη σημερινή εποχή,
επιβάλλουν τη διατήρηση και μεταλαμπάδευση της ιστορικής μνήμης και στον τομέα
αυτό και η διοργάνωση της εκδήλωσης, δείχνει το δρόμο. Άλλωστε μόλις πριν λίγες
ημέρες στον αγώνα της εθνικής Ελλάδος με την εθνική Εσθονίας, είχαμε τέτοια
κρούσματα με ανάρτηση ναζιστικών συμβόλων όπως ο μαύρος ήλιος των SS.
Πώς και γιατί υπήρξε το έδαφος για αθλητισμό στην κατοχή.
Να θυμηθούμε για να κατανοήσουμε καλύτερα την περίοδο, ότι προηγήθηκε της κατοχής
(μεσοπόλεμος) συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης του αθλητισμού από Χίτλερ και
Μουσολίνι, αλλά και του Μεταξά).
Ο αθλητισμός
επί κατοχής δεν προέκυψε από παρθενογέννεση, καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι ήταν
«παλιοί γνώριμοι».
Υπενθυμίζουμε το Μουντιάλ
1934 στην Ιταλία και τους Ολυμπιακοί αγώνες στη Γερμανία το 1936. Συστηματική
προσπάθεια του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι και του ναζιστικού
καθεστώτος του Χίτλερ, να περάσουν μέσω του αθλητισμού αντιλήψεις διαίρεσης σε
ανώτερες και κατώτερες φυλές, μέσω των επιδόσεων, αλλά και με μεγάλα αθλητικά
έργα, να δείξουν ότι τα καθεστώτα τους είναι λειτουργικά και αποτελεσματικά.
Η συμμετοχή
αποστολών από ευρωπαϊκές χώρες στις φιέστες αυτές, έγινε λόγω της πολιτικής
εκτίμησης των κυβερνήσεών τους, ότι ο Χίτλερ αποτελούσε ανάχωμα στο ενδεχόμενο
επέκτασης της τότε ΕΣΣΔ. Η χιτλερική Γερμανία ζητούσε (και πολλές αποστολές το
δέχτηκαν) να υιοθετήσουν το ναζιστικό χαιρετισμό κατά τη διάρκεια της
συμμετοχής τους στις αθλητικές εκδηλώσεις.
Ήδη το μιλιταριστικό-φασιστικό-ναζιστικό
ρεύμα στον αθλητισμό (μαζί και όσοι το ανέχονταν) και στον αντίποδα, σημαντικό
μέρος του δημοκρατικού – αντιφασιστικού ρεύματος στον αθλητισμό (στηρίχθηκε κυρίως από σοσιαλδημοκρατικές και κομμουνιστικές δυνάμεις), λειτουργούσαν
σε ξεχωριστές δομές και ομοσπονδίες από τις αρχές της δεκαετίας του 1920. Δεν
είναι της παρούσης να αναφερθούμε αναλυτικά
στο ρεύμα του «εργατικού αθλητισμού» (έτσι είχε ονομαστεί) εκείνης της
εποχής, αλλά η ύπαρξή του πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν το αντίβαρο στη
φασιστική προπαγάνδα μέσω του αθλητισμού.
Φυσικά υπήρξαν και αθλητικά «Χαστούκια» όπως από τον Τζέσε Όουενς (έγχρωμος αθλητής ΗΠΑ) στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου, αλλά και
σε άλλες λιγότερο γνωστές περιπτώσεις.
Επίσης υπήρξε κίνημα μποϊκοτάζ της Ολυμπιάδας
του Βερολίνου με διοργάνωση της Λαϊκής Ολυμπιάδας της Βαρκελώνης, που στην
έναρξή της ξέσπασε και ο ισπανικός εμφύλιος και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Οι Έλληνες
αθλητές που ξεκίνησαν για τη Βαρκελώνη, με την επιστροφή τους διώχθηκαν από τη
δικατορία του Μεταξά. Αυτός επιχείρησε να στήσει φασιστικές ομάδες ποδοσφαίρου με μέλη της ΕΟΝ
(εθνική οργάνωση νεολαίας – η φασιστική νεολαία του Μεταξά), ζήτησε τη
διοργάνωση παρελάσεων με συμμετοχή αθλητικών συλλόγων και όσοι δεν πήραν μέρος
γνώρισαν διώξεις με μετονομασίες (πχ η Προσφυγική Ένωση μετονομάστηκε σε
Μακεδονικός στη Θεσσσαλονίκη), αλλά και
ο Αστέρας Καισαριανής (εκ των προγώνων του Εθνικού Αστέρα) διαλύθηκε μετά την
άρνησή του να πάρει μέρος στην παρέλαση-φιέστα του Μεταξά, ενώ έγιναν συγχωνεύσεις
και ασκήθηκαν διάφορες πιέσεις σε διοικήσεις συλλόγων.
Επιχείρησαν
να στήσουν ελεγχόμενες αθλητικές δραστηριότητες ώστε να δημιουργήσουν την
ψευδαίσθηση τη «κανονικότητας» στην καθημερινή ζωή των κατακτημένων, για να μην
σκέφτονται να αποτινάξουν το ζυγό. Επιχείρησαν να περάσουν ξανά την αντίληψη
της ανώτερης φυλής που αντανακλαται μέσω των ανώτερων επιδόσεων στον αθλητισμό.
Επιχείρησαν να αξιοποιήσουν τον αθλητισμό σαν εργαλείο αποπροσανατολισμού και
αποβλάκωσης.
Στον
αντίποδα, η αντίσταση είδε την ευκαιρία
που δίνει η δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού ανθρώπων ως θεατών, άρα και
η διευκόλυνση της κάλυψης για ανταλλαγή πληροφοριών και άλλες δραστηριότητες.
Βεβαίως υπήρξε και η παράμετρος της ανύψωσης του ηθικού των κατακτημένων όταν
έβλεπαν ομάδες αποτελούμενες από δικά τους παιδιά.
Υπήρξαν
χώρες, όπως η Ουκρανία, που η συμεμτοχή ποδοσφαιριστών σε πρωταθλήματα
εποπτευόμενα από τους ναζί, χάλασε τη σούπα, εξευτέλισε αθλητικά και ιδεολογικά
το Γ’ Ράιχ, ξεσήκωσε τον κόσμο και οδήγησε σε διώξεις των ηρώων - αθλητών. Για
οικονομία χρόνου δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στη γνωστή ιστορία της ομάδας Σταρτ,
που αποτέλεσε και πηγή έμπνευσης ταινιών στα μεταπολεμικά χρόνια.
Ειδικά στη
χώρα μας η πρώτη και βασική μεγάλη νίκη ήταν ότι οι αθλητές που συμμετείχαν
στις αθλητικές δραστηριότητες της κατοχικής περιόδου, ήταν ότι στάθηκαν όρθιοι
και έπαιξαν σε μία χώρα που είχε θανάτους από την πείνα, που ο υποσιτισμός
κυριάρχησε τα χρόνια της κατοχής και οι συνέπειές του ήταν ορατές και
κατεγραμμένες και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Για να το πούμε με ένα
σύνθημα: Μπάλα και συσσίτια, πάσες και μπομπότα. Σε αρκετές μαρτυρίες τους
αναφέρονται οι εξαντλήσεις την ώρα του αγώνα και η πτώση της απόδοσής τους.
Ήταν αγώνες στις οποίες το κύριο γνώρισμο ήταν η ψυχή και όχι οι αθλητικές
δυνατότητες.
Στοιχεία από
το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των
Γερμανικών Οφειλών για την Ελλάδα: Nεκροί από πείνα και σχετικές
ασθένειες 600.000, απώλειες από υπογεννητικότητα 300.000.
Στην Ελλάδα
Με τα μέχρι
σήμερα διαθέσιμα στοιχεία που έχω εντοπίσει, έχουν καταγραφεί τέσσερις
συναντήσεις κατακτητών-κατακτημένων, μία στην Καλαμάτα όπου οι ναζί χάνουν και
επιδιώκουν ρεβάνς με τα πολυβόλα στημένα πίσω από το ελληνικό τέρμα για να μην
υπάρξει παρερμηνεία για το ποιά θα ήταν η εξέλιξη αν δεν κέρδιζαν. Η δεύτερη σε
αγώνα της Αχαϊκής με Ιταλούς, όπου ο καυγάς μεταξύ παικτών στην εξέλιξη του
αγώνα και ο φόβος εξωαγωνιστικών αντιποίνων, οδηγεί τους Έλληνες παίκτες στη
φυγή στο βουνό και την ένταξη στην αντίσταση, σύμφωνα με δηλώσεις στελέχους της
ομάδας στην εφημερίδα Sportime το 1999. Ο παράγοντας της Αχαϊκής
ονομάζονταν Βασίλης Ασημακόπουλος και δυστυχώς, επειδή είχα ψάξει να τον βρω,
έφυγε πρόωρα από τη ζωή από τροχαίο, για να δώσει περισσότερες πληροφορίες.
Το τρίτο
περιστατικό καταγράφει από στοιχεία της ΠΕΑΕΑ ο Θανάσης Κάππος σε βιβλίο του και είναι
ποδοσφαιρικός αγώνας Ελλήνων εναντίον Γερμανών στο Λουτράκι.
Η τέταρτη
περίπτωση έρχεται από τη Σάμο, όπου ο
ερευνητής Νίκος Νόου,
καταγράφει από τοπικά έντυπα, τη
δημιουργία από τη νεολαία άτυπων ομάδων , μετά το βομβαρδισμό της Λουφτβάφε
στις 17 Νοέμβρη του 1943 και τη μεγάλη φυγή των Σαμιωτών προς την προσφυγιά στη
Μέση Ανατολή και την Αφρική διαμέσου Τουρκίας και Συρίας.
Μάλιστα σε αγώνα Ελλήνων
με Ιταλούς φασίστες που μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, είχαν μείνει στο
πλευρό των Γερμανών ναζί (οι περισσότεροι Ιταλοί είχαν πάει με την πλευρά των
συμμάχων) «στα περιβόλια υψώνονται ελληνικές σημαίες και οι κραυγές «αέρα αέρα»,
«πάνω τους λεβέντες», δονούν την πολεμική ατμόσφαιρα, μια χειροβομβίδα σκάει
στο ρέμα.
Τις επόμενες Κυριακές, οι Γερμανοί
φροντίζουν να στήνουν πολυβόλα στις τέσσερες γωνιές του γηπέδου, ενώ οπλισμένα
περίπολα κάνουν την εμφάνισή τους, μέσα και έξω από το γήπεδο.
Το ποδόσφαιρο, καθώς μικραίνουν οι
νύχτες της γερμανικής κατοχής και μεγαλώνουν οι μέρες της ελπίδας, δίνει τη
δική του μάχη στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Είναι μέσο
ψυχαγωγίας, αλλά και εθνικής αντίστασης, τα περισσότερα παιδιά είναι οργανωμένα
στις αντιστασιακές οργανώσεις της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ.
Αλλά και με την απελευθέρωση του
νησιού μας το ποδόσφαιρο εξακολουθεί να αποτελεί το μοναδικό μέσο ψυχαγωγίας
και να συναρπάζει τον κόσμο.
Επίσης έχουν
καταγραφεί μαρτυρίες Ελλήνων ποδοσφαιριστών της εποχής, ότι είχαν αντιληφθεί
ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ των κατοχικών δυνάμεων πχ ένας λόχος Ιταλών, εναντίον κάποιου άλλου. Επίσης καταγράφονται
φιλικοί αγώνες στην επαρχία, όπου μεταξύ των «επίσημων» προσκεκλημένων είναι οι
επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής και «οικοδεσπότες» τοπικές «αρχές» Ελλήνων που
συνεργάζονται με την κατοχική κυβέρνηση.
Ενδεικτική
περίπτωση της χρησιμοποίησης του αθλητισμού από την αντίσταση, αποτελεί το
γεγονός που κατεγράφη και αναφέρθηκε σε ημερίδα για την Εθνική Αντίσταση που έγινε
στο Κορωπί, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα του Κεραυνού
Κερατέας, έδινε φιλικούς αγώνες με αθηναϊκά σωματεία, τα οποία πήγαιναν
στην Κερατέα, ακολουθούμενα από «φιλάθλους» - «εκδρομείς», γεγονός που δεν κινούσε τις υποψίες των
κατακτητών.
Κατά τη
διάρκεια του αγώνα ο αριθμός των θεατών μειώνονταν, καθώς το έσκαγαν στους
αγρούς της περιοχής, συναντούσαν συνδέσμους της αντίστασης που τους έκρυβαν
στις σπηλιές της Λαυρεωτικής, μέχρι να γίνει η κρυφή νυχτερινή αναχώρηση με
τελικό προορισμό τη Μέση Ανατολή και το συμμαχικό στρατό. Είναι πιθανό η τοπική
ομάδα να αγνούσε πλήρως την εξέλιξη αυτή. Τα στοιχεία εντόπισε ο ερευνητής
Γιώργος Ιατρού (μαθηματικός) πεταμένα σε σκουπιδοτενεκέ, μαζί με άλλα έγγραφα
της τότε κοινότητας Κερατέας.
Τα αετόπουλα της Καλαμάτας (ξυπόλητα
με μπάλα από κουρελόπανα σε «αγωνιστικό» χώρο χωμάτινο με πέτρες). Στοιχεία από συνέντευξη
με αετόπουλο που
παρουσίασα στο ert.gr και το σύνολό της είναι μέσα στο καινούργιο βιβλίο
μου για τον αθλητισμό, που έχει παραδοθεί στον εκδοτικό οίκο. Τα πιτσιρίκια τα
έβαζε η αντίσταση να παίζουν μπάλα με την εξής κατεύθυνση:
«Όταν ξέραμε ότι σε κάποιο σπίτι
υπήρχαν μαζεμένοι για να συζητήσουν αντιστασιακές δραστηριότητες και πλησίαζε
κάποιος συνεργάτης των Γερμανών, έπεφτε σύρμα «πετάξτε έξω τη μπάλα έρχεται ο ρουφιάνος». Έτσι σουτάραμε δήθεν
άστοχα και στέλναμε τη μπάλα στην αυλή του σπιτιού και ακολούθως πηγαίναμε να
την πάρουμε. Έτσι καταλάβαιναν ότι υπήρχε κίνδυνος να εντοπιστούν και έπαιρναν
τα μέτρα τους. Σταματούσαν φυσικά τις συζητήσεις που έκαναν.
Κάναμε και το ανάποδο. Υπήρχε σπίτι
που μαζεύονταν οι συνεργάτες των Γερμανών, θυμάμαι είχε και ένα πλούσιο κήπο,
με πορτοκαλιές και άλλα δέντρα, με μπρόκολα, λάχανα, κλπ. Τότε σουτάραμε άστοχα
και στέλναμε τη μπάλα στην αυλή, ώστε πηγαίνοντας να τη μαζέψουμε, να δούμε
πόσοι και ποιοι ήταν, αν έπαιρνε και το αυτί μας τίποτα, για να το μεταφέρουμε
στους μεγαλύτερους ΕΠΟΝίτες».
Επιτρέψτε μου ένα σχόλιο: Ξυπόλητα, πεινασμένα παιδάκια, που
έπαιζαν στο χώμα και τις πέτρες, με μπάλα από κουρέλια, την κρίσιμη στιγμή που
κινδύνευαν ζωές, δεν έχασαν ποτέ το ένα και μοναδικό κρίσιμο σουτ. Σε αντίθεση
με ορισμένους επαγγελματίες του σήμερα, με προπονητές, φυσιοθεραπευτές, μασέρ,
διατροφολόγους, αγωνιστικό χώρο με χόρτο με ειδικά παπούτσια για φυσικό ή
τεχνητό χορτοτάπητα, που στην κρίσιμη στιγμή σημαδεύουν τα περιστέρια. Έτσι
έγραψα στη συγκεκριμένη συνέντευξη,
«Αετόπουλα κατοχής - Σύγχρονοι επαγγελματίες: 1-0.
Αφού κάνουμε την εκδήλωση στον Πειραιά, να πάμε στην Πειραϊκή όπου έμενε και να ξεκινήσουμε με ένα απόσπασμα συνπεντευξης που μου είχε δώσει το 1994 ο Παντελής
Γούτης (συνοδοιπόρος του Λαμπράκη στην
απαγορευμένη μαραθώνια πορεία ειρήνης του 1963): «Με τον Λαμπράκη γνωριστήκαμε τη δεκαετία του 1930 στον Πειραϊκό Σύνδεσμο.
Οι δυο μας και ο αδελφός μου ήμασταν συναθλητές και αναπτύξαμε μια φιλία η
οποία επεκτάθηκε και πέραν
των αθλητικών χώρων. Όλοι οι αθλητές ήταν από φτωχές
οικογένειες και έκαναν βαριές δουλειές για να ζήσουν, π.χ. ο αδελφός μου
δούλευε στα καράβια.
Στην Κατοχή, οι
αθλητές με επικεφαλής τον Λαμπράκη πήγαν στον κατοχικό «πρωθυπουργό»
Τσολάκογλου και απαίτησαν συσσίτιο, παίρνοντας τελικά ένα φτωχό συσσίτιο σούπας
με καλαμποκάλευρο και σταφίδες. Οι αθλητές μπήκαν από τους πρώτους στο ΕΑΜ.
Συνεδρίαζαν μέσα στα αποδυτήρια του σταδίου και ο αδελφός μου, ο Κώστας, με
έπαιρνε και κράταγα τσίλιες, γι’ αυτό το θυμάμαι καλά. Μέναμε
τότε στην Κοκκινιά και ο αδελφός μου ήταν
γραμματέας του ΕΑΜ. Ο Λαμπράκης ερχόταν σπίτι για ξεκούραση, γιατί εκεί ήταν
ελεύθερη περιοχή».
Η Ένωση
Ελλήνων Αθλητών και ο Λαμπράκης (διοργάνωσαν αγώνες ποδοσφαίρου και
δευτερευόντως και μπάσκετ, με στόχο την ανύψωση του ηθικού των κατακτημένων,
αλλά και τη συγκέντρωση βοήθειας για ασθενείς αθλητές (θέριζε η φυματίωση),
αλλά και τη διοργάνωση λαϊκών συσσιτίων Στους αγώνες αυτούς συμμετείχαν και
αθλητές άλλων αθλημάτων, όπως πχ οι παλαιστές που έπαιξαν ποδόσφαιρο, επειδή
αυτό ήταν δημοφιλές άθλημα, συγκέντρωνε κόσμο και άρα βοηθούσε στην υλοποίηση
των στόχων της ΕΕΑ.
Μεταξύ των
ιδρυτικών μελών της ΕΕΑ, μαζί με το Γρηγόρη
Λαμπράκη, ήταν ο πρωταθλητής των δρόμων ημιαντοχής Γιώργος Καραγιώργος, ο Βαλκανιονίκης Γιάννης
Σκιαδάς, δρομέας και μαχητής στην Αλβανία και εκδότης της εφημερίδας
"Αθλητικά Νέα", ο Ηλίας
Μισαηλίδης, ο Γιώργος Θάνος, ενώ
ο πρόεδρος της ΕΕΑ ήταν ο Ρένος
Φραγκούδης , Κύπριος αθλητής δρόμων ταχύτητας , πανελληνιονίκης και
βαλκανιονίκης.
Τέτοιου τύπου διοργάνωση ήταν η προσπάθεια φιλικού αγώνα ΠΑΟ-ΑΕΚ την άνοιξη του 1942 στη Λεωφόρο. Η απόπειρα να οριστεί Αυστριακός
διαιτητής, άρα εμμέσως να αποδεχτούν την κυριαρχία των κατακτητών, αλλά και η
άρνηση από πλευράς της τότε διοίκησης του ΠΑΟ της απόδοσης μέρους των
εισπράξεων σε φυματικούς αθλητές, οδηγεί τους παίκτες των δύο ομάδων στην
απόφαση να μην αγωνιστούν, να εξηγήσουν τους λόγους στους φιλάθλους και
ακολούθως να γίνει ένα σημαντικό ξέσπασμα με μία μεγάλη αντικατοχική διαδήλωση
με χιλιάδες κόσμου (υπολογίζονται σε 15.000) που χρειάστηκε η κινητοποίηση των
δυνάμεων κατοχής για να καταφέρουν να τη διαλύσουν.
Σε περιοχές
όπως η Καισαριανή, με ισχυρές δυνάμεις της αντίστασης, γίνεται εφικτή η
πραγματοποίηση αθλητών συναντήσεων.
Επισημαίνουμε
ότι τόσο η ΕΠΟ, όσο και ο ΣΕΓΑΣ εκείνης της εποχής δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις
δραστηριότητες της Ε.Ε.Α. πιο εύκολα συνεργάζονταν με τους κατακτητές, παρά με την ΕΕΑ.
Ο ρόλος της ΕΠΟΝ στον κατοχικό
αθλητισμό από το 1943 και μετά
Όπως ανέφερε η Γεωργία Μαχαίρα πρόεδρος της
Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών και Φίλων της ΕΠΟΝ (ΠΕΑΦΕ), που μας τιμά απόψε με την παρουσία της, σε συνέντευξή τη στο ert.gr: «Μέσα σε όλα, οι ΕΠΟΝίτες δίνουν
τη μάχη να υπάρξει αθλητισμός, να κρατηθεί η νεολαία στα γυμναστήρια
και όχι στους τεκέδες, που θα βόλευε τον κατακτητή. Τους οποίους τεκέδες σε
αρκετές περιπτώσεις έσπασαν και έκλεισαν οι ΕΠΟΝίτες.
Τα
γυμναστήρια γίνονται «κρυφά σχολειά» και κέντρα απελευθερωτικής δράσης, αφού η
μαζικότητα που εξασφαλίζουν, διευκολύνει τη μαζική δράση. «Γερό κορμί, γερό
μυαλό», είναι ένα από τα συνθήματα των ΕΠΟΝιτών».
Η ΕΠΟΝ φτιάχνει ομάδες, δίνει αγώνες και
παράλληλα πρέπει να τονίσουμε ότι οι αθλητικοί χώροι της εποχής δεν ήταν όλοι
λειτουργικοί, αφού σε αρκετές περιπτώσεις οι κατακτητές τους έχουν επιτάξει και
τους χρησιμοποιούν για αποθήκες, για γκαράζ, ή για όποια άλλη δραστηριότητα
μπορεί να φανταστεί κανείς.
Στο λεκανοπέδιο η ΕΠΟΝ έχει δημιουργήσει
ποδοσφαιρικές ομάδες στην Αθήνα και τον Πειραιά, με συμμετοχές γνωστών αθλητών
της εποχής: Μίμης Αποστολόπουλος (ΟΣΦΠ), Βασίλης Παντινιώτης (Εθνικός),
Αριστείδης Τσολακίδης (Ατρόμητος), Ηλίας Παπαγεωργίου (ΑΕΚ), Νίκος Γόδας
(ΟΣΦΠ), Γιάννης Φερλεμής (ΟΣΦΠ), Γιάννης Καψής (ΑΕΚ), Ανδρέας Μουράτης (ΟΣΦΠ),
Διονύσης Γεωργάτος (ΟΣΦΠ), Γιώργος Κασίσογλου (Εθνικός).
Αντιστασιακή
δράση Ελλήνων αθλητών
Εκτός της αγωνιστικής δράσης μέσα στο γήπεδο, ο πάνδημος χαρακτήρας της Αντίστασης (πλην των μαύρων εξαιρέσεων των συνεργατών των δυνάμεων κατοχής) αποτυπώνεται στη συμμετοχή σε εξωαγωνιστικές δράσεις και συχνά και τις θυσίες αθλητών που συμμετείχαν σε αντιστασιακές οργανώσεις. Αθλητές συμμετέχουν σε μάχες με την ιδιότητα του μαχητή του ΕΛΑΣ (Νίκος Γόδας του Ολυμπιακού στη Μάχη της Ηλεκτρικής, εκτελέστηκε το 1948), μαζί του και ο Ανδρέας Μουράτης, ο Μιχάλης Αναματερός του Ολυμπιακού που σκοτώθηκε στη μάχη των Εξαρχείων το Δεκέμβριο του 1944. Ο Κώστας Λιάρος, ποδοσφαιριστής και κολυμβητής του Απόλλων Καλαμαριάς (ομάδα που έδινε αγώνες στην κατοχική περίοδο) εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, όπως και ο Πάνος Αλεξάς του Παναιτωλικού (εκτελέστηκε το 1949 στα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου). Επίσης ομάδες όπως η Τόλμη Περιστερίου, ο Παναρκαδικός, καθώς και σωματεία σε πόλεις της περιφέρειας, χάνουν παίκτες από εκτελέσεις που προέκυψαν μετά από συλλήψεις σε μπλόκα, ή από απευθείας καταδόσεις των αθλητών τους για τις εξωαγωνιστικές αντιστασιακές τους δράσεις. Αθλητές γίνονται σαμποτέρ όπως ο Γεώργιος Ιβανόφ και πολλοί άλλοι συμμετέχουν σε αυτό το πάνθεον των αθλητών – ηρώων.
Επίσης ο Αντώνης
Καστρινός, ο πιο σημαντικός προεδρος της Δόξας Δράμας, υπήρξε αξιωματικός
της Εθνικής Αντίστασης.
Επιτρέψτε
μου μία επισήμανση
Το μέγθος της ομάδας στην οποία ανήκε ο κάθε αθλητής που είχε ανάμιξη στην αντίσταση, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάσωση της ιστορικής μνήμης, λόγω του μεγάλου αριθμού φιλάθλων που είχε. Δεν έχουν καταγραφεί και αμφιβάλλω αν ποτέ θα γίνει εφικτό, το σύνολο των αντιστασιακών δράσεων είτε αθλητών έξω από τους αγωνιστικούς χώρους, είτε συλλογικά με συμμετοχή του σωματείου, σε πανελλαδική κλίμακα – αναφέρομαι κυρίως στην περιφέρεια και όχι τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τόσο η ελλειπής δυνατότητα πληροφόρησης εκείνων των χρόνων, όσο και τα πέτρινα μεταπολεμικά χρόνια δυσκόλεψαν σημαντικά το έργο αυτό.
Παράλληλα οι πηγές της «προφορικής ιστορίας»,
μιας τάσης αναζήτησης και καταγραφής προσωπικών μαρτυριών, που τα τελευταία
χρόνια γνωρίζει άνθηση, δεν είναι πάντα απολύτως αξιόπιστη μέθοδος, αφού άλλες
φορές ξεχνιούνται από τον συνεντευξιαζόμενο σημαντικές λεπτομέρειες που θα
βοηθούσαν τον ιστορικό ερευνητή και άλλες φορές υπερμεγενθύνονται θεματικές,
δυσκολεύοντας τον προσανατολισμό της έρευνας.
Ελπίδα μας είναι, με εργαλεία εκδηλώσεις σαν
τη σημερινή και την κατάλληλη επικοινωνιακή της διαχείριση να δώσουμε το
ερέθισμα σε τοπικές κοινωνίες, που πάντα έχουν στο εσωτερικό τους δημιουργικούς
ανθρώπους και αστείρευτες δυνάμεις, να συμβάλλουν αποφασιστικά με νέα στοιχεία.
Στα πλαίσια αυτά, της έρευνας στην
περιφέρεια, είχα την εμπειρία να καταγράψω το ρόλο του Νίκου Πολυκράτη,
μικρασιάτη πρόσφυγα στην Πάτρα και εξαιρετικού επιθετικού του Ολυμπιακού
Πατρών, που ανδραγάθησε στο αλβανικό μέτωπο, ενώ στην κατοχική περίοδο με το
ψευδώνυμο Καπετάν Νικήτας, έγινε ο
εφιάλτης Γερμανών και δοσίλογων στην Αχαΐα, με σειρά κατορθωμάτων. Τον Οκτώβριο
του 2015 κατά τη διάρκεια της παρουσίασης στην Πάτρα του βιβλίου μου
«Αθλητισμός και Κοινωνικά Κινήματα», διατύπωσα την πρόταση και την επαναλαμβάνω
και τώρα, όταν επιτέλους γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις για να
ξαναλειτουργήσει το γήπεδο των Προσφυγικών στην Πάτρα, να πάρει τιμητικά το
όνομα του Νίκου Πολυκράτη – Καπετάν Νικήτα. Έχασε τη ζωή του στη διάρκεια του
εμφυλίου πολέμου, όπου ήταν μαχητής του ΔΣΕ και μέλος του ΚΚΕ, όταν πυροβολήθηκε καθώς έβγαινε
για να παραδοθεί από το σημείο που είχε περικυκλωθεί.
Σ. Κοντούλης |
Θυσίες
και στον ελληνοϊταλικό πόλεμο
Ο Σπύρος
Κοντούλης της ΑΕΚ τον Ιούνιο του 1944 σκοτώθηκε από τα γερμανικά
στρατεύματα Κατοχής, στην προσπάθεια του να αποδράσει από το φορτηγό που τον
μετέφερε για εκτέλεση από τις φυλακές Χαϊδαρίου στο σκοπευτήριο της
Καισαριανής.
Ο Ολυμπιακός Βόλου με τους «ερυθρόλευκους» να
θρηνούν τρία παλικάρια τους, τον Κυριάκο
Μαυραντζούλη στην μάχη της Κλεισούρας και τους Νίκο Μαλαβέτα και Φάνη
Σωτηρίου, που βρήκαν το θάνατο στη διάρκεια της κατοχής.
O Δημήτρης
Πιερράκος του Παναθηναϊκού που έπεσε στις 18 Νοεμβρίου 1940 στη Διποταμιά.
Ο τερματοφύλακας του ΠΑΟΚ, Νίκος
Σωτηριάδης που έπεσε στις 28 Ιανουαρίου 1941, στο ύψωμα της Τσέροβας, στην
Κλεισούρα,.
Ο Γιώργος
Βατίκης ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ που έπεσε στον Μοράβα στις 17 Νοεμβρίου
1940.
Μ. Πιερράκος |
Ποδόσφαιρο
και στα προσφυγικά στρατόπεδα
Πάνω από 30.000 Έλληνες (στην πλειοψηφία τους
νησιώτες) βρέθηκαν πρόσφυγες αρχικά στην Τουρκία και ακολούθως στη μέση Ανατολή
και την Αφρική. Στους προσφυγικούς καταυλισμούς καταγράφονται αγώνες τόσο
μεταξύ τους, όσο και με γηγενείς πληθυσμούς, όσο και με άλλες εθνικότητες
προσφύγων. Οι καταυλισμοί είχαν συγκροτηθεί ανά εθνικότητα και μιλάμε πάντα για
ποδόσφαιρο αλάνας και όχι κάποια επίσημη ή συγκροτημένη διαδικασία.
Επίλογος
Το παζλ της ιστορίας πρέπει να συμπληρωθεί,
γιατί ακόμα λείπουν πολλά. Έτσι η σημερινή εκδήλωση ας μην θεωρηθεί σαν ένα
τιμητικό κλείσιμο αυτής της περιόδου, αλλά σαν μία σέντρα για να παίξουμε στο
γήπεδο της ανάδειξης θεμάτων που έχουν να κάνουν με την κοινωνική διάσταση και
ιστορία του αθλητισμού.
«12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη» – Ποδόσφαιρο και Εθνική Αντίσταση
Στην κατάμεστη αίθουσα της Πινακοθήκης του Δήμου Πειραιά,
παρουσιάστηκαν ενδιαφέροντα ντοκουμέντα και συγκινητικές ιστορίες
σχετικές με το Ποδόσφαιρο και την Εθνική Αντίσταση. Η διοργάνωση
εντάσσεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη» για τα 74 χρόνια από την απελευθέρωση της πρωτεύουσας από τα στρατεύματα των Ναζί.
Ομιλητές ήταν οι δημοσιογράφοι Γιάννης Γεωργάκης, Νάσος Μπράτσος και συντονιστής ο Νίκος Μάλλιαρης, παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και ιδρυτικό στέλεχος του ΠΣΑΠ. Το «παρών» έδωσαν μεταξύ άλλων ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Θοδωρής Δρίτσας, η Ειρήνη Νταϊφά από τον Δήμο Πειραιά, ο πρόεδρος των εξορισθέντων-φυλακισθέντων Κώστας Μανταίος και ο αντιπεριφερειάρχης Πειραιά, Γιώργος Γαβρίλης ο οποίος στον χαιρετισμό του τόνισε:
«Στα δύσκολα χρόνια, ποδοσφαιριστές συμμετείχαν στον αγώνα κατά του
φασισμού, υπέρ δημοκρατίας προσδίδοντας στο ποδόσφαιρο διαφορετικά
χαρακτηριστικά. Επιβεβαίωσαν την ταπεινότητά τους καθώς είχαν μεγαλώσει
σε φτωχογειτονιές και αναδείχτηκαν σε φωτεινά παραδείγματα. Με την
εκδήλωση αυτή τους αποδίδουμε φόρο τιμής, αλλά διαχέουμε και ιστορική
μνήμη».
Ο Γιάννης Γεωργάκης επεσήμανε το γεγονός ότι κατά
την εθνική εορτή της 28ης Οκτωβρίου 2018, ημέρα Κυριακή, διεξήχθη
κανονικά αγωνιστική στη Super League χωρίς καμία αναφορά στην επέτειο.
Γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με όσα γίνονται στις αντίστοιχες
επετείους άλλων κρατών. Παράλληλα παρέθεσε ιστορικά στοιχεία για το
ποδόσφαιρο στα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου:
«Ο
αθλητισμός και το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκαν για προπαγανδιστικούς
σκοπούς από τους ναζί. Το ποδόσφαιρο ποτέ δεν διεκόπη στη Γερμανία κατά
τη διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Χιλιάδες αθλητές έπεσαν στα πεδία
των μαχών. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Γερμανών, σκοτώθηκαν 48
διεθνείς ποδοσφαιριστές, ενώ ο Φριτς Βάλτερ (μετέπειτα παγκόσμιος
πρωταθλητής το 1954) υπήρξε αιχμάλωτος πολέμου. Οι ναζί αφαίρεσαν από
την ανθρωπότητα δύο Ολυμπιάδες και δύο Μουντιάλ» είπε ενώ αναφέρθηκε και
στον κατάλογο των Ελλήνων ποδοσφαιριστών που σκοτώθηκαν ή γύρισαν
τραυματίες από το μέτωπο. Επίσης, ξεχωριστή θέση στην ομιλία του είχε κι
ο ιστορικός αγώνας Παναθηναϊκός-ΑΕΚ στη διάρκεια της κατοχής (Άνοιξη του 1942), που δεν έγινε ποτέ, αλλά εξελίχθηκε σε μεγαλειώδη διαδήλωση κατά των κατακτητών στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Ο Νάσος Μπράτσος, συγγραφέας του βιβλίου «Αθλητισμός
και κοινωνικά κινήματα», είπε ότι τέτοιου είδους εκδηλώσεις συμβάλλουν
στη διατήρηση και μεταλαμπάδευση της ιστορικής μνήμης. Εξήγησε ότι ο
αθλητισμός και το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε από τα απολυταρχικά
καθεστώτα για να δώσει μια «ψευδαίσθηση κανονικότητας». Όμως, η
συνάθροιση τόσων ανθρώπων σε ένα μέρος, αξιοποιήθηκε και από την
αντίσταση για διάδοση ιδεών.
Προβλήθηκε video αφιέρωμα στο Νίκο Γόδα, ο οποίος
είχε έντονη αντιστασιακή δράση και εκτελέστηκε σε ηλικία 27 ετών κατά τη
διάρκεια του εμφυλίου, φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού. Το video είχε
επιμεληθεί ο Γιάννης Γόδας, ο οποίος διαμένει στις ΗΠΑ και είναι εγγονός του αδελφού τού θρυλικού ποδοσφαιριστή.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, eurokinissi.gr
Γ. Γεωργάκης: Το ποδόσφαιρο στην κατεχόμενη Ευρώπη (η ομιλία του από το https://atexnos.gr/).
Με τους στίχους του Κ. Παλαμά «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα» τιτλοφόρησε την ομιλία του ο Γιάννης Γεωργάκης.
Και στη συνέχεια είπε: Την 11η Νοεμβρίου 2018, συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι , εχθροί και σύμμαχοι, για να εορτάσουν τα εκατό χρόνια από το τέλος του Μεγάλου Πολέμου και να αποτίσουν φόρο τιμής στους χιλιάδες στρατιώτες που έπεσαν στα πεδία των μαχών.
Κάθε έθνος, σε ετήσια βάση τιμάει τους δικούς του νεκρούς, τους ήρωες που θυσιάστηκαν για τα ιδανικά την πατρίδα και την ελευθερία. Η Ελλάδα εκάστη 28η Οκτωβρίου τιμάει με στρατιωτική παρέλαση τους ήρωες του αλβανικού μετώπου. Οι Ρώσοι στις 9 Μαίου εορτάζουν την ημέρα της νίκης ενάντια στις δυνάμεις του άξονα και το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Οι Αγγλοι ετησίως τιμούν τους νεκρούς τους, από τον Μεγάλο Πόλεμο και ένθεν, με εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα, κυρίως, στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Θα έχετε προσέξει ότι κάθε Νοέμβριο οι αγγλικές ομάδες ενδύονται τη φανέλα με την παπαρούνα, σύμβολο μνήμης – επειδή οι παπαρούνες φύτρωναν κατά χιλιάδες στη Φλαμανδία όπου διεξήχθησαν οι φονικότερες μάχες του Μεγάλου Πολέμου, συγκεντρώνοντας παράλληλα χρήματα για φιλανθρωπικά ιδρύματα που ασχολούνται με τους πεσόντες και τους τραυματίες των πολέμων.
Οι Αγγλοι δεν επέλεξαν τυχαία το ποδόσφαιρο για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Επί της ουσίας επέλεξαν το μαζικότερο των αθλημάτων για να αποτίσουν φόρο τιμής και κυρίως να στείλουν μήνυμα πατριωτικής διαπαιδαγώγησης στα εκατομμύρια νέους που παθιάζονται με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Ποιο κοινωνικό κίνημα ή πολιτιστική εκδήλωση μπορεί να συγκεντρώσει σήμερα πενήντα χιλιάδες κόσμο σε ένα γήπεδο, ένα εκατομμύριο φιλάθλους σε είκοσι γήπεδα την ίδια μέρα και δεκάδες εκατομμύρια μπροστά από την τηλεόραση; Αυτή τη δυνατότητα έχει μόνο το ποδόσφαιρο.
Στη χώρα μας, η 28η Οκτωβρίου έπεσε φέτος Κυριακή, ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα η λεγόμενη ποδοσφαιρική γιορτή των πρωταθλημάτων στης Σούπερ Λίγκας και της Φούτμπολ Λιγκ. Ουδείς από τους ιθύνοντες, πολιτικούς και αθλητικούς παράγοντες, σκέφθηκε να τιμήσει , όχι συνολικά τους ήρωες του αλβανικού μετώπου, έστω τους αθλητές, τους ποδοσφαιριστές ειδικότερα, οι οποίοι άφησαν τα κόκαλά τους στα βουνά της Αλβανίας ή τους πολίτες οι οποίοι με το όπλο στο χέρι αντιστάθηκαν στον γερμανό κατακτητή και έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδας. Όχι μόνο ο εθνικός ύμνος δεν ακούστηκε στα γήπεδα προς τιμήν τους, όχι μόνο δεν κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή, αλλά και το ντέρμπι της αγωνιστικής εκείνης Αρης – ΠΑΟΚ αναβλήθηκε για την επομένη, επειδή η αστυνομία δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφαλή διεξαγωγή του.
Βλέποντας τους αμερικανούς, τους Ρώσους, τους Καναδούς, να ξεκινούν τους αγώνες των πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, χόκεϊ, με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της χώρας τους, πρέπει να αναρωτηθούμε άπαντες και πρωτίστως οι κατέχοντες πολιτική και αθλητική εξουσία, γιατί ένας αγώνας μεταξύ εκατομμυριούχων επαγγελματιών αθλητών ξεκινάει με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου και τί μηνύματα θέλουν να στείλουν οι υπεύθυνοι για τον αθλητισμό των συγκεκριμένων χωρών, στην κοινωνία τους και κυρίως στη νεολαία η οποία πηγαίνει ως επί το πλείστον στα γήπεδα.
Η σημερινή εκδήλωση δεν οργανώθηκε με αποκλειστικό σκοπό, να αποτίσουμε, εμείς οι λιγοστοί, φόρο τιμής στους έλληνες αθλητές που πολέμησαν το φασισμό και θυσιάστηκαν για την πατρίδα, τον συνάνθρωπο και την ελευθερία κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Γίνεται κυρίως για να θυμηθούμε ξεχασμένες στιγμές και πρόσωπα που θυσίασαν το εγώ για το εμείς και να αντλήσουμε δυνάμεις και ερείσματα, προκειμένου η χώρα που γέννησε τα αθλητικά ιδεώδη να αποκτήσει σύγχρονη, προοδευτική, πατριωτική αθλητική κουλτούρα και να συνεχίσουμε ως λαός, ως άτομα να αγαπάμε τον αθλητισμό και μέσω αυτού να καλλιεργήσουμε αξίες, ώστε όποτε και άμα χρειαστεί, να είμαστε ψυχολογικά και ιδεολογικά έτοιμοι να υπερασπίσουμε την ειρήνη, την ελευθερία, την ανεξαρτησία της πατρίδας και τις πανανθρώπινες αξίες του αθλητισμού.
Ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκαν από τους Ναζί για ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς και δεινοπάθησαν στο διάστημα που ο φασισμός είχε το πάνω χέρι στα πεδία των μαχών. Ο εθνικισμός, για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, ως ιδεολογία είναι επιθετικός και εχθρικός προς τους άλλους λαούς. Ο πατριωτισμός αντίθετα είναι αμυντικός. Βασικές του αρχές έχει την ειρηνική συνύπαρξη, τον σεβασμό και την αλληλεγγύη. Ο πόλεμος που επιβλήθηκε από τις δυνάμεις του άξονα, δεν χαρίστηκε ούτε στους αθλητές των συγκεκριμένων χωρών, χιλιάδες από τους οποίους, είτε με τη θέλησή τους είτε χωρίς αυτή, έπεσαν εκτός συνόρων στα πεδία των μαχών και επιτρέψτε μου να πω, πήγαν σαν τα σκυλιά, δεν τους έκλαψε ούτε η μάννα τους.
Μέχρι το 1933 που οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία, το γερμανικό ποδόσφαιρο ήταν ανεξάρτητο. Υπήρχαν επαγγελματικές, ερασιτεχνικές, συνδικαλιστές, κομματικές και θρησκευτικές ποδοσφαιρικές ενώσεις. Το χειμώνα του 1933 οι εργατικές, πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν. Στην γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία εντάσσονταν μόνο οι ομάδες που δήλωναν υποταγή στο Γ΄ Ράιχ. Το ποδόσφαιρο στη Γερμανία χωρίστηκε σε 16 περιφέρειες, γκαουλίγκα όπως τις έλεγαν, οι οποίες το 1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας έγιναν δέκα επτά. Η πολιτική των Ναζί για το ποδόσφαιρο, συνοψίζονταν σε δύο συνθήματα που κυριαρχούσαν στα γήπεδα. Το πρώτο έλεγε: «Ο καλός ποδοσφαιριστής είναι και καλός στρατιώτης» Το δεύτερο ήταν ακόμη πιο φασιστικό. «Το ποδόσφαιρο πρέπει να υπηρετεί το Γ΄ Ράιχ» έγραφε. Η ιδεολογία αυτή επεκτάθηκε σε όλες τις χώρες που κυβερνούνταν τότε δικτατορικά.
Τα πρωταθλήματα στη ναζιστική Γερμανία ουδέποτε διακόπηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το τελευταίο παιχνίδι στο Γ΄ Ράιχ έγινε στις 23 Απριλίου 1945. Δύο εβδομάδες πριν την παράδοση, κι ενώ τα συμμαχικά στρατεύματα ήταν προ των πυλών του Βερολίνου, η Μπάγερν Μονάχου παρουσία 25.000 θεατών, νίκησε τον Γυμναστικό και Αθλητικό Σύλλογο 1860 με 3-2. Αντίθετα, ο αγώνας της εθνικής Γερμανίας τον Σεπτέμβριο του 1942 με την Σουηδία, ήταν ο τελευταίος εντός έδρας για το Γ΄ Ράιχ. Η ήττα με 3-2 υποχρέωσε τον Γκέμπελς που ήταν παρών στην αναμέτρηση, να απαγορεύσει τους εντός έδρας αγώνες της Εθνικής. Όπως ειπώθηκε επίσημα «ο προπονητής δεν μπορεί να εγγυηθεί τη νίκη και οι ήττες διαταράσσουν το ηθικό πνεύμα του έθνους». Αργότερα, όταν βρέθηκε το ημερολόγιο του Γκέμπελς, ο υπουργός προπαγάνδας των Ναζί είχε γράψει για το συγκεκριμένο παιχνίδι: «Εκατό χιλιάδες απογοητευμένοι θεατές έφυγαν από το στάδιο. Αν κερδίζαμε σε αυτό το παιχνίδι, θα ήταν για το ηθικό τους πολυτιμότερο, από την κατάληψη οποιασδήποτε πόλης στην ανατολή».
Εκτός έδρας η εθνική Γερμανίας συνέχιζε να αγωνίζεται έως το τέλος του 1942 αντιμετωπίζοντας τις αντίστοιχες ομάδες των χωρών του άξονα, τη Σλοβακία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Κροατία και τις ουδέτερες Ελβετία και Σουηδία.
Παρά τις προσπάθειες του ομοσπονδιακού προπονητή της Γερμανίας Ζεπ Γκερμπέργκερ να κρατήσει τους διεθνείς ποδοσφαιριστές μακριά από το μέτωπο, οι ανθρώπινες απώλειες των Ναζί σε αθλητικό και ποδοσφαιρικό προσωπικό ήταν τεράστιες. Οι ίδιοι οι Γερμανοί υπολόγισαν ότι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου 48 διεθνείς ποδοσφαιριστές τους. Αιχμάλωτος στη Ρουμανία από τα σοβιετικά στρατεύματα συνελήφθη ο αρχηγός της Γερμανίας και παγκόσμιος πρωταθλητής το 1954 Φριτς Βάλτερ. Αφέθηκε ελεύθερος και δεν οδηγήθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, όταν έγινε γνωστή η ποδοσφαιρική του ιδιότητα.
Ο Χίτλερ πήγε δύο φορές σε αγώνα της εθνικής ομάδας του Γ΄ Ράιχ. Το 1936 παρακολούθησε την ήττα της Γερμανίας από την Νορβηγία με 2-0 και τον αποκλεισμό της από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο προπονητής της Νορβηγίας Ασμπορν Χάλβορσεν μετά την κατάληψη της χώρας του από τα στρατεύματα των Ναζί, εντάχθηκε στην αντίσταση. Συνελήφθη και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Χίτλερ το 1938 παρακολούθησε επίσης την εντός έδρας συντριβή της Γερμανίας από την Αγγλία με 6-3. Για να διεξαχθεί ο συγκεκριμένος αγώνας απέτισε να χαιρετίσουν φασιστικά οι άγγλοι διεθνείς. Οι τελευταίοι αρνήθηκαν, όχι όμως και η ομοσπονδία της χώρας τους, η οποία έστω και χωρίς μεγάλη θέληση, παρακινούμενη από τη γενικότερη πολιτική των Βρετανών που πίστευαν ακόμη τότε ότι μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά με τον Χίτλερ, απαίτησε από τους παίκτες να τηρηθεί το πρωτόκολλο.
Αυτός ήταν ο Χίτλερ, τον οποίο κάποιοι θαυμάζουν ακόμη και σήμερα στη χώρα μας και κυρίως μεταφέρουν τις ιδέες του στις εξέδρες των φανατικών, όπου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Ενας πολεμοχαρής ρατσιστής ηγέτης ενός λαού, που για να δικαιολογήσει την ήττα των αθλητών της «Αριας φυλής» και να εξηγήσει γιατί ο μαύρος Τζέσε Οουενς κατέκτησε τέσσερα χρυσά μετάλλια το 1936 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, είχε δηλώσει: «Οι άνθρωποι των οποίων οι πρόγονοι βγήκαν από τη ζούγκλα είναι πρωτόγονοι και ως προς τη φυσική κατάσταση είναι ισχυρότεροι από τους πολιτισμένους λευκούς, γι αυτό και πρέπει να αποκλείονται από τους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Οι Ναζί αφαίρεσαν από την παγκόσμια αθλητική οικογένεια δύο Ολυμπιάδες και δύο ποδοσφαιρικά Μουντιάλ. Στέρησαν επίσης από πολλές χώρες τα εθνικά τους πρωταθλήματα. Στις 22 Ιουνίου 1941 διεξήχθη ο τελικός του γερμανικού πρωταθλήματος ανάμεσα στην Σάλκε που ήταν η αγαπημένη ομάδα του Χίτλερ και τη Ραπίντ Βιέννης παρουσία 95.000 θεατών. Την ίδια μέρα θα γίνονταν στο Κίεβο τα εγκαίνια του Ολυμπιακού Σταδίου με την αναμέτρηση της τοπικής Ντιναμό με την ΤΣ.ΝΤ.Κ.Α. Μόσχας. Την ημέρα εκείνη η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Σοβιετική Ενωση. Ο αγώνας και τα εγκαίνια αναβλήθηκαν για τρία χρόνια, όσα χρειάστηκε ο κόκκινος στρατός για να στείλει τους φρίτσιδες σπίτι τους.
Τα πρωταθλήματα Αγγλίας, Σκωτίας, Βόρειας Ιρλανδίας διεκόπησαν όταν οι πρώτες βόμβες των Ναζί έπεσαν στο νησί. Συνεχίστηκαν όμως οι αγώνες μεταξύ των εθνικών ομάδων των τριών χωρών. Μέσα από τα παιχνίδια οι άγγλοι εργαζόμενοι αντλούσαν δύναμη και υπομονή. Εν μέσω πολέμου, τον αγώνα Σκωτία – Αγγλία στη Γλασκώβη παρακολούθησαν 130.000 θεατές.
Στις 27 Αυγούστου 1939 η Πολωνία αντιμετώπισε την Ουγγαρία η οποία θεωρούνταν ποδοσφαιρική υπερδύναμη για την εποχή. Η εφημερίδα «Ψέγκλοντ Σπορτόβι» βλέποντας να έχουν υψωθεί πάνω από την Ευρώπη σύννεφα πολέμου, προανήγγειλε τον αγώνα με τον συμβολικό τίτλο: «έχουμε λίγες ελπίδες, αλλά ετοιμαζόμαστε να πολεμήσουμε». Τέσσερις μέρες μετά, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία.
Στην Ιταλία τα πρωταθλήματα διεξάγονταν κανονικά για όσο διάστημα τα στρατεύματα του Μουσολίνι βρίσκονταν στην επίθεση. Το ίδιο συνέβαινε και στην Ισπανία όπου ο δικτάτορας Φράνκο απολάμβανε τη φιλία του με τα φασιστικά καθεστώτα.
Στην Ελλάδα τα τοπικά πρωταθλήματα διεκόπησαν μετά την επίθεση των Ιταλών στην Ήπειρο. Οι ηλικίες που ασχολούνταν ενεργά με τον αθλητισμό, γεύονταν πρώτες τα δεινά του πολέμου. Δέκα χρόνια δράσης έχασε η εθνική Ελλάδας. Εδωσε τον τελευταίο της αγώνα στις 25 Μαρτίου 1938 στην Βουδαπέστη με την Ουγγαρία για τα προκριματικά του παγκοσμίου κυπέλλου. Ο επόμενος αγώνας διεξήχθη στις 23 Απριλίου 1948 στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας με αντίπαλο την Τουρκία. Επέζησαν του πολέμου – αγωνιστικά και σωματικά και έπαιξαν και στα δύο παιχνίδια, τρεις ποδοσφαιριστές. Ο Κλεάνθης Βικελίδης του Αρη Θεσσαλονίκης, ο Κλεάνθης Μαρόπουλος της ΑΕΚ και ο Γιάννης Βάζος του Ολυμπιακού.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου διεξήχθησαν ουκ ολίγα ηρωικά παιχνίδια, με αντιπάλους ομάδες των γερμανικών στρατευμάτων. Οι Ναζί έβλεπαν στο ποδόσφαιρο μία διέξοδο προκειμένου να αποκτήσουν συμπάθειες και να βελτιώσουν τη θέση τους απέναντι στους λαούς των κατεχόμενων χωρών και κυρίως για να διατηρήσουν την ψυχική ηρεμία των στρατιωτών τους.
Στις 9 Αυγούστου 1942 διεξήχθη στο Κίεβο ο αγώνας που έμεινε στην ιστορία ως «ματς του θανάτου». Αντίπαλοι, η ομάδα Σταρτ, που αποτελούνταν κυρίως από ποδοσφαιριστές της τοπικής Ντιναμό, με ομάδα στρατιωτών και αξιωματικών της Βέρμαχτ με την επωνυμία Φλάικελφ. Είχε προηγηθεί τρεις μέρες νωρίτερα αγώνας των δύο ομάδων που βρήκε νικήτρια τη Σταρτ με 5-1. Οι γερμανοί ζήτησαν ρεβάνς και η ιστορία λέει ότι απείλησαν τους αντιπάλους τους ότι αν νικούσαν θα τους σκότωναν. Ηττήθηκαν και στον δεύτερο αγώνα με 5-3. Οι ποδοσφαιριστές της Ντιναμό δεν πτοήθηκαν. Η σοβιετική ιστορία έγραψε ότι μετά τον αγώνα οι Γερμανοί σκότωσαν τέσσερις ποδοσφαιριστές. Εξω από το γήπεδο της Ντιναμό στήθηκε μνημείο για να θυμίζει στους νεότερους την εποποιία των ποδοσφαιριστών, με την επιγραφή: «η δόξα σας δεν θα ξεθωριάσει στους αιώνες». Οι Ουκρανοί σήμερα ισχυρίζονται ότι οι τέσσερις ποδοσφαιριστές συμμετείχαν στην αντίσταση και συνελήφθησαν τέσσερις μέρες μετά τον αγώνα στο εργοστάσιο αρτοποιίας που εργάζονταν και εκτελέστηκαν. Και στη μία και στην άλλη εκδοχή, σημασία έχει ότι από τη νίκη των παικτών της Σταρτ επί των Ναζί, οι αντιστασιακές οργανώσεις αντλούσαν δύναμη και θάρρος, μειώνοντας κατά πολύ τις μέρες του πολέμου και της φασιστικής θηριωδίας.
Η ελληνική νεολαία και κατ’ επέκταση οι αθλητές, έμελε να γράψουν μία από τις λαμπρότερες ιστορίες της χώρας, κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλβανία και την Κατοχή. Την 28η Οκτωβρίου με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, όλες οι αθλητικές δραστηριότητες σταμάτησαν. Οι αθλητές στο σύνολό τους επιστρατεύτηκαν. Στα βουνά της Αλβανίας πολέμησαν ηρωικά. Δίπλα – δίπλα ο επιθετικός του Παναθηναϊκού Μίμης Πιερράκος και ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Αχιλλέας Γραμματικόπουλος. Ο τερματοφύλακας του ΠΑΟΚ Νίκος Σωτηριάδης και ο συμπαίκτης του Γιώργος Βατίκης. Ο οπισθοφύλακας του Εθνικού Μήτσος Αϊντούκοβιτς. Εκτός του Γραμματικόπουλου οι υπόλοιποι δεν επέστρεψαν από το μέτωπο. Ο Ηρακλής έχασε τον Ιβάνοφ ο οποίος υπήρξε ένας εκ των κορυφαίων σαμποτέρ του πολέμου και τον αμυντικό Χατζητσίρο. Ο Ολυμπιακός τους Νίκο Μαλαβέτα, Φάνη Σωτηρίου, Κυριάκο Μαυραντζούλη. Η Κέρκυρα τον Κάνταρο, η Θήβα τους Αφράτη, Καθενιώτη, Παπαδημητρίου, η Προποντίδα τους Μπουρνοβαλή, Βερνέζο, ο Παναιτωλικός τους Καμζέλη, Αλεξά. Δεκάδες άλλοι ποδοσφαιριστές επέστρεψαν τραυματίες από το μέτωπο ή επέζησαν στην Κατοχή από χτυπήματα του εχθρού. Ο Γιάννης Παπαντωνίου του Παναθηναϊκού και οι συμπαίκτες του Ξένος, Αποστολίδης, Κοντογιάννης, ο Καζαντζόγλου του Αττικού, ο Μακράκης του Εθνικού, ο Βαβάνης της ΑΕΚ που τραυματίστηκε στο Πόγραδετς, ο συμπαίκτης του Χατζησταυρίδης που τραυματίστηκε στο Τεπελένι, ο Γρηγοράτος του Ολυμπιακού που τραυματίστηκε στην Κλεισούρα. Ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος κινδύνεψε να πεθάνει από κρυοπαγήματα.
Ατελείωτος ο κατάλογος των αθλητών που έδωσαν τη ζωή και την ψυχή τους για την πατρίδα, όπως οι αθλητές του Ορφέα Ξάνθης Τριανταφυλλίδης, του Πανελληνίου Λιάσος Λιασίδης, του Ηρακλή Χρήστος Νούκας, του Πανελληνίου Αντώνης Μάγγος, της Λάρισας Στέλιος Δουβής, Οι κολυμβητές Κατροδαύλης, Κουραχάνης, Χαρίτος, ο παλαιστής Βαρθολομαίος, ο τενίστας Σιφναίος, ο Γυμναστής Ντινόπουλος, ο πυγμάχος Βενιέρης.
Ακόμη χειρότερα ήταν τα δεινά για τους έλληνες αθλητές τον πρώτο χρόνο της Γερμανικής κατοχής. Οι Ναζί κατάσχεσαν όλα τα διαθέσιμα ζωτικής σημασίας εμπορεύματα και βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να τα στείλουν στη Γερμανία. Οι συνέπειες υπήρξαν τρομερές κυρίως για τον πληθυσμό των μεγάλων πόλεων. Πολλά τα θύματα μεταξύ των στρατιωτών που επέστρεψαν από το αλβανικό μέτωπο.
Η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα λιμού τον χειμώνα του 1941-42, οπότε και υπολογίζεται πως 300.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το γεγονός αυτό υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπισαν την τραγωδία με αλληλοκατηγορίες. Για τους Άγγλους υπαίτιοι ήταν οι Γερμανοί που λεηλάτησαν τη χώρα, ενώ για τους Γερμανούς υπαίτιοι ήταν οι Άγγλοι που εφάρμοσαν στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στην Ελλάδα.
Να πως περιγράφει στα απομνημονεύματα του ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Πολ Μον, τη ζωή στην Αθήνα το Χειμώνα του 1941-1942:
«Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί».
Τραυματίες και ασθενείς αφέθηκαν στην τύχη τους. Στη Σωτηρία αργοπέθαιναν τα καλύτερα παιδιά της Ελλάδας. Αθλητές έβγαζαν στο σφυρί τα έπαθλά τους για ένα κομμάτι ψωμί. Η ΕΠΟ και ο ΣΕΓΑΣ που ασχολούνταν τότε με το σύνολο των υπολοίπων αθλημάτων, σταμάτησαν κάθε δραστηριότητα. Κι εκεί που η επίσημη κρατική πολιτική ήταν «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», ήρθε μια ομάδα νεαρών πατριωτών αθλητών να κάνει πράξη αυτό που ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης περιέγραψε παραστατικά στο «Αξιον Εστί» χρόνια αργότερα:
« Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστικὴ τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδὴ τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία ἡ Άνοιξη».
Στις δύσκολες εκείνες μέρες, όπου όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, μια ομάδα αθλητών ίδρυσε την ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ η οποία ανέλαβε την ευθύνη να σώσει τους αθλητές από την πείνα και να ανεβάζει τη διάθεση του λαού για ζωή και αγώνα. Είχε προηγηθεί η ίδρυση του αθλητικού τμήματος του ΕΑΜ νέων το οποίο αποτελούσαν ο δρομέας αντοχής Νίκος Νίτσας, ο πρωταθλητής των 400 μ. Ηλίας Μισαηλίδης, ο δισκοβόλος και έκτος στους Ολυμπιακούς Αγώνες Νίκος Σύλλας, ο μπασκετικός Νότης Μαστρογιάννης, ο επίσης αθλητής του στίβου Γρηγόρης Βέλης, ο βαλκανιονίκης στο άλμα εις μήκος Γιώργος Ελευθεριάδης, ο πέντε φορές βαλκανιονίκης στο κοντάρι Γιώργος Θάνος, ο επίσης βαλκανιονίκης Γιώργος Καραγιώργος.
Ας δούμε πως περιγράφει ο αείμνηστος αθλητής του Πανιωνίου και επί πολλά χρόνια πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ Ηλίας Μισαηλίδης την ίδρυση της Ενωσης Ελλήνων Αθλητών, η οποία μέχρι και εφημερίδα εξέδωσε τα «Αθλητικά Νέα» με υπεύθυνο τον αθλητή Γιάννη Σκιαδά:
«Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, όλα στον τόπο μας ήταν μαύρα. Πείνα, φτώχεια, διώξεις, εκτελέσεις ήταν η εικόνα που παρουσίαζε η χώρα μας. Ολες οι ομοσπονδίες έκλεισαν, η αθλητική κίνηση νέκρωσε, αθλητές μας όπως ο Βεργίνης πεθαίνουν στη Σωτηρία.
Κάποιοι έπρεπε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία για να ζωντανέψει η αθλητική κίνηση της χώρας. Γίνεται ένα προσκλητήριο από τους αθλητές όλων των αγωνισμάτων και ρίχνεται η ιδέα να ιδρυθεί ένα όργανο που θα αγκαλιάσει όλα τα αθλήματα και θα αναζωογονούσε τον αθλητισμό στη χώρα μας. Ετσι συστήθηκε τον Απρίλιο του 1942 η ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ που ήτανε και ο πρόδρομος για την ίδρυση μετέπειτα της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Το Δ.Σ. απαρτίζανε οι Ρένος Φραγκούδης (πρόεδρος), Γρηγόρης Λαμπράκης (αντιπρόεδρος), Ηλίας Μισαηλίδης (γενικός γραμματέας) και μέλη οι Γ. Θάνου, Γ. Παλαμιώτης, Σ. Βελκόπουλος, Γ. Μαρινάκης, Β. Μαυραπόστολος, Ε. Χέλμης και Δαλιάνης. Κοντά μας πλαισιώθηκαν σε διάφοες επιτροπές οι: Συμεωνίδης, Χατζησταυρίδης, Μαρόπουλος, Τζανετής, Ζερβίνης, Στεφανάκης, Τερζόπουλος, Μπίρης, Πετμεζάς, Καμπαφλής, Σταματόπουλος, Μαστρογιάννης, Οικονόμου, Κρητικός, Ελευθεριάδης, Λυμπερόπουλος κ.α.
Η πρώτη συνεδρίαση της ΕΕΑ έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στη συνέχεια φιλοξενηθήκανε στα σπίτια του Γεωργίου Μαρινάκη και Ηλία Μισαηλίδη και τελικά φιλοξενηθήκανε στο ζαχαροπλαστείο του Αντώνη Σκυλογιάννη (Μπενάκη και Σόλωνος γωνία). Μέσα σε αυτό το μαγαζί γράφτηκε η ιστορία της δράσης της ΕΕΑ μέχρι την απελευθέρωση.
Ητανε το στέκι όλου του αθλητικού κόσμου, ποδοσφαιριστών, αθλητών πάλης, άρσης βαρών, στίβου, μπάσκετ, πυγμαχίας, βόλεϊ, ποδηλασίας.
Το Δ.Σ. είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα και μάλιστα σε τρομερές συνθήκες. Για τη συγκέντρωση χρημάτων πραγματοποιούνται συναυλίες, ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις με Εθνικό περιεχόμενο και με καλλιτέχνες που συμμετείχαν πρόθυμα και με ενθουσιασμό στην προσπάθειά μας όπως η Σοφία Βέμπο, η Νέζερμ, η Βασιλειάδου, ο Κουναρίδης, ο Τραϊφόρος, ο τενόρος Γιάννης Καμπάνης, ο Τουφεξής, ο Κωνσταντάρας, η Ρένα Ντορ, ο Αυλωνίτης, ο Κυριακός. Συναυλίες δόθηκαν στο ΠΑΛΛΑΣ και στο Αττικό, δωρεά από τον Σκούρα καθώς και εκδήλωση στη Λυρική Σκηνή με τη μεγάλη Μαρία Χαιρογιώργου στο πιάνο και ομιλία της Σοφίας Σπανούδη. Πάνω από 1.500 θεατές χειροκρότησαν τους καλλιτέχνες. Όλα δε τα ποσά διαθέτονταν για την ενίσχυση των αθλητών».
Χέρι – χέρι οι άνθρωποι του αθλητισμού και του πολιτισμού παρέδωσαν τότε μαθήματα ανθρωπιάς και ηρωισμού, αντικαθιστώντας τα επίσημα αθλητικά όργανα, που είτε σίγησαν ή κι ακόμη συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Η δημιουργία της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ και το έργο που επιτέλεσε για τη σωτηρία των αθλητών και την ενθάρρυνση του λαού στην αντίσταση κατά του κατακτητή, αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Ολες οι ενέργειες της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ εξέφραζαν στην πράξη το νόημα των στίχων του ποιητή Κωστή Παλαμά «η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».
Καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Ενωσης έπαιξε ο σφαιροβόλος Ηλίας Βεργίνης ο οποίος ήταν άρρωστος στη Σωτηρία με φυματίωση όπως οι Παντελέσκος, Φυκιώτης, Λουκόπουλος, Τραυλός και πολλοί άλλοι. Ο Βεργίνης ενημέρωσε την επιτροπή νέων του ΕΑΜ που τον επισκέφτηκαν ότι είχε ιδρύσει από το 1930 την Ενωση Ελλήνων Αθλητών στίβου και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το καταστατικό της. Το καταστατικό ανεβρέθηκε στο Πρωτοδικείο, αφαιρέθηκε η λέξη στίβος για να εκφράζει το σύνολο των αθλητών και η δράση άρχισε: Ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ενωσης Ελλήνων Αθλητών, κείμενο του οποίου έχουμε στα χέρια μας, δυστυχώς όμως χωρίς το όνομά του, έγραψε χρόνια αργότερα:
«Αρχίσαμε δειλά – δειλά να πηγαίνουμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, φορούσαμε τις αθλητικές μας στολές και κάναμε ελαφρές προπονήσεις. Φτιάξαμε επιτροπές και αναπτύξαμε μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα του επισιτισμού. Δεν άργησε να έρθει κι η πρώτη μας επιτυχία. Η σταφίδα. Ο καθένας μας έπαιρνε μια ποσότητα και η μοιρασιά γινόταν στο σπίτι του Νότη Μαστρογιάννη στο Παγκράτι, κάτω από τον Αγιο Σπυρίδωνα. Η επιτυχία αυτή έγινε η αιτία να αρχίσουν όλοι οι αθλητές στίβου να συσπειρώνονται γύρω μας. Οι εμφανίσεις μας στο Στάδιο συνεχίστηκαν λίγο πιο ζωηρές και με πληθώρα αθλητών. Ο κόσμος μας έβλεπε να προπονούμαστε και έλεγε ή σκεφτότανε. «η Ελλάδα αναπνέει».
Οι προσπάθειές μας συνεχίστηκαν προς τις ντόπιες και ξένες αρχές και σε λίγο καταφέραμε μεγάλη νίκη. Συσσίτιο. Μας προσκόλλησαν σε διάφορα συσσίτια. Θυμάμαι ότι μπορέσαμε να βάλουμε σε συσσίτια και τον κ. Κλεάνθη Παλαιολόγο κορυφαίο θεωρητικό του κλασικού αθλητισμού και του ολυμπισμού ο οποίος πεινούσε όπως όλοι οι τίμιοι έλληνες. Τώρα αρχίσαμε να οργανώνουμε και αγώνες στίβου, πάντα στο Καλλιμάρμαρο. Ο κόσμος μας έβλεπε να κάνουμε αγώνες και έλεγε ή σκεφτότανε: «Η Ελλάδα μας ζει». Το γαλακτοπωλείο του Σκυλογιάννη είχε μετατραπεί σε κυψέλη δουλειάς, ζυμώσεων, συσκέψεων και αποφάσεων. Σε κάποια στιγμή μας πλησίασαν οι ποδοσφαιριστές. Η σταφίδα και το συσσίτιο αποτελούσε μεγάλο πόλο έλξης. Και πρώτα – πρώτα οι ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ με τον Τρύφωνα Τζανετή, και τον Κλεάνθη Μαρόπουλο και από κοντά ο Ξένος, ο Μάγειρας, ο Σέλτσικας, ο Παπαδόπουλος, ο Κρητικός του Παναθηναϊκού.
Με βάση αυτούς τους παίκτες προχωρήσαμε στη συσπείρωση των ποδοσφαιριστών και άρχισαν ζυμώσεις για την οργάνωση μιας ποδοσφαιρικής συνάντησης Παναθηναϊκός – ΑΕΚ. Οι παράγοντες του αθλητισμού, οι διοικήσεις των ομοσπονδιών, της Ε.Ο.Α., είχαν εξαφανιστεί. Σε όλη αυτή την πορεία κανένας παράγοντας δεν βρέθηκε στο δρόμο μας, ούτε για να μας βοηθήσει, ούτε να μας εμποδίσει. Όταν άρχισε να γίνεται κουβέντα για ποδοσφαιρική συνάντηση ΠΑΟ – ΑΕΚ , ανησυχήσανε. Μαζεύτηκαν, τα κουβέντιασαν και φυσικά απορήσανε «ποια είναι αυτή η Ενωση Ελλήνων Αθλητών;». «Τι ζητάει στα χωράφια μας;». Ήτανε όμως αργά. Οι ποδοσφαιριστές είχαν ενωθεί μαζί μας, παίρνανε σταφίδα, συσσίτιο και οι πιο πολλοί είχαν ενταχθεί στις γραμμές της ΕΠΟΝ. Ελάτε κύριοι παράγοντες να τους πάρετε».
Ας δούμε πως περιγράφει ο Κλεάνθης Μαρόπουλος τον αγώνα Παναθηναϊκός – ΑΕΚ ο οποίος εξελίχθηκε σε διαδήλωση:
«Αποφασίσαμε να γίνει αυτός ο αγώνας από τη μια για να μαζικοποιήσουμε την Ενωση Ελλήνων Αθλητών κι από την άλλη για να ενισχύσουμε με τις εισπράξεις τούς φυματικούς συναθλητές μας που έλιωναν στο Νοσοκομείο ‘Σωτηρία’. O κόσμος, που είχε χρόνια να δει ποδόσφαιρο, γέμισε ασφυκτικά το γήπεδο της Λεωφόρου. Πάνω από 15.000 ήταν μέσα στο γήπεδο, ενώ πολλοί έμειναν απ’ έξω. Οι δύο ομάδες θα έπαιζαν με πλήρεις συνθέσεις. Λίγο πριν τον αγώνα, όπως είχαμε συμφωνήσει, φτιάξαμε μια επιτροπή από ποδοσφαιριστές και πήγαμε στο γραφείο του Απόστολο Νικολαΐδη, του πρόεδρου του ΠΑΟ. Στην επιτροπή ήταν ο Κρητικός από τον Παναθηναϊκό, ο Τζανετής κι εγώ. Ζητήσαμε από τον Νικολαΐδη να μας δώσει ένα μέρος από τις εισπράξεις, για να ενισχύσουμε τους φυματικούς. Μας απάντησε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει κάτι τέτοιο και μάλιστα μας ανακοίνωσε ότι διαιτητής στον αγώνα θα έπαιζε ένας Αυστριακός, αξιωματικός των δυνάμεων Κατοχής. Μετά από την απάντηση εκείνη, εμείς αποφασίσαμε να μην παίξουμε. Αν το κάναμε, θα ήταν σαν να συμφωνούσαμε με τους κατακτητές.
Βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο και οι δύο ομάδες μαζί, χαιρετίσαμε τους φιλάθλους, κι αντί ν’ αρχίσουμε τον αγώνα, ανεβήκαμε στις εξέδρες κι αρχίσαμε να εξηγούμε στον κόσμο τι ακριβώς είχε γίνει. Ο κόσμος δέχτηκε τις εξηγήσεις μας. Αυτό που επακολούθησε δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Αγανακτισμένοι οι φίλαθλοι όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο και κυριολεκτικά δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Οι ξύλινες εξέδρες ξηλώθηκαν, τα δοκάρια ξεριζώθηκαν, συνθήματα υπέρ των ποδοσφαιριστών και κατά του Απόστολου Νικολαΐδη αλλά και της διοίκησης του ΠΑΟ ακούγονταν. Τα επεισόδια πήραν έκταση και γρήγορα σχηματίστηκε αντιφασιστική διαδήλωση, που έφτασε μέχρι την Ομόνοια. Οι φίλαθλοι-διαδηλωτές διαλύθηκαν μόνο με την εμφάνιση των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής…».
Την παράσταση και το ενδιαφέρον των αθηναίων στην περίοδο της Κατοχής είχε κλέψει μια ανεξάρτητη ομάδα τα Πράσινα Πουλιά, την οποία με πρωτοβουλία της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ είχαν δημιουργήσει γνωστοί ποδοσφαιριστές της εποχής που είχαν αποχωρήσει από τις ομάδες τους. Εδρα της είχε το γήπεδο του Πανελληνίου και όταν αγωνιζόταν γίνονταν το αδιαχώρητο.
Οι έλληνες αθλητές μεθυσμένοι με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα, έγραψαν σελίδες δόξας και έδωσαν δεκάδες θύματα στον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Ο Σπύρος Κοντούλης που επέστρεψε τραυματίας από το αλβανικό μέτωπο, γέννημα θρέμμα Κοκκινιώτης και σέντερ χαφ της ΑΕΚ η οποία κατέκτησε τα δύο τελευταία προπολεμικά πρωταθλήματα το 1939 και 1940, γαζώθηκε από τους γερμανούς όταν πήδηξε από το καμιόνι που τον πήγαινε στο θυσιαστήριο της Καισαριανής. Ο Σπύρος Υποφάντης του Παναθηναϊκού έχασε το αριστερό του πόδι από όλμο ο οποίος σκότωσε την αδελφή του, τον γαμπρό του και το παιδί τους, ο Αναματερός του Ολυμπιακού σκοτώθηκε τον Δεκέμβρη του 44 όπως και οι ποδοσφαιριστές του Εθνικού Αστέρα Μανώλης Ψούνης, Νίκος Κεχαγιάς, Μιχάλης Μεσάδος, ο ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού Κώστας Τάκος, ο δημοσιογράφος και ποδοσφαιριστής του ΟΦΗ Νικόλαος Κατεχάκης και οι συμπαίκτες του Νίκος Μαλτεζάκης, Παντελής Παρασκευάς, ενώ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία πέθανε ο αθλητής του ΟΦΗ Αγγελος Καμπάνης. Νεκρός στον πρώτο βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από τους γερμανούς έπεσε επίσης ο πρόεδρος του Αρη Μάνθος Ματθαίου, πατέρας του αείμνηστου μπασκετμπολίστα Φαίδωνα Ματθαίου, ενώ από ιταλικές βόμβες στην Πάτρα σκοτώθηκαν οι ποδοσφαιριστές της Παναχαϊκής Δημήτρης Νιάρος και Ιωάννης Πυλαρινός.
Προσπάθεια της ΕΠΟ το 1943 να αναβιώσει τα πρωταθλήματα στέφθηκε με αποτυχία. Αντίθετα λαμβάνουν χώρα μεμονωμένες αναμετρήσεις σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα και άλλες πόλεις. Τον Μάιο του 1943 διεξήχθη στον Πειραιά το «Κύπελλο του Δημάρχου» με αντιπάλους στον τελικό τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Οι δύο ομάδες αναμετρήθηκαν και στον τελικό των Χριστουγέννων στο τέλος της ίδιας χρονιάς.
Το 1943 διεξήχθη κι ένας αγώνας ανάμεσα στην ΕΠΟΝ Πειραιά και Αθήνας στην οποία συμμετείχαν κορυφαίοι ποδοσφαιριστές όπως ο Ανδρέας Μουράτης, ο Νίκος Γόδας του Ολυμπιακού, ο Γαβρήλος Γαζής του Παναθηναϊκού, ο Διονύσης Γεωργάτος του Ολυμπιακού, ο Βασίλης Πατινιώτης του Εθνικού, ο Γιάννης Φερλέμης, ο Γιώργος Κασίκογλου, ο Δημήτρης Καλίτσης, ο Ηλίας Παπαγεωργίου και ο Γιάννης Καψής της ΑΕΚ, ο Αριστείδης Τσολακίδης του Ατρόμητου.
Ο Γόδας και ο Μουράτης ήταν μεταξύ των μαχητών του ΕΛΑΣ Πειραιά στη μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι όπου με το όπλο στο χέρι δεν επέτρεψαν στους κατακτητές να ανατινάξουν το εργοστάσιο. Εντεκα ΕΛΑσίτες έδωσαν τη ζωή τους για να μην μείνουν η Αθήνα κι ο Πειραιάς στο σκοτάδι. Ο Γόδας πιστός στις ιδέες του εκτελέστηκε το 1948 στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας, ζητώντας να φορέσει κατά την εκτέλεση τη φανέλα του Ολυμπιακού. Δεν τον ενδιέφερε ποιοι διοικούσαν τότε τον Ολυμπιακό και οι ιδέες τις οποίες υπηρετούσαν. Για εκείνον ιδέα ήταν η ομάδα του. Ο Μουράτης όταν το 1945 μεταγράφηκε από την Προοδευτική στον Ολυμπιακό, δεν απαίτησε χρηματικά ανταλλάγματα. Ζήτησε να καταστρέψουν το φάκελό του. Ζήτησε εν ολίγοις να ζήσει ελεύθερος. Κι όπως είπε κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης, «άμα δεν έχεις δουλειά υποφέρεις, αν όμως δεν έχεις ελευθερία δεν λογίζεσαι άνθρωπος».
Ο Ανδρέας Μουράτης δεν έμαθε γράμματα. Εβγαλε όμως το πανεπιστήμιο της ζωής. Στο γήπεδο κατέθετε ψυχή. Διώχθηκε ως υπαίτιος εξέγερσης των διεθνών το 1953 επειδή ως αρχηγός της εθνικής ομάδας απαίτησε από την ΕΠΟ να εισπράξουν οι παίκτες τα οδοιπορικά τους. Δοξάστηκε ως ποδοσφαιριστής, πέθανε φτωχός. Εμεινε όμως στην ιστορία. Κι όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης μετά την απονομή του Νόμπελ σε συγκέντρωση ομογενών στη Σουηδία «ταπεινά εργάστηκα σ’ όλη μου τη ζωή. Και η μόνη ανταμοιβή που γνώρισα πριν από τη σημερινή, ήταν α’ ακούσω από τους συμπατριώτες μου να με τραγουδούν. Να τραγουδούν το Αξιον Εστί».
«Ο αθλητισμός διδάσκει έντιμα να νικάς και με αξιοπρέπεια να χάνεις» έλεγε ο άλλος νομπελίστας, ο Ερνέστο Χεμινγουέι.
Κι οι αθλητές με τα πρησμένα πόδια που στην περίοδο της Κατοχής δόξασαν την Ελλάδα, θα είχαν ξεχαστεί αν κάποιοι δημοσιογράφοι, που επιμένουν ότι ο αθλητισμός είναι πολιτισμός, δεν θυμούνταν κατά περιόδους τις ένδοξες σελίδες ιστορίας που έγραψαν στα βουνά της Αλβανίας και τους δρόμους των πόλεων.
Δεν κάνουν όμως το ίδιο οι αθλητικές και ποδοσφαιρικές ηγεσίες.
Ούτε ενός λεπτού σιγή. Ούτε ένα μνημείο να καταθέσει ο απλός φίλαθλος ένα λουλούδι.
Γι’ αυτό και στις κερκίδες των φανατικών δρουν σήμερα ανεξέλεγκτα και επικίνδυνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία οι οραματιστές του Χίτλερ, όπως στον πρόσφατο αγώνα της εθνικής Ελλάδας με την Εσθονία, όπου πήγαν στο γήπεδο μόνο εκείνοι που ήθελαν να κάψουν σημαίες άλλων κρατών και να εκφράσουν το μίσος τους για τους λαούς του κόσμου.
«Είναι ευτυχής όποιος μελέτησε την ιστορία, γιατί αυτός ούτε τους πολίτες παρακινεί στην καταστροφή, ούτε ο ίδιος γίνεται άδικος» έγραψε ο Ευριπίδης.
Ο Γιάννης Γεωργάκης έκλεισε την ομιλία του με το παρακάτω περιστατικό: «Επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω και μία ιστορία την οποία μου διηγήθηκε πρόσφατα ο Γιώργος Δαρίβας, ο άσος του Ολυμπιακού και της εθνικής ομάδας μετά τον πόλεμο, ο οποίος υπηρέτησε τη θητεία του στη Μακρόνησο επειδή στου Ψυρρή που έμενε πλακώθηκε με έναν Χίτη.
Το 1953 η Ελλάδα αντιμετώπισε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας την Τουρκία για το κύπελλο ανατολικής Μεσογείου και νίκησε 3-1 με τρία γκολ του Δαρίβα. Επειδή οι δύο ομάδες θα αναμετριόνταν και έπειτα από δύο μέρες σε φιλική συνάντηση, η ΕΠΟ έκρινε σωστό να διανυκτερεύουν οι παίκτες σε ξενοδοχείο της Βουλιαγμένης.
Την επομένη το πρωί ενώ έκαναν περίπατο στην παραλία, τους κάλεσε ο αρχηγός της αποστολής να παραταχθούν γρήγορα επειδή έρχεται η βασίλισσα. Παρατάχτηκαν πάραυτα και πλησιάζει ένα αυτοκίνητο από το οποίο κατεβαίνει η Φρειδερίκη.
Η τότε βασίλισσα τους συνεχάρη για τη νίκη και την απόδοσή τους.
Όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις κάποιος από την ομάδα έπρεπε να ανταποδώσει τις φιλοφρονήσεις. Αρμοδιότερος όλων είναι ο εκάστοτε αρχηγός της εθνικής και επί του προκειμένου ο Αντρέας Μουράτης. Αγράμματος ο Μουράτης, κάθε φορά που έπρεπε να κάνει δηλώσεις, συμβουλεύονταν τον φίλο και συμπαίκτη του στον Ολυμπιακό Γιώργο Δαρίβα. Τον τελευταίο τον σκουντάει όμως ο διπλανός του, ο Ιωάννου και του ψιθυρίζει: “Αστον να δούμε τι θα πει”. Ο Μουράτης πήρε το λόγο και μίλησε όπως ήξερε κι από καρδιάς: “Ακου να σου πω κυρά μου, εμείς πάντα έτσι ‘ξηγιόμαστε. Για την πατρίδα τα δίνουμε όλα”.
Οι πάντες, μηδέ εξαιρουμένης της Φρειδερίκης, έπεσαν κάτω από τα γέλια.
Το ίδιο συνέβη και στην αίθουσα, γιατί όλοι μας σταθήκαμε στο πρώτο μέρος της προσφώνησης. Ετσι έχουμε διαπαιδαγωγηθεί. Το καλαμπούρι είναι στην καρδιά μας.
Αδικήσαμε όμως το δεύτερο που είπε ο Μουράτης, που είναι και το ουσιώδες. “Για την πατρίδα τα δίνουμε όλα”.
Ο Μουράτης πάντα έτσι ξηγιόταν, για να μιλήσω από σεβασμό, τη γλώσσα του. Για την πατρίδα σε ηλικία 18 ετών πολέμησε στη μάχη της Ηλεκτρικής.
Και κάτι τελευταίο. Το 2004 που η εθνική Ελλάδας αναδείχτηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης, αν ζούσε ο Μουράτης, είμαι βέβαιος ότι δεν θα φώναζε “δεν θα γίνεις έλληνας ποτέ Αλβανέ”.
Αν πίστευε ότι υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές, το 1944 δεν θα πολεμούσε στη μάχη της Ηλεκτρικής, αλλά θα θαύμαζε τον αρχηγό της Άριας φυλής, όπως κάνουν σήμερα ουκ ολίγοι νοσταλγοί του Χίτλερ».
Γ. Γεωργάκης: Το ποδόσφαιρο στην κατεχόμενη Ευρώπη (η ομιλία του από το https://atexnos.gr/).
Με τους στίχους του Κ. Παλαμά «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα» τιτλοφόρησε την ομιλία του ο Γιάννης Γεωργάκης.
Και στη συνέχεια είπε: Την 11η Νοεμβρίου 2018, συγκεντρώθηκαν στο Παρίσι , εχθροί και σύμμαχοι, για να εορτάσουν τα εκατό χρόνια από το τέλος του Μεγάλου Πολέμου και να αποτίσουν φόρο τιμής στους χιλιάδες στρατιώτες που έπεσαν στα πεδία των μαχών.
Κάθε έθνος, σε ετήσια βάση τιμάει τους δικούς του νεκρούς, τους ήρωες που θυσιάστηκαν για τα ιδανικά την πατρίδα και την ελευθερία. Η Ελλάδα εκάστη 28η Οκτωβρίου τιμάει με στρατιωτική παρέλαση τους ήρωες του αλβανικού μετώπου. Οι Ρώσοι στις 9 Μαίου εορτάζουν την ημέρα της νίκης ενάντια στις δυνάμεις του άξονα και το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Οι Αγγλοι ετησίως τιμούν τους νεκρούς τους, από τον Μεγάλο Πόλεμο και ένθεν, με εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα, κυρίως, στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Θα έχετε προσέξει ότι κάθε Νοέμβριο οι αγγλικές ομάδες ενδύονται τη φανέλα με την παπαρούνα, σύμβολο μνήμης – επειδή οι παπαρούνες φύτρωναν κατά χιλιάδες στη Φλαμανδία όπου διεξήχθησαν οι φονικότερες μάχες του Μεγάλου Πολέμου, συγκεντρώνοντας παράλληλα χρήματα για φιλανθρωπικά ιδρύματα που ασχολούνται με τους πεσόντες και τους τραυματίες των πολέμων.
Οι Αγγλοι δεν επέλεξαν τυχαία το ποδόσφαιρο για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Επί της ουσίας επέλεξαν το μαζικότερο των αθλημάτων για να αποτίσουν φόρο τιμής και κυρίως να στείλουν μήνυμα πατριωτικής διαπαιδαγώγησης στα εκατομμύρια νέους που παθιάζονται με τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο. Ποιο κοινωνικό κίνημα ή πολιτιστική εκδήλωση μπορεί να συγκεντρώσει σήμερα πενήντα χιλιάδες κόσμο σε ένα γήπεδο, ένα εκατομμύριο φιλάθλους σε είκοσι γήπεδα την ίδια μέρα και δεκάδες εκατομμύρια μπροστά από την τηλεόραση; Αυτή τη δυνατότητα έχει μόνο το ποδόσφαιρο.
Στη χώρα μας, η 28η Οκτωβρίου έπεσε φέτος Κυριακή, ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα η λεγόμενη ποδοσφαιρική γιορτή των πρωταθλημάτων στης Σούπερ Λίγκας και της Φούτμπολ Λιγκ. Ουδείς από τους ιθύνοντες, πολιτικούς και αθλητικούς παράγοντες, σκέφθηκε να τιμήσει , όχι συνολικά τους ήρωες του αλβανικού μετώπου, έστω τους αθλητές, τους ποδοσφαιριστές ειδικότερα, οι οποίοι άφησαν τα κόκαλά τους στα βουνά της Αλβανίας ή τους πολίτες οι οποίοι με το όπλο στο χέρι αντιστάθηκαν στον γερμανό κατακτητή και έχυσαν το αίμα τους για την ελευθερία της πατρίδας. Όχι μόνο ο εθνικός ύμνος δεν ακούστηκε στα γήπεδα προς τιμήν τους, όχι μόνο δεν κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή, αλλά και το ντέρμπι της αγωνιστικής εκείνης Αρης – ΠΑΟΚ αναβλήθηκε για την επομένη, επειδή η αστυνομία δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφαλή διεξαγωγή του.
Βλέποντας τους αμερικανούς, τους Ρώσους, τους Καναδούς, να ξεκινούν τους αγώνες των πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου, μπάσκετ, χόκεϊ, με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της χώρας τους, πρέπει να αναρωτηθούμε άπαντες και πρωτίστως οι κατέχοντες πολιτική και αθλητική εξουσία, γιατί ένας αγώνας μεταξύ εκατομμυριούχων επαγγελματιών αθλητών ξεκινάει με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου και τί μηνύματα θέλουν να στείλουν οι υπεύθυνοι για τον αθλητισμό των συγκεκριμένων χωρών, στην κοινωνία τους και κυρίως στη νεολαία η οποία πηγαίνει ως επί το πλείστον στα γήπεδα.
Η σημερινή εκδήλωση δεν οργανώθηκε με αποκλειστικό σκοπό, να αποτίσουμε, εμείς οι λιγοστοί, φόρο τιμής στους έλληνες αθλητές που πολέμησαν το φασισμό και θυσιάστηκαν για την πατρίδα, τον συνάνθρωπο και την ελευθερία κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Γίνεται κυρίως για να θυμηθούμε ξεχασμένες στιγμές και πρόσωπα που θυσίασαν το εγώ για το εμείς και να αντλήσουμε δυνάμεις και ερείσματα, προκειμένου η χώρα που γέννησε τα αθλητικά ιδεώδη να αποκτήσει σύγχρονη, προοδευτική, πατριωτική αθλητική κουλτούρα και να συνεχίσουμε ως λαός, ως άτομα να αγαπάμε τον αθλητισμό και μέσω αυτού να καλλιεργήσουμε αξίες, ώστε όποτε και άμα χρειαστεί, να είμαστε ψυχολογικά και ιδεολογικά έτοιμοι να υπερασπίσουμε την ειρήνη, την ελευθερία, την ανεξαρτησία της πατρίδας και τις πανανθρώπινες αξίες του αθλητισμού.
Ο αθλητισμός και το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκαν από τους Ναζί για ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς και δεινοπάθησαν στο διάστημα που ο φασισμός είχε το πάνω χέρι στα πεδία των μαχών. Ο εθνικισμός, για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, ως ιδεολογία είναι επιθετικός και εχθρικός προς τους άλλους λαούς. Ο πατριωτισμός αντίθετα είναι αμυντικός. Βασικές του αρχές έχει την ειρηνική συνύπαρξη, τον σεβασμό και την αλληλεγγύη. Ο πόλεμος που επιβλήθηκε από τις δυνάμεις του άξονα, δεν χαρίστηκε ούτε στους αθλητές των συγκεκριμένων χωρών, χιλιάδες από τους οποίους, είτε με τη θέλησή τους είτε χωρίς αυτή, έπεσαν εκτός συνόρων στα πεδία των μαχών και επιτρέψτε μου να πω, πήγαν σαν τα σκυλιά, δεν τους έκλαψε ούτε η μάννα τους.
Μέχρι το 1933 που οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία, το γερμανικό ποδόσφαιρο ήταν ανεξάρτητο. Υπήρχαν επαγγελματικές, ερασιτεχνικές, συνδικαλιστές, κομματικές και θρησκευτικές ποδοσφαιρικές ενώσεις. Το χειμώνα του 1933 οι εργατικές, πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις απαγορεύτηκαν. Στην γερμανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία εντάσσονταν μόνο οι ομάδες που δήλωναν υποταγή στο Γ΄ Ράιχ. Το ποδόσφαιρο στη Γερμανία χωρίστηκε σε 16 περιφέρειες, γκαουλίγκα όπως τις έλεγαν, οι οποίες το 1938 με την προσάρτηση της Αυστρίας έγιναν δέκα επτά. Η πολιτική των Ναζί για το ποδόσφαιρο, συνοψίζονταν σε δύο συνθήματα που κυριαρχούσαν στα γήπεδα. Το πρώτο έλεγε: «Ο καλός ποδοσφαιριστής είναι και καλός στρατιώτης» Το δεύτερο ήταν ακόμη πιο φασιστικό. «Το ποδόσφαιρο πρέπει να υπηρετεί το Γ΄ Ράιχ» έγραφε. Η ιδεολογία αυτή επεκτάθηκε σε όλες τις χώρες που κυβερνούνταν τότε δικτατορικά.
Τα πρωταθλήματα στη ναζιστική Γερμανία ουδέποτε διακόπηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το τελευταίο παιχνίδι στο Γ΄ Ράιχ έγινε στις 23 Απριλίου 1945. Δύο εβδομάδες πριν την παράδοση, κι ενώ τα συμμαχικά στρατεύματα ήταν προ των πυλών του Βερολίνου, η Μπάγερν Μονάχου παρουσία 25.000 θεατών, νίκησε τον Γυμναστικό και Αθλητικό Σύλλογο 1860 με 3-2. Αντίθετα, ο αγώνας της εθνικής Γερμανίας τον Σεπτέμβριο του 1942 με την Σουηδία, ήταν ο τελευταίος εντός έδρας για το Γ΄ Ράιχ. Η ήττα με 3-2 υποχρέωσε τον Γκέμπελς που ήταν παρών στην αναμέτρηση, να απαγορεύσει τους εντός έδρας αγώνες της Εθνικής. Όπως ειπώθηκε επίσημα «ο προπονητής δεν μπορεί να εγγυηθεί τη νίκη και οι ήττες διαταράσσουν το ηθικό πνεύμα του έθνους». Αργότερα, όταν βρέθηκε το ημερολόγιο του Γκέμπελς, ο υπουργός προπαγάνδας των Ναζί είχε γράψει για το συγκεκριμένο παιχνίδι: «Εκατό χιλιάδες απογοητευμένοι θεατές έφυγαν από το στάδιο. Αν κερδίζαμε σε αυτό το παιχνίδι, θα ήταν για το ηθικό τους πολυτιμότερο, από την κατάληψη οποιασδήποτε πόλης στην ανατολή».
Εκτός έδρας η εθνική Γερμανίας συνέχιζε να αγωνίζεται έως το τέλος του 1942 αντιμετωπίζοντας τις αντίστοιχες ομάδες των χωρών του άξονα, τη Σλοβακία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Κροατία και τις ουδέτερες Ελβετία και Σουηδία.
Παρά τις προσπάθειες του ομοσπονδιακού προπονητή της Γερμανίας Ζεπ Γκερμπέργκερ να κρατήσει τους διεθνείς ποδοσφαιριστές μακριά από το μέτωπο, οι ανθρώπινες απώλειες των Ναζί σε αθλητικό και ποδοσφαιρικό προσωπικό ήταν τεράστιες. Οι ίδιοι οι Γερμανοί υπολόγισαν ότι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου 48 διεθνείς ποδοσφαιριστές τους. Αιχμάλωτος στη Ρουμανία από τα σοβιετικά στρατεύματα συνελήφθη ο αρχηγός της Γερμανίας και παγκόσμιος πρωταθλητής το 1954 Φριτς Βάλτερ. Αφέθηκε ελεύθερος και δεν οδηγήθηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, όταν έγινε γνωστή η ποδοσφαιρική του ιδιότητα.
Ο Χίτλερ πήγε δύο φορές σε αγώνα της εθνικής ομάδας του Γ΄ Ράιχ. Το 1936 παρακολούθησε την ήττα της Γερμανίας από την Νορβηγία με 2-0 και τον αποκλεισμό της από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο προπονητής της Νορβηγίας Ασμπορν Χάλβορσεν μετά την κατάληψη της χώρας του από τα στρατεύματα των Ναζί, εντάχθηκε στην αντίσταση. Συνελήφθη και στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Χίτλερ το 1938 παρακολούθησε επίσης την εντός έδρας συντριβή της Γερμανίας από την Αγγλία με 6-3. Για να διεξαχθεί ο συγκεκριμένος αγώνας απέτισε να χαιρετίσουν φασιστικά οι άγγλοι διεθνείς. Οι τελευταίοι αρνήθηκαν, όχι όμως και η ομοσπονδία της χώρας τους, η οποία έστω και χωρίς μεγάλη θέληση, παρακινούμενη από τη γενικότερη πολιτική των Βρετανών που πίστευαν ακόμη τότε ότι μπορούν να συνυπάρξουν ειρηνικά με τον Χίτλερ, απαίτησε από τους παίκτες να τηρηθεί το πρωτόκολλο.
Αυτός ήταν ο Χίτλερ, τον οποίο κάποιοι θαυμάζουν ακόμη και σήμερα στη χώρα μας και κυρίως μεταφέρουν τις ιδέες του στις εξέδρες των φανατικών, όπου βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Ενας πολεμοχαρής ρατσιστής ηγέτης ενός λαού, που για να δικαιολογήσει την ήττα των αθλητών της «Αριας φυλής» και να εξηγήσει γιατί ο μαύρος Τζέσε Οουενς κατέκτησε τέσσερα χρυσά μετάλλια το 1936 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου, είχε δηλώσει: «Οι άνθρωποι των οποίων οι πρόγονοι βγήκαν από τη ζούγκλα είναι πρωτόγονοι και ως προς τη φυσική κατάσταση είναι ισχυρότεροι από τους πολιτισμένους λευκούς, γι αυτό και πρέπει να αποκλείονται από τους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες».
Οι Ναζί αφαίρεσαν από την παγκόσμια αθλητική οικογένεια δύο Ολυμπιάδες και δύο ποδοσφαιρικά Μουντιάλ. Στέρησαν επίσης από πολλές χώρες τα εθνικά τους πρωταθλήματα. Στις 22 Ιουνίου 1941 διεξήχθη ο τελικός του γερμανικού πρωταθλήματος ανάμεσα στην Σάλκε που ήταν η αγαπημένη ομάδα του Χίτλερ και τη Ραπίντ Βιέννης παρουσία 95.000 θεατών. Την ίδια μέρα θα γίνονταν στο Κίεβο τα εγκαίνια του Ολυμπιακού Σταδίου με την αναμέτρηση της τοπικής Ντιναμό με την ΤΣ.ΝΤ.Κ.Α. Μόσχας. Την ημέρα εκείνη η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Σοβιετική Ενωση. Ο αγώνας και τα εγκαίνια αναβλήθηκαν για τρία χρόνια, όσα χρειάστηκε ο κόκκινος στρατός για να στείλει τους φρίτσιδες σπίτι τους.
Τα πρωταθλήματα Αγγλίας, Σκωτίας, Βόρειας Ιρλανδίας διεκόπησαν όταν οι πρώτες βόμβες των Ναζί έπεσαν στο νησί. Συνεχίστηκαν όμως οι αγώνες μεταξύ των εθνικών ομάδων των τριών χωρών. Μέσα από τα παιχνίδια οι άγγλοι εργαζόμενοι αντλούσαν δύναμη και υπομονή. Εν μέσω πολέμου, τον αγώνα Σκωτία – Αγγλία στη Γλασκώβη παρακολούθησαν 130.000 θεατές.
Στις 27 Αυγούστου 1939 η Πολωνία αντιμετώπισε την Ουγγαρία η οποία θεωρούνταν ποδοσφαιρική υπερδύναμη για την εποχή. Η εφημερίδα «Ψέγκλοντ Σπορτόβι» βλέποντας να έχουν υψωθεί πάνω από την Ευρώπη σύννεφα πολέμου, προανήγγειλε τον αγώνα με τον συμβολικό τίτλο: «έχουμε λίγες ελπίδες, αλλά ετοιμαζόμαστε να πολεμήσουμε». Τέσσερις μέρες μετά, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία.
Στην Ιταλία τα πρωταθλήματα διεξάγονταν κανονικά για όσο διάστημα τα στρατεύματα του Μουσολίνι βρίσκονταν στην επίθεση. Το ίδιο συνέβαινε και στην Ισπανία όπου ο δικτάτορας Φράνκο απολάμβανε τη φιλία του με τα φασιστικά καθεστώτα.
Στην Ελλάδα τα τοπικά πρωταθλήματα διεκόπησαν μετά την επίθεση των Ιταλών στην Ήπειρο. Οι ηλικίες που ασχολούνταν ενεργά με τον αθλητισμό, γεύονταν πρώτες τα δεινά του πολέμου. Δέκα χρόνια δράσης έχασε η εθνική Ελλάδας. Εδωσε τον τελευταίο της αγώνα στις 25 Μαρτίου 1938 στην Βουδαπέστη με την Ουγγαρία για τα προκριματικά του παγκοσμίου κυπέλλου. Ο επόμενος αγώνας διεξήχθη στις 23 Απριλίου 1948 στο γήπεδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας με αντίπαλο την Τουρκία. Επέζησαν του πολέμου – αγωνιστικά και σωματικά και έπαιξαν και στα δύο παιχνίδια, τρεις ποδοσφαιριστές. Ο Κλεάνθης Βικελίδης του Αρη Θεσσαλονίκης, ο Κλεάνθης Μαρόπουλος της ΑΕΚ και ο Γιάννης Βάζος του Ολυμπιακού.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου διεξήχθησαν ουκ ολίγα ηρωικά παιχνίδια, με αντιπάλους ομάδες των γερμανικών στρατευμάτων. Οι Ναζί έβλεπαν στο ποδόσφαιρο μία διέξοδο προκειμένου να αποκτήσουν συμπάθειες και να βελτιώσουν τη θέση τους απέναντι στους λαούς των κατεχόμενων χωρών και κυρίως για να διατηρήσουν την ψυχική ηρεμία των στρατιωτών τους.
Στις 9 Αυγούστου 1942 διεξήχθη στο Κίεβο ο αγώνας που έμεινε στην ιστορία ως «ματς του θανάτου». Αντίπαλοι, η ομάδα Σταρτ, που αποτελούνταν κυρίως από ποδοσφαιριστές της τοπικής Ντιναμό, με ομάδα στρατιωτών και αξιωματικών της Βέρμαχτ με την επωνυμία Φλάικελφ. Είχε προηγηθεί τρεις μέρες νωρίτερα αγώνας των δύο ομάδων που βρήκε νικήτρια τη Σταρτ με 5-1. Οι γερμανοί ζήτησαν ρεβάνς και η ιστορία λέει ότι απείλησαν τους αντιπάλους τους ότι αν νικούσαν θα τους σκότωναν. Ηττήθηκαν και στον δεύτερο αγώνα με 5-3. Οι ποδοσφαιριστές της Ντιναμό δεν πτοήθηκαν. Η σοβιετική ιστορία έγραψε ότι μετά τον αγώνα οι Γερμανοί σκότωσαν τέσσερις ποδοσφαιριστές. Εξω από το γήπεδο της Ντιναμό στήθηκε μνημείο για να θυμίζει στους νεότερους την εποποιία των ποδοσφαιριστών, με την επιγραφή: «η δόξα σας δεν θα ξεθωριάσει στους αιώνες». Οι Ουκρανοί σήμερα ισχυρίζονται ότι οι τέσσερις ποδοσφαιριστές συμμετείχαν στην αντίσταση και συνελήφθησαν τέσσερις μέρες μετά τον αγώνα στο εργοστάσιο αρτοποιίας που εργάζονταν και εκτελέστηκαν. Και στη μία και στην άλλη εκδοχή, σημασία έχει ότι από τη νίκη των παικτών της Σταρτ επί των Ναζί, οι αντιστασιακές οργανώσεις αντλούσαν δύναμη και θάρρος, μειώνοντας κατά πολύ τις μέρες του πολέμου και της φασιστικής θηριωδίας.
Η ελληνική νεολαία και κατ’ επέκταση οι αθλητές, έμελε να γράψουν μία από τις λαμπρότερες ιστορίες της χώρας, κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλβανία και την Κατοχή. Την 28η Οκτωβρίου με την κήρυξη του πολέμου από την Ιταλία, όλες οι αθλητικές δραστηριότητες σταμάτησαν. Οι αθλητές στο σύνολό τους επιστρατεύτηκαν. Στα βουνά της Αλβανίας πολέμησαν ηρωικά. Δίπλα – δίπλα ο επιθετικός του Παναθηναϊκού Μίμης Πιερράκος και ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Αχιλλέας Γραμματικόπουλος. Ο τερματοφύλακας του ΠΑΟΚ Νίκος Σωτηριάδης και ο συμπαίκτης του Γιώργος Βατίκης. Ο οπισθοφύλακας του Εθνικού Μήτσος Αϊντούκοβιτς. Εκτός του Γραμματικόπουλου οι υπόλοιποι δεν επέστρεψαν από το μέτωπο. Ο Ηρακλής έχασε τον Ιβάνοφ ο οποίος υπήρξε ένας εκ των κορυφαίων σαμποτέρ του πολέμου και τον αμυντικό Χατζητσίρο. Ο Ολυμπιακός τους Νίκο Μαλαβέτα, Φάνη Σωτηρίου, Κυριάκο Μαυραντζούλη. Η Κέρκυρα τον Κάνταρο, η Θήβα τους Αφράτη, Καθενιώτη, Παπαδημητρίου, η Προποντίδα τους Μπουρνοβαλή, Βερνέζο, ο Παναιτωλικός τους Καμζέλη, Αλεξά. Δεκάδες άλλοι ποδοσφαιριστές επέστρεψαν τραυματίες από το μέτωπο ή επέζησαν στην Κατοχή από χτυπήματα του εχθρού. Ο Γιάννης Παπαντωνίου του Παναθηναϊκού και οι συμπαίκτες του Ξένος, Αποστολίδης, Κοντογιάννης, ο Καζαντζόγλου του Αττικού, ο Μακράκης του Εθνικού, ο Βαβάνης της ΑΕΚ που τραυματίστηκε στο Πόγραδετς, ο συμπαίκτης του Χατζησταυρίδης που τραυματίστηκε στο Τεπελένι, ο Γρηγοράτος του Ολυμπιακού που τραυματίστηκε στην Κλεισούρα. Ο Λεωνίδας Ανδριανόπουλος κινδύνεψε να πεθάνει από κρυοπαγήματα.
Ατελείωτος ο κατάλογος των αθλητών που έδωσαν τη ζωή και την ψυχή τους για την πατρίδα, όπως οι αθλητές του Ορφέα Ξάνθης Τριανταφυλλίδης, του Πανελληνίου Λιάσος Λιασίδης, του Ηρακλή Χρήστος Νούκας, του Πανελληνίου Αντώνης Μάγγος, της Λάρισας Στέλιος Δουβής, Οι κολυμβητές Κατροδαύλης, Κουραχάνης, Χαρίτος, ο παλαιστής Βαρθολομαίος, ο τενίστας Σιφναίος, ο Γυμναστής Ντινόπουλος, ο πυγμάχος Βενιέρης.
Ακόμη χειρότερα ήταν τα δεινά για τους έλληνες αθλητές τον πρώτο χρόνο της Γερμανικής κατοχής. Οι Ναζί κατάσχεσαν όλα τα διαθέσιμα ζωτικής σημασίας εμπορεύματα και βιομηχανικά προϊόντα προκειμένου να τα στείλουν στη Γερμανία. Οι συνέπειες υπήρξαν τρομερές κυρίως για τον πληθυσμό των μεγάλων πόλεων. Πολλά τα θύματα μεταξύ των στρατιωτών που επέστρεψαν από το αλβανικό μέτωπο.
Η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης είχε ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα λιμού τον χειμώνα του 1941-42, οπότε και υπολογίζεται πως 300.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Το γεγονός αυτό υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπισαν την τραγωδία με αλληλοκατηγορίες. Για τους Άγγλους υπαίτιοι ήταν οι Γερμανοί που λεηλάτησαν τη χώρα, ενώ για τους Γερμανούς υπαίτιοι ήταν οι Άγγλοι που εφάρμοσαν στρατηγική αποκλεισμού εμποδίζοντας την ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στην Ελλάδα.
Να πως περιγράφει στα απομνημονεύματα του ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα, Πολ Μον, τη ζωή στην Αθήνα το Χειμώνα του 1941-1942:
«Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί».
Τραυματίες και ασθενείς αφέθηκαν στην τύχη τους. Στη Σωτηρία αργοπέθαιναν τα καλύτερα παιδιά της Ελλάδας. Αθλητές έβγαζαν στο σφυρί τα έπαθλά τους για ένα κομμάτι ψωμί. Η ΕΠΟ και ο ΣΕΓΑΣ που ασχολούνταν τότε με το σύνολο των υπολοίπων αθλημάτων, σταμάτησαν κάθε δραστηριότητα. Κι εκεί που η επίσημη κρατική πολιτική ήταν «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», ήρθε μια ομάδα νεαρών πατριωτών αθλητών να κάνει πράξη αυτό που ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης περιέγραψε παραστατικά στο «Αξιον Εστί» χρόνια αργότερα:
« Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστικὴ τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδὴ τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία ἡ Άνοιξη».
Στις δύσκολες εκείνες μέρες, όπου όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, μια ομάδα αθλητών ίδρυσε την ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ η οποία ανέλαβε την ευθύνη να σώσει τους αθλητές από την πείνα και να ανεβάζει τη διάθεση του λαού για ζωή και αγώνα. Είχε προηγηθεί η ίδρυση του αθλητικού τμήματος του ΕΑΜ νέων το οποίο αποτελούσαν ο δρομέας αντοχής Νίκος Νίτσας, ο πρωταθλητής των 400 μ. Ηλίας Μισαηλίδης, ο δισκοβόλος και έκτος στους Ολυμπιακούς Αγώνες Νίκος Σύλλας, ο μπασκετικός Νότης Μαστρογιάννης, ο επίσης αθλητής του στίβου Γρηγόρης Βέλης, ο βαλκανιονίκης στο άλμα εις μήκος Γιώργος Ελευθεριάδης, ο πέντε φορές βαλκανιονίκης στο κοντάρι Γιώργος Θάνος, ο επίσης βαλκανιονίκης Γιώργος Καραγιώργος.
Ας δούμε πως περιγράφει ο αείμνηστος αθλητής του Πανιωνίου και επί πολλά χρόνια πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ Ηλίας Μισαηλίδης την ίδρυση της Ενωσης Ελλήνων Αθλητών, η οποία μέχρι και εφημερίδα εξέδωσε τα «Αθλητικά Νέα» με υπεύθυνο τον αθλητή Γιάννη Σκιαδά:
«Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, όλα στον τόπο μας ήταν μαύρα. Πείνα, φτώχεια, διώξεις, εκτελέσεις ήταν η εικόνα που παρουσίαζε η χώρα μας. Ολες οι ομοσπονδίες έκλεισαν, η αθλητική κίνηση νέκρωσε, αθλητές μας όπως ο Βεργίνης πεθαίνουν στη Σωτηρία.
Κάποιοι έπρεπε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία για να ζωντανέψει η αθλητική κίνηση της χώρας. Γίνεται ένα προσκλητήριο από τους αθλητές όλων των αγωνισμάτων και ρίχνεται η ιδέα να ιδρυθεί ένα όργανο που θα αγκαλιάσει όλα τα αθλήματα και θα αναζωογονούσε τον αθλητισμό στη χώρα μας. Ετσι συστήθηκε τον Απρίλιο του 1942 η ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ που ήτανε και ο πρόδρομος για την ίδρυση μετέπειτα της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. Το Δ.Σ. απαρτίζανε οι Ρένος Φραγκούδης (πρόεδρος), Γρηγόρης Λαμπράκης (αντιπρόεδρος), Ηλίας Μισαηλίδης (γενικός γραμματέας) και μέλη οι Γ. Θάνου, Γ. Παλαμιώτης, Σ. Βελκόπουλος, Γ. Μαρινάκης, Β. Μαυραπόστολος, Ε. Χέλμης και Δαλιάνης. Κοντά μας πλαισιώθηκαν σε διάφοες επιτροπές οι: Συμεωνίδης, Χατζησταυρίδης, Μαρόπουλος, Τζανετής, Ζερβίνης, Στεφανάκης, Τερζόπουλος, Μπίρης, Πετμεζάς, Καμπαφλής, Σταματόπουλος, Μαστρογιάννης, Οικονόμου, Κρητικός, Ελευθεριάδης, Λυμπερόπουλος κ.α.
Η πρώτη συνεδρίαση της ΕΕΑ έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Στη συνέχεια φιλοξενηθήκανε στα σπίτια του Γεωργίου Μαρινάκη και Ηλία Μισαηλίδη και τελικά φιλοξενηθήκανε στο ζαχαροπλαστείο του Αντώνη Σκυλογιάννη (Μπενάκη και Σόλωνος γωνία). Μέσα σε αυτό το μαγαζί γράφτηκε η ιστορία της δράσης της ΕΕΑ μέχρι την απελευθέρωση.
Ητανε το στέκι όλου του αθλητικού κόσμου, ποδοσφαιριστών, αθλητών πάλης, άρσης βαρών, στίβου, μπάσκετ, πυγμαχίας, βόλεϊ, ποδηλασίας.
Το Δ.Σ. είχε να αντιμετωπίσει σοβαρότατα προβλήματα και μάλιστα σε τρομερές συνθήκες. Για τη συγκέντρωση χρημάτων πραγματοποιούνται συναυλίες, ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις με Εθνικό περιεχόμενο και με καλλιτέχνες που συμμετείχαν πρόθυμα και με ενθουσιασμό στην προσπάθειά μας όπως η Σοφία Βέμπο, η Νέζερμ, η Βασιλειάδου, ο Κουναρίδης, ο Τραϊφόρος, ο τενόρος Γιάννης Καμπάνης, ο Τουφεξής, ο Κωνσταντάρας, η Ρένα Ντορ, ο Αυλωνίτης, ο Κυριακός. Συναυλίες δόθηκαν στο ΠΑΛΛΑΣ και στο Αττικό, δωρεά από τον Σκούρα καθώς και εκδήλωση στη Λυρική Σκηνή με τη μεγάλη Μαρία Χαιρογιώργου στο πιάνο και ομιλία της Σοφίας Σπανούδη. Πάνω από 1.500 θεατές χειροκρότησαν τους καλλιτέχνες. Όλα δε τα ποσά διαθέτονταν για την ενίσχυση των αθλητών».
Χέρι – χέρι οι άνθρωποι του αθλητισμού και του πολιτισμού παρέδωσαν τότε μαθήματα ανθρωπιάς και ηρωισμού, αντικαθιστώντας τα επίσημα αθλητικά όργανα, που είτε σίγησαν ή κι ακόμη συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Η δημιουργία της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ και το έργο που επιτέλεσε για τη σωτηρία των αθλητών και την ενθάρρυνση του λαού στην αντίσταση κατά του κατακτητή, αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Ολες οι ενέργειες της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ εξέφραζαν στην πράξη το νόημα των στίχων του ποιητή Κωστή Παλαμά «η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».
Καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση της Ενωσης έπαιξε ο σφαιροβόλος Ηλίας Βεργίνης ο οποίος ήταν άρρωστος στη Σωτηρία με φυματίωση όπως οι Παντελέσκος, Φυκιώτης, Λουκόπουλος, Τραυλός και πολλοί άλλοι. Ο Βεργίνης ενημέρωσε την επιτροπή νέων του ΕΑΜ που τον επισκέφτηκαν ότι είχε ιδρύσει από το 1930 την Ενωση Ελλήνων Αθλητών στίβου και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το καταστατικό της. Το καταστατικό ανεβρέθηκε στο Πρωτοδικείο, αφαιρέθηκε η λέξη στίβος για να εκφράζει το σύνολο των αθλητών και η δράση άρχισε: Ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ενωσης Ελλήνων Αθλητών, κείμενο του οποίου έχουμε στα χέρια μας, δυστυχώς όμως χωρίς το όνομά του, έγραψε χρόνια αργότερα:
«Αρχίσαμε δειλά – δειλά να πηγαίνουμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, φορούσαμε τις αθλητικές μας στολές και κάναμε ελαφρές προπονήσεις. Φτιάξαμε επιτροπές και αναπτύξαμε μεγάλη δραστηριότητα στον τομέα του επισιτισμού. Δεν άργησε να έρθει κι η πρώτη μας επιτυχία. Η σταφίδα. Ο καθένας μας έπαιρνε μια ποσότητα και η μοιρασιά γινόταν στο σπίτι του Νότη Μαστρογιάννη στο Παγκράτι, κάτω από τον Αγιο Σπυρίδωνα. Η επιτυχία αυτή έγινε η αιτία να αρχίσουν όλοι οι αθλητές στίβου να συσπειρώνονται γύρω μας. Οι εμφανίσεις μας στο Στάδιο συνεχίστηκαν λίγο πιο ζωηρές και με πληθώρα αθλητών. Ο κόσμος μας έβλεπε να προπονούμαστε και έλεγε ή σκεφτότανε. «η Ελλάδα αναπνέει».
Οι προσπάθειές μας συνεχίστηκαν προς τις ντόπιες και ξένες αρχές και σε λίγο καταφέραμε μεγάλη νίκη. Συσσίτιο. Μας προσκόλλησαν σε διάφορα συσσίτια. Θυμάμαι ότι μπορέσαμε να βάλουμε σε συσσίτια και τον κ. Κλεάνθη Παλαιολόγο κορυφαίο θεωρητικό του κλασικού αθλητισμού και του ολυμπισμού ο οποίος πεινούσε όπως όλοι οι τίμιοι έλληνες. Τώρα αρχίσαμε να οργανώνουμε και αγώνες στίβου, πάντα στο Καλλιμάρμαρο. Ο κόσμος μας έβλεπε να κάνουμε αγώνες και έλεγε ή σκεφτότανε: «Η Ελλάδα μας ζει». Το γαλακτοπωλείο του Σκυλογιάννη είχε μετατραπεί σε κυψέλη δουλειάς, ζυμώσεων, συσκέψεων και αποφάσεων. Σε κάποια στιγμή μας πλησίασαν οι ποδοσφαιριστές. Η σταφίδα και το συσσίτιο αποτελούσε μεγάλο πόλο έλξης. Και πρώτα – πρώτα οι ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ με τον Τρύφωνα Τζανετή, και τον Κλεάνθη Μαρόπουλο και από κοντά ο Ξένος, ο Μάγειρας, ο Σέλτσικας, ο Παπαδόπουλος, ο Κρητικός του Παναθηναϊκού.
Με βάση αυτούς τους παίκτες προχωρήσαμε στη συσπείρωση των ποδοσφαιριστών και άρχισαν ζυμώσεις για την οργάνωση μιας ποδοσφαιρικής συνάντησης Παναθηναϊκός – ΑΕΚ. Οι παράγοντες του αθλητισμού, οι διοικήσεις των ομοσπονδιών, της Ε.Ο.Α., είχαν εξαφανιστεί. Σε όλη αυτή την πορεία κανένας παράγοντας δεν βρέθηκε στο δρόμο μας, ούτε για να μας βοηθήσει, ούτε να μας εμποδίσει. Όταν άρχισε να γίνεται κουβέντα για ποδοσφαιρική συνάντηση ΠΑΟ – ΑΕΚ , ανησυχήσανε. Μαζεύτηκαν, τα κουβέντιασαν και φυσικά απορήσανε «ποια είναι αυτή η Ενωση Ελλήνων Αθλητών;». «Τι ζητάει στα χωράφια μας;». Ήτανε όμως αργά. Οι ποδοσφαιριστές είχαν ενωθεί μαζί μας, παίρνανε σταφίδα, συσσίτιο και οι πιο πολλοί είχαν ενταχθεί στις γραμμές της ΕΠΟΝ. Ελάτε κύριοι παράγοντες να τους πάρετε».
Ας δούμε πως περιγράφει ο Κλεάνθης Μαρόπουλος τον αγώνα Παναθηναϊκός – ΑΕΚ ο οποίος εξελίχθηκε σε διαδήλωση:
«Αποφασίσαμε να γίνει αυτός ο αγώνας από τη μια για να μαζικοποιήσουμε την Ενωση Ελλήνων Αθλητών κι από την άλλη για να ενισχύσουμε με τις εισπράξεις τούς φυματικούς συναθλητές μας που έλιωναν στο Νοσοκομείο ‘Σωτηρία’. O κόσμος, που είχε χρόνια να δει ποδόσφαιρο, γέμισε ασφυκτικά το γήπεδο της Λεωφόρου. Πάνω από 15.000 ήταν μέσα στο γήπεδο, ενώ πολλοί έμειναν απ’ έξω. Οι δύο ομάδες θα έπαιζαν με πλήρεις συνθέσεις. Λίγο πριν τον αγώνα, όπως είχαμε συμφωνήσει, φτιάξαμε μια επιτροπή από ποδοσφαιριστές και πήγαμε στο γραφείο του Απόστολο Νικολαΐδη, του πρόεδρου του ΠΑΟ. Στην επιτροπή ήταν ο Κρητικός από τον Παναθηναϊκό, ο Τζανετής κι εγώ. Ζητήσαμε από τον Νικολαΐδη να μας δώσει ένα μέρος από τις εισπράξεις, για να ενισχύσουμε τους φυματικούς. Μας απάντησε ότι δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει κάτι τέτοιο και μάλιστα μας ανακοίνωσε ότι διαιτητής στον αγώνα θα έπαιζε ένας Αυστριακός, αξιωματικός των δυνάμεων Κατοχής. Μετά από την απάντηση εκείνη, εμείς αποφασίσαμε να μην παίξουμε. Αν το κάναμε, θα ήταν σαν να συμφωνούσαμε με τους κατακτητές.
Βγήκαμε στον αγωνιστικό χώρο και οι δύο ομάδες μαζί, χαιρετίσαμε τους φιλάθλους, κι αντί ν’ αρχίσουμε τον αγώνα, ανεβήκαμε στις εξέδρες κι αρχίσαμε να εξηγούμε στον κόσμο τι ακριβώς είχε γίνει. Ο κόσμος δέχτηκε τις εξηγήσεις μας. Αυτό που επακολούθησε δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε. Αγανακτισμένοι οι φίλαθλοι όρμησαν στον αγωνιστικό χώρο και κυριολεκτικά δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Οι ξύλινες εξέδρες ξηλώθηκαν, τα δοκάρια ξεριζώθηκαν, συνθήματα υπέρ των ποδοσφαιριστών και κατά του Απόστολου Νικολαΐδη αλλά και της διοίκησης του ΠΑΟ ακούγονταν. Τα επεισόδια πήραν έκταση και γρήγορα σχηματίστηκε αντιφασιστική διαδήλωση, που έφτασε μέχρι την Ομόνοια. Οι φίλαθλοι-διαδηλωτές διαλύθηκαν μόνο με την εμφάνιση των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής…».
Την παράσταση και το ενδιαφέρον των αθηναίων στην περίοδο της Κατοχής είχε κλέψει μια ανεξάρτητη ομάδα τα Πράσινα Πουλιά, την οποία με πρωτοβουλία της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΘΛΗΤΩΝ είχαν δημιουργήσει γνωστοί ποδοσφαιριστές της εποχής που είχαν αποχωρήσει από τις ομάδες τους. Εδρα της είχε το γήπεδο του Πανελληνίου και όταν αγωνιζόταν γίνονταν το αδιαχώρητο.
Οι έλληνες αθλητές μεθυσμένοι με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα, έγραψαν σελίδες δόξας και έδωσαν δεκάδες θύματα στον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Ο Σπύρος Κοντούλης που επέστρεψε τραυματίας από το αλβανικό μέτωπο, γέννημα θρέμμα Κοκκινιώτης και σέντερ χαφ της ΑΕΚ η οποία κατέκτησε τα δύο τελευταία προπολεμικά πρωταθλήματα το 1939 και 1940, γαζώθηκε από τους γερμανούς όταν πήδηξε από το καμιόνι που τον πήγαινε στο θυσιαστήριο της Καισαριανής. Ο Σπύρος Υποφάντης του Παναθηναϊκού έχασε το αριστερό του πόδι από όλμο ο οποίος σκότωσε την αδελφή του, τον γαμπρό του και το παιδί τους, ο Αναματερός του Ολυμπιακού σκοτώθηκε τον Δεκέμβρη του 44 όπως και οι ποδοσφαιριστές του Εθνικού Αστέρα Μανώλης Ψούνης, Νίκος Κεχαγιάς, Μιχάλης Μεσάδος, ο ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού Κώστας Τάκος, ο δημοσιογράφος και ποδοσφαιριστής του ΟΦΗ Νικόλαος Κατεχάκης και οι συμπαίκτες του Νίκος Μαλτεζάκης, Παντελής Παρασκευάς, ενώ σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία πέθανε ο αθλητής του ΟΦΗ Αγγελος Καμπάνης. Νεκρός στον πρώτο βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από τους γερμανούς έπεσε επίσης ο πρόεδρος του Αρη Μάνθος Ματθαίου, πατέρας του αείμνηστου μπασκετμπολίστα Φαίδωνα Ματθαίου, ενώ από ιταλικές βόμβες στην Πάτρα σκοτώθηκαν οι ποδοσφαιριστές της Παναχαϊκής Δημήτρης Νιάρος και Ιωάννης Πυλαρινός.
Προσπάθεια της ΕΠΟ το 1943 να αναβιώσει τα πρωταθλήματα στέφθηκε με αποτυχία. Αντίθετα λαμβάνουν χώρα μεμονωμένες αναμετρήσεις σε Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα και άλλες πόλεις. Τον Μάιο του 1943 διεξήχθη στον Πειραιά το «Κύπελλο του Δημάρχου» με αντιπάλους στον τελικό τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Οι δύο ομάδες αναμετρήθηκαν και στον τελικό των Χριστουγέννων στο τέλος της ίδιας χρονιάς.
Το 1943 διεξήχθη κι ένας αγώνας ανάμεσα στην ΕΠΟΝ Πειραιά και Αθήνας στην οποία συμμετείχαν κορυφαίοι ποδοσφαιριστές όπως ο Ανδρέας Μουράτης, ο Νίκος Γόδας του Ολυμπιακού, ο Γαβρήλος Γαζής του Παναθηναϊκού, ο Διονύσης Γεωργάτος του Ολυμπιακού, ο Βασίλης Πατινιώτης του Εθνικού, ο Γιάννης Φερλέμης, ο Γιώργος Κασίκογλου, ο Δημήτρης Καλίτσης, ο Ηλίας Παπαγεωργίου και ο Γιάννης Καψής της ΑΕΚ, ο Αριστείδης Τσολακίδης του Ατρόμητου.
Ο Γόδας και ο Μουράτης ήταν μεταξύ των μαχητών του ΕΛΑΣ Πειραιά στη μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι όπου με το όπλο στο χέρι δεν επέτρεψαν στους κατακτητές να ανατινάξουν το εργοστάσιο. Εντεκα ΕΛΑσίτες έδωσαν τη ζωή τους για να μην μείνουν η Αθήνα κι ο Πειραιάς στο σκοτάδι. Ο Γόδας πιστός στις ιδέες του εκτελέστηκε το 1948 στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας, ζητώντας να φορέσει κατά την εκτέλεση τη φανέλα του Ολυμπιακού. Δεν τον ενδιέφερε ποιοι διοικούσαν τότε τον Ολυμπιακό και οι ιδέες τις οποίες υπηρετούσαν. Για εκείνον ιδέα ήταν η ομάδα του. Ο Μουράτης όταν το 1945 μεταγράφηκε από την Προοδευτική στον Ολυμπιακό, δεν απαίτησε χρηματικά ανταλλάγματα. Ζήτησε να καταστρέψουν το φάκελό του. Ζήτησε εν ολίγοις να ζήσει ελεύθερος. Κι όπως είπε κάποτε ο Μίκης Θεοδωράκης, «άμα δεν έχεις δουλειά υποφέρεις, αν όμως δεν έχεις ελευθερία δεν λογίζεσαι άνθρωπος».
Ο Ανδρέας Μουράτης δεν έμαθε γράμματα. Εβγαλε όμως το πανεπιστήμιο της ζωής. Στο γήπεδο κατέθετε ψυχή. Διώχθηκε ως υπαίτιος εξέγερσης των διεθνών το 1953 επειδή ως αρχηγός της εθνικής ομάδας απαίτησε από την ΕΠΟ να εισπράξουν οι παίκτες τα οδοιπορικά τους. Δοξάστηκε ως ποδοσφαιριστής, πέθανε φτωχός. Εμεινε όμως στην ιστορία. Κι όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης μετά την απονομή του Νόμπελ σε συγκέντρωση ομογενών στη Σουηδία «ταπεινά εργάστηκα σ’ όλη μου τη ζωή. Και η μόνη ανταμοιβή που γνώρισα πριν από τη σημερινή, ήταν α’ ακούσω από τους συμπατριώτες μου να με τραγουδούν. Να τραγουδούν το Αξιον Εστί».
«Ο αθλητισμός διδάσκει έντιμα να νικάς και με αξιοπρέπεια να χάνεις» έλεγε ο άλλος νομπελίστας, ο Ερνέστο Χεμινγουέι.
Κι οι αθλητές με τα πρησμένα πόδια που στην περίοδο της Κατοχής δόξασαν την Ελλάδα, θα είχαν ξεχαστεί αν κάποιοι δημοσιογράφοι, που επιμένουν ότι ο αθλητισμός είναι πολιτισμός, δεν θυμούνταν κατά περιόδους τις ένδοξες σελίδες ιστορίας που έγραψαν στα βουνά της Αλβανίας και τους δρόμους των πόλεων.
Δεν κάνουν όμως το ίδιο οι αθλητικές και ποδοσφαιρικές ηγεσίες.
Ούτε ενός λεπτού σιγή. Ούτε ένα μνημείο να καταθέσει ο απλός φίλαθλος ένα λουλούδι.
Γι’ αυτό και στις κερκίδες των φανατικών δρουν σήμερα ανεξέλεγκτα και επικίνδυνα για την ελευθερία και τη δημοκρατία οι οραματιστές του Χίτλερ, όπως στον πρόσφατο αγώνα της εθνικής Ελλάδας με την Εσθονία, όπου πήγαν στο γήπεδο μόνο εκείνοι που ήθελαν να κάψουν σημαίες άλλων κρατών και να εκφράσουν το μίσος τους για τους λαούς του κόσμου.
«Είναι ευτυχής όποιος μελέτησε την ιστορία, γιατί αυτός ούτε τους πολίτες παρακινεί στην καταστροφή, ούτε ο ίδιος γίνεται άδικος» έγραψε ο Ευριπίδης.
Ο Γιάννης Γεωργάκης έκλεισε την ομιλία του με το παρακάτω περιστατικό: «Επιτρέψτε μου να σας μεταφέρω και μία ιστορία την οποία μου διηγήθηκε πρόσφατα ο Γιώργος Δαρίβας, ο άσος του Ολυμπιακού και της εθνικής ομάδας μετά τον πόλεμο, ο οποίος υπηρέτησε τη θητεία του στη Μακρόνησο επειδή στου Ψυρρή που έμενε πλακώθηκε με έναν Χίτη.
Το 1953 η Ελλάδα αντιμετώπισε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας την Τουρκία για το κύπελλο ανατολικής Μεσογείου και νίκησε 3-1 με τρία γκολ του Δαρίβα. Επειδή οι δύο ομάδες θα αναμετριόνταν και έπειτα από δύο μέρες σε φιλική συνάντηση, η ΕΠΟ έκρινε σωστό να διανυκτερεύουν οι παίκτες σε ξενοδοχείο της Βουλιαγμένης.
Την επομένη το πρωί ενώ έκαναν περίπατο στην παραλία, τους κάλεσε ο αρχηγός της αποστολής να παραταχθούν γρήγορα επειδή έρχεται η βασίλισσα. Παρατάχτηκαν πάραυτα και πλησιάζει ένα αυτοκίνητο από το οποίο κατεβαίνει η Φρειδερίκη.
Η τότε βασίλισσα τους συνεχάρη για τη νίκη και την απόδοσή τους.
Όπως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις κάποιος από την ομάδα έπρεπε να ανταποδώσει τις φιλοφρονήσεις. Αρμοδιότερος όλων είναι ο εκάστοτε αρχηγός της εθνικής και επί του προκειμένου ο Αντρέας Μουράτης. Αγράμματος ο Μουράτης, κάθε φορά που έπρεπε να κάνει δηλώσεις, συμβουλεύονταν τον φίλο και συμπαίκτη του στον Ολυμπιακό Γιώργο Δαρίβα. Τον τελευταίο τον σκουντάει όμως ο διπλανός του, ο Ιωάννου και του ψιθυρίζει: “Αστον να δούμε τι θα πει”. Ο Μουράτης πήρε το λόγο και μίλησε όπως ήξερε κι από καρδιάς: “Ακου να σου πω κυρά μου, εμείς πάντα έτσι ‘ξηγιόμαστε. Για την πατρίδα τα δίνουμε όλα”.
Οι πάντες, μηδέ εξαιρουμένης της Φρειδερίκης, έπεσαν κάτω από τα γέλια.
Το ίδιο συνέβη και στην αίθουσα, γιατί όλοι μας σταθήκαμε στο πρώτο μέρος της προσφώνησης. Ετσι έχουμε διαπαιδαγωγηθεί. Το καλαμπούρι είναι στην καρδιά μας.
Αδικήσαμε όμως το δεύτερο που είπε ο Μουράτης, που είναι και το ουσιώδες. “Για την πατρίδα τα δίνουμε όλα”.
Ο Μουράτης πάντα έτσι ξηγιόταν, για να μιλήσω από σεβασμό, τη γλώσσα του. Για την πατρίδα σε ηλικία 18 ετών πολέμησε στη μάχη της Ηλεκτρικής.
Και κάτι τελευταίο. Το 2004 που η εθνική Ελλάδας αναδείχτηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης, αν ζούσε ο Μουράτης, είμαι βέβαιος ότι δεν θα φώναζε “δεν θα γίνεις έλληνας ποτέ Αλβανέ”.
Αν πίστευε ότι υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές, το 1944 δεν θα πολεμούσε στη μάχη της Ηλεκτρικής, αλλά θα θαύμαζε τον αρχηγό της Άριας φυλής, όπως κάνουν σήμερα ουκ ολίγοι νοσταλγοί του Χίτλερ».