...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...
Με αφορμή την έναρξη της λειτουργίας των θερινών κινηματογράφων θα αναφερθούμε στην ταινία «Το Σωσίβιο» του Γιάννη Παναγιωταράκου, η οποία ολοκληρώθηκε το 2020. Η συμμετοχή της σε διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου, από τον Οκτώβριο 2020 μέχρι σήμερα, έχει αποφέρει προς το παρόν 15 διεθνείς διακρίσεις και βραβεία. Μπορεί η πανδημία να δημιούργησε και στον Πολιτισμό προβλήματα, αλλά η επανεκκίνηση έχει ξεκινήσει. Σε εξέλιξη βρίσκεται η αντίστροφη μέτρηση για τις πρώτες δημόσιες προβολές της ταινίας από τις 21/6.
Όπως αναφέρουν οι συντελεστές της ταινίας: «Είναι μια κοινωνική ταινία, στην οποία συναντιούνται οι μετανάστες με τους άστεγους στη σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, αναζητώντας τα σωσίβια που θα τους κρατήσουν στη ζωή.
Ένας νέος και φιλόδοξος καταστηματάρχης στο κέντρο της Αθήνας φαίνεται να έχει βλέψεις και όνειρα για μια πλούσια ζωή. Όμως όλες του οι προσπάθειες και τα όνειρα διακυβεύονται από την οικονομική κρίση που έρχεται. Τα χρέη συσσωρεύονται. Εύκολα αποδίδει τον οικονομικό μαρασμό της επιχείρησής του, στους αλλοδαπούς μικροπωλητές και τους μετανάστες. Αυτή η κατάσταση λειτουργεί καταλυτικά στην αλλαγή της συμπεριφοράς και του χαρακτήρα του. Την οικονομική κατάρρευση ακολουθεί η ηθική κατάρρευση. Γίνεται σκληρός και ανάλγητος. Όμως οι συνθήκες τον αναγκάζουν σύντομα κι αυτός να βρεθεί να σιτίζεται σε φιλανθρωπικά γεύματα για να επιβιώσει. Ένας συνοδοιπόρος στην καινούργια κατάστασή που βρέθηκε τον βοηθά στην αναθεώρηση του τρόπου σκέψης, να ξαναβρεί τις χαμένες αξίες».
Μιλήσαμε με τον Γιάννη Παναγιωταράκο (Σενάριο / σκηνοθεσία) για την ταινία, που είναι η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους.
-Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα για να ξεκινήσει η ιδέα της υλοποίησης της ταινίας;
-Με το που τελείωσα τη σχολή κινηματογράφου “Σταυράκου”, το όνειρό μου ήταν να καταφέρω να γυρίσω μια ταινία. Για πολλούς και διάφορους λόγους αυτό αναβάλλονταν, καθώς κυνηγούσα ένα άλλο όνειρο , που απ’ ότι φάνηκε στην πορεία, δεν ήταν δικό μου.
Μαζί με την οικονομική κρίση ήρθε και η συνειδησιακή κρίση, που έφερε ερωτήματα και αξίες ξεχασμένες. Καμιά φορά λέω πως για μένα, ευτυχώς που ήρθε η κρίση. Από την άλλη μεριά όμως, έβλεπα με τα μάτια μου τους μετανάστες στο λιμάνι κοντά στο σπίτι μου αλλά και ανθρώπους να ψάχνουν στους κάδους των σκουπιδιών στους δρόμους του Πειραιά. Αυτά τα είχα δει μόνο σε ταινίες αμερικάνικες. Τώρα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου. Ήρθε και η άνοδος της Χρυσής Αυγής και των νεοναζί, ενώ μικρά μαγαζιά έβαζαν λουκέτο το ένα μετά το άλλο και οικογένειες έχαναν τα σπίτια τους.
Μέσα σε όλα αυτά έβλεπα και τον εαυτό μου. Για να ξορκίσω τη θλίψη μου, κάθισα και έγραψα το σενάριο. Αυτό σύντομα ήρθε στα χέρια του Βαγγέλη Μαρίνη, με την προτροπή του οποίου άρχισε να ριζώνει η ιδέα ότι το σενάριο αυτό πρέπει να γυριστεί ταινία.
-Γιατί επιλέχθηκε ο συνδυασμός αυτών των δύο κατηγοριών (μετανάστες και άστεγοι);
-Γιατί αυτά βλέπαμε γύρω μας και δυστυχώς ακόμα τα βλέπουμε. Λουκέτα, ανθρώπους σκόρπιους στα πεζοδρόμια ή να ψάχνουν στους κάδους των σκουπιδιών, μετανάστες να περιφέρονται δίχως ελπίδα. Όλοι αυτοί είναι τα αποτελέσματα δυο διαφορετικών πολέμων που συναντήθηκαν στον ίδιο χώρο. Όλοι μας αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πως θα γίνουμε κι εμείς σαν κι αυτούς και σιγά-σιγά διαπιστώναμε πως ασχέτως καταγωγής και βιωμάτων, όλοι βρισκόμαστε στον ίδιο παρανομαστή.
-Ποια ήταν τα εμπόδια - αν υπήρξαν - στο στάδιο της οργάνωσης και της εξέλιξης της παραγωγής, μέχρι να προκύψει η ταινία σαν αποτέλεσμα;
-Όταν έχεις λιγοστά χρήματα και είσαι πραγματικά ανεξάρτητος, συναντάς εμπόδια αλλά έχεις και το πλεονέκτημα της ελευθερίας. Έχεις ελευθερία έκφρασης. Οι μη ανεξάρτητες παραγωγές , έχουν σε όλα –μα σε όλα- στενό έλεγχο (αυτό για όσους πιστεύουν πως η τέχνη λειτουργεί απρόσκοπτα). Από την άλλη μεριά, η ανεξάρτητη παραγωγή έχει το πρόβλημα της διανομής και της εμπορικής διαφήμισης. Δεν υπάρχει στήριξη στην ανεξάρτητη διανομή. Πηγαίνουν οι μεγάλες εταιρίες στους αιθουσάρχες και τους λένε, “ή παίζεις αυτές τις ταινίες ή τίποτα”. Έτσι μόνο οι εναπομείναντες μερακλήδες συνοικιακοί αιθουσάρχες με πολύ κόπο και αγάπη μας εντάσσουν στο πρόγραμμά τους. Παρ’ όλ αυτά, έχουν βρεθεί δίπλα μας άνθρωποι και οργανισμοί, που μας έχουν στηρίξει, κατανοώντας το εγχείρημά μας. Πάρα πολλοί άνθρωποι, που δεν είχαν σχέση με τον χώρο του κινηματογράφου συμμετείχαν με διάφορους τρόπους στα γυρίσματα και αγάπησαν την ταινία . Εκτός όμως από τους απλούς ανθρώπους, στο εγχείρημά μας είχαμε αρωγούς επαγγελματίες κινηματογραφιστές, καταξιωμένους μουσικούς και καλλιτέχνες. Κι όλοι αυτοί εργάστηκαν συμμετοχικά, χωρίς κανένα πλαίσιο οικονομικών απολαβών, πλην όμως χωρίς καμιά έκπτωση στην ποιότητα της δουλειάς τους. Όλα αυτά με κάνουν να νιώθω δέος και ευγνωμοσύνη, γιατί παρ’ όλο που ζούμε σε έναν κατακερματισμένο και προσχηματικό κόσμο, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που προσφέρονται για τους συνανθρώπους τους.
-Γιατί υπήρξε η συγκεκριμένη επιλογή εντοπιότητας στους συμμετέχοντες στην ταινία;
-Γιατί εδώ ζει ο λαϊκός άνθρωπος, που συμπιέζεται, που είναι ο τελευταίος τροχός της άμαξας, τον κοροϊδεύουν με το τυράκι ότι θα γίνει κάτι άλλο και γι αυτό αφήνει πίσω του την ταξική του συνείδηση. Ίσως τη θυμηθεί αργότερα. Εδώ που ζούμε καταλαβαίνουμε τις κοινωνικές διαφορές έντονα. Στις περιοχές που μεγαλώσαμε, ζούμε ιστορίες συνεχούς μετανάστευσης. Από τη μικρασιατική προσφυγιά μέχρι και σήμερα, θυμάμαι ανθρώπους από την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Πολωνία και μετά την κατάρρευση της Σοβιετίας, ανθρώπους από τον Πόντο, το Καζακστάν, τη Γεωργία και την Αλβανία. Παρ’ όλη αυτή την πανσπερμία πολιτισμών, πάντα βρίσκαμε λύσεις και επικοινωνούσαμε και όλοι αυτοί οι άνθρωποι απορροφήθηκαν κοινωνικά. Θυμάμαι κοινά γλέντια. Όμως μέσα σ’ αυτή την επίπλαστα εγωιστική ανάπτυξη και την κατάρρευσή της, ήρθε το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Εμφανίστηκαν φαινόμενα αντιφατικά σε σχέση με αυτά που ήξερα για τις γειτονιές μας. Κάποιοι κρύφτηκαν πίσω από τη μαύρη κουρτίνα. Ευτυχώς όμως υπήρξαν αντανακλαστικά. Πολλοί θυμήθηκαν τις παλιές αξίες. Τα παλιά ρεμπέτικα ξύπνησαν, ήρθε το χιπχοπ και η αλληλεγγύη. Οι απλοί λαϊκοί άνθρωποι άρχισαν να βοηθούν τους συνανθρώπους τους. Ευτυχώς ισορροπήσαμε με ένα μεγάλο αντιφασιστικό κίνημα. Αν δεν σταματήσει αυτή η λαίλαπα για όλους τους ανθρώπους, δεν θα ξεμπερδέψουμε από την ακροδεξιά, που όπως βλέπουμε γιγαντώνεται στη Ευρώπη.
-Με την έναρξη των προβολών, ποιος είναι ο στόχος της ταινίας, πέρα από την εμπορική της διάσταση, ποια μηνύματα θέλει να περάσει;
-Δυστυχώς η ταινία είναι ακόμη επίκαιρη. Οι εμπόλεμες ζώνες απλώνονται, η ανεργία μαστίζει τις κοινωνίες , περνάνε νόμοι συμφερόντων. Η ταινία “ Το Σωσίβιο”, προτείνει, συνοψίζει την ανάγκη της ύπαρξης ξεχασμένων αξιών, όπως η αλληλεγγύη, η ανοχή στη διαφορετικότητα, η παρέα , τα μικρομάγαζα, η πίστη και η τιμή στο συνάνθρωπο. Αυτά αν θέλουμε, μπορούμε να τα βρούμε παντού, σε όλα τα χρώματα και τις γλώσσες, αρκεί να ξέρουμε πού είμαστε, πού ανήκουμε. Η ίδια η παραγωγή της ταινίας, μας το δίδαξε. Τον πόνο και τις δυσκολίες δεν πρέπει να τα περνάς μόνος και τα όνειρα πρέπει να είναι δικά μας και να τα μοιραζόμαστε.
Δήλωση Δημήτρη Πιατά στο ertnews:
«Γεια σας, ονομάζομαι Δημήτρης Πιατάς και υποδύομαι έναν κλωσάρ στην ταινία «το Σωσίβιο» του Γιάννη Παναγιωταράκου.
Οφείλω να ομολογήσω ότι για εμένα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση να υποδυθώ έναν άνθρωπο του περιθωρίου, έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Πολύ αναγνωρίσιμο τουλάχιστον στα χρόνια της κρίσης στην χώρα μου, που όμως φέρνει και αυτός τα δικά του μυστικά, την δικιά του αγάπη και το δικαίωμα του να υπάρξει και να ζήσει.
Παράλληλα με μεγάλη γενναιοδωρία να δώσει την φιλία του και την στήριξη στον οποιοδήποτε περιθωριακό, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μαζί του.
Θεωρώ ότι η ταινία φέρνει τέτοια ανθρωπίλα και τέτοια καθημερινότητα, που για πρώτη φορά πιστεύω ότι κινηματογραφικά αγγίχτηκε σε σχέση με το πραγματικό πρόβλημα μιας χώρας που οδηγήθηκε στην χρεοκοπία, με τους μετανάστες με την δυσκολία της επιβίωσης και με έναν κόσμο πέριξ που είναι και τρυφερός αλλά και σκληρός».
Είδαμε την ταινία και είναι γεμάτη από «δυνατές στιγμές". Για παράδειγμα στον τόπο που εξελίσσεται, στις γειτονιές που συνέβη η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και η επίθεση στους Αιγύπτιους αλιεργάτες, ο πιεσμένος από την κρίση μικρομεσαίος επιχειρηματίας, καλεί τα «τάγματα εφόδου» για να χτυπήσουν τον πλανόδιο μικροπωλητή δρόμου, που πουλάει φθηνότερα από αυτόν. Αργότερα, χτυπημένος από την κρίση, χωρίς μαγαζί και άστεγος, ζώντας από τα συσσίτια και καθαρίζοντας τζάμια, βλέπει το γεγονός στους εφιάλτες του, ενώ διασώζει μετανάστρια - μικροπωλήτρια από επίθεση σε βάρος της και χαρίζει σοκολάτα στο παιδί των φαναριών, που απόπαιρνε, όταν πήγαινε να καθαρίσει τα τζάμια στο αυτοκίνητό του, στην προηγούμενη μικρομεσαία ζωή του.
Στις φιλοσοφικές συζητήσεις με τον άστεγο συνοδοιπόρο του (Δ. Πιατάς) αυτός αναφερόμενος στις ψευδαισθήσεις του κατεστραμμένου εμπόρου, του λέει: «Ποιος υγιής ανταγωνισμός; Ανταγωνισμός και υγεία δεν πάνε μαζί. Ο ανταγωνισμός βλάπτει σοβαρά την υγεία».
Στο Δ. Πιατά ανήκει και η κατά τη γνώμη μας κορυφαία ατάκα στην ταινία: «πρώτα σε πνίγουνε και μετά σου πετάνε το σωσίβιο». Δυνατή στιγμή είναι και η διακίνηση του περιοδικού αστέγων «το σωσίβιο», με φόντο το άγαλμα της Μικρασιάτισσας μάνας, σε μία περιοχή που δέχτηκε κύματα Ελλήνων προσφύγων, αλλά και μεταναστών, στις «φαβέλες» της Δραπετσώνας, που στοιβάχτηκε κάτω από άθλιες συνθήκες το πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, άλλων εποχών.
Τα υπόλοιπα σας καλούμε να τα «ανακαλύψετε», βλέποντας την ταινία που κλείνει με μία αισιόδοξη ματιά, βασισμένη στη δύναμη, τα ψυχικά αποθέματα, τη θέληση για ζωή και την αγάπη που κρύβουν μέσα τους οι άνθρωποι. Aλλά και να μην ξεχνάμε τη συλλογική ιστορική μνήμη για όσα ήδη συνέβησαν, καθώς και γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και συχνά τα «ξορκίζουμε» νομίζοντας ότι έτσι ξεμακραίνουν από εμάς. Πάντα όμως να αναζητούμε και τα αίτιά τους.
Info
Η ταινία είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή, με συμμετοχή σημαντικών ανθρώπων του θεάτρου, του κινηματογράφου και της μουσικής (Δημήτρης Πιατάς, Χρήστος Μουστάκας, Άννα Ψαρρά, Πάνος Κόκκορης, Βιβή Μπάρμπη, Βασ. Παπακωνσταντίνου, Κατερίνα Σανίση, Haig Yazdjian, Θεόδωρος Κουέλης, Βαγ. Φάμπας κλπ).
Οι συντελεστές της ταινίας είναι άνθρωποι που ζουν, εργάζονται και δημιουργούν στις πόλεις Κερατσινίου-Δραπετσώνας και Περάματος όπου έγιναν κατά κύριο λόγω και τα γυρίσματα της ταινίας.
Με τους : Χρήστο Μουστάκα και Δημήτρη Πιατά.
Σενάριο - Σκηνοθεσία: Γιάννης Παναγιωταράκος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Αλέξανδρος Ιωαννίδης
Βοηθός Φωτογραφίας: Ανδρέας Χατζηπαρίσης
Μουσική: Θοδωρής Κουέλης
Σκηνικά: Γιώργος Ζαμπέλης -Νίκος Ζηκίδης
Κοστούμια: Άννα Ροβάτσου
Ήχος: Κώστας Γιουρτζόγλου
SoundDesign: Βαγγέλης Φάμπας
Διεύθυνση & Οργάνωση Παραγωγής: Βαγγέλης Μαρίνης
SpecialOperationManager: Κώστας Κούταλης
Μακιγιάζ: Νάντια Ελευθερίου
Προβολές:
CINE Παράδεισος στον Κορυδαλλό 21-22-23/6/2021
CINE Μελίνα στη Δραπετσώνα 25-26-27/6/2021
Συνέντευξη & επιμέλεια αφιερώματος: Νάσος Μπράτσος