Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009
Βιβλιοπαρουσίαση: η ασθένεια της πεταλούδας"
Μέσα στους ασφυκτικούς ρυθμούς που δημιουργεί στην ενημέρωση η κορύφωση της προεκλογικής περιόδου, παρουσιάστηκε στο FLORAL books+coffee το μυθιστόρημα του Ικαριώτη Γιάννη Παπαγιάννη «Η Ασθένεια της Πεταλούδας». Για το βιβλίο μίλησαν η Ελένη Γκίκα, συγγραφέας και βιβλιοκριτικός και η Μαρώ Τριανταφύλλου, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου. Αποσπάσματα από το βιβλίο διάβασαν οι ηθοποιοί Γιάννης Τραμπίδης και Δημοσθένης Φίλλιπας.
Αποσπάσματα από την εισήγηση της Ελένης Γκίκα:
«Ένα αριστουργηματικό παιχνίδι με τα κεφάλαια – το βιβλίο διαβάζεται και αγραμμικά- επιιτρέπει στον αναγνώστη να γίνει συνδημιουργός. Τα 87 κεφάλαια είναι ανακατεμένα, ο αναγνώστης μπορεί να τα διαβάσει με τη σειρά που τα δίνει ο συγγραφέας ή από το 1 έως το 87. Και, φυσικά, το βιβλίο μπορεί να γίνει ένα άλλο βιβλίο για τον κάθε έναν.
Κι όμως είναι μια ιστορία σχέσεων σε πρώτο επίπεδο «Η ασθένεια της πεταλούδας», τελικά: για τη ζωή που δεν ζήσαμε, για την πεταλούδα που δεν επιτρέψαμε ποτέ από την κάμπια του χαρακτήρα μας να γεννηθεί.
Έτσι ή άλλιώς, από τον ίδιο ιστό «όλα τα δερματικά μας κελιά» ο συγγραφέας μας παρηγορεί. Φροντίζοντας να πει τα πιο φονικά και δύσκολα με απίστευτη ειρωνεία και αυτοσαρκασμό. Κατορθώνοντας να μιλάει για την ανθρώπινη ψυχή με τους νόμους τους εντόμων, να γίνεται ο ίδιος ο συγγραφέας και ήρωας, το πείραμα και το πειραματόζωο, όντας ταυτοχρόνως και ο ερευνητής».
Ένα απόσπασμα από την εισήγηση της Μαρώς Τριανταφύλλου:
«Η ιστορία του στη βάση της είναι αστυνομική, στην καρδιά του μυθιστορήματος βρίσκεται ένας φόνος. Ποιος είναι ο άνθρωπος που σήκωσε ένα όπλο και πυροβόλησε έναν άλλον άνθρωπο και γιατί; Ένα πλέγμα σχέσεων σκιαγραφείται γύρω από την πράξη αυτή, ένα πλέγμα συναισθημάτων, φόβων, καθημερινών καταστάσεων που φέρνουν σιγά-σιγά στο φόνο. Αφήγηση καθόλου γραμμική, η αφηγηματική ροή διακόπτεται από κλάσματα του μέλλοντος που παρεισφρέουν αριθμημένα μέσα στη συνέχεια, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι μόνο για την εξέλιξη της ιστορίας αλλά και για την αιτία που ο συγγραφέας του κάνει τέτοιες ξαφνικές μικρές αποκαλύψεις, που αφήνουν να φανεί κάτι ελάχιστο βεβαίως από το μέλλον αλλά προϊδεάζουν χορταστικά.
Αστυνομικό είπαμε; Ωστόσο του λείπει το βασικό στοιχείο: ο ντεντέκτιβ που θα ερευνήσει το φόνο και θα αποκαλύψει το δολοφόνο οδηγώντας τον στην τιμωρία. Δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα ωστόσο. Αυτός ψάχνει τους ήρωές του, τους παρακολουθεί τις πράξεις τους αλλά και στις προθέσεις τους. Γράφει το βιβλίο του και ταυτόχρονα γράφει και το βιβλίο που γράφει ο συγγραφέας-ήρωάς του. Το αστυνομικό στοιχείο αρχίζει να υποχωρεί και το υπαρξιακό πρόβλημα των ηρώων του βγαίνει δυναμικά, μαζί και η κοινωνική παθογένεια που το γεννά αλλά και που αυτό τη γεννά επίσης με τη σειρά του: οι άνθρωποι πάσχουν από έλλειψη επικοινωνίας και αυτή η έλλειψη επικοινωνίας φέρνει την ανειλικρίνεια, τα μυστικά που χαλάνε ζωές. Η εξέλιξη του μύθου στηρίζεται ακριβώς σ’ αυτό: οι ήρωές του δεν μιλούν, δεν εξηγούν, δεν πλησιάζουν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον, και οι παρεξηγήσεις οδηγούν σε συνεχείς ανατροπές και στην κορύφωση –δραματική από μια μεριά αλλά με μια γελοιότητα στο βάθος της που κάνει τον αναγνώστη του να χαμογελά. Αν διάλεγε έναν άλλον τίτλο ίσως θα έπρεπε να σκεφτεί κάτι σαν το «γελοίοι έρωτες» του Κούντερα.»