...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr και το sports.ert.gr...
Η λαϊκή πολιτιστική και αθλητική παράδοση, σε συνδυασμό με τις θρησκευτικές εορτές του Μικρασιατικού ελληνισμού, πριν τον ξεριζωμό του, είναι το θέμα ενός πολύ σημαντικού ντοκουμέντου που παρουσιάζουμε.
Το προφίλ του συγγραφέα
Ο συγγραφέας – μελετητής Γεώργιος Παχτίκος γεννήθηκε στο Ορτάκιοϊ Βιθυνίας το 1869. Πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μουσική στο Εθνικό Ωδείο. Ακολούθως στράφηκε προς τη δημοτική μουσική και ιδιαίτερα προς το μικρασιατικό τραγούδι. Δημοσίευσε μελέτες για την αρχαία, βυζαντινή και νεότερη ελληνική μουσική σε διάφορες εφημερίδες και στο περιοδικό του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου, του οποίου υπήρξε από τα πρώτα μέλη. Από το 1912 μέχρι το θάνατό του εξέδιδε στην Κωνσταντινούπολη το μηνιαίο εικονογραφημένο μουσικοφιλολογικό περιοδικό Μουσική, με παρτιτούρες σε βυζαντινή και ευρωπαϊκή παρασημαντική.
Στον ευρύτερο κύκλο των ενδιαφερόντων του εντάσσονταν και θέματα γενικότερου λαογραφικού περιεχομένου που αφορούσαν την ιδιαίτερή του πατρίδα, όπως μαρτυρούν οι δημοσιεύσεις του περί του αρμενόφωνου στοιχείου των κατοίκων του Ορτάκιοϊ. Με αυτές επιχειρεί να πείσει για την ελληνικότητα των ορθόδοξων κατοίκων της, που μιλούσαν «εξ ανάγκης» την «παρεφθαρμένην αρμενικήν την οποίαν η κοινότης ημών προσπαθεί παντοιοτρόπως να εξελληνίσει διά των σχολείων αυτής».
Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή», στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο του οποίου εκλέχθηκε ειδικός γραμματέας. Ο Παχτίκος πέθανε το 1916 στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε εγκατασταθεί μόνιμα από το 1895.
Αναδημοσιεύουμε στο σύνολό της την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του, με μικρές αλλαγές – προσαρμογές του κειμένου από την τρόπο γραφής εκείνης της περιόδου στην ελληνική γλώσσα του σήμερα. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την AkademiArsiv της Τουρκίας, που στην προσπάθειά της να διασώσει την ιστορική μνήμη της περιοχής της, σε θέματα αθλητισμού και πολιτισμού, η οποία ήταν και η γενέτειρα του Παχτίκου, μας ενημέρωσε για το κείμενο που εντόπισε και κάνει και από την πλευρά της σχετικά αφιερώματα.
Γεωργίου Δ. Παχτίκου
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΕΝ ΒΙΘΥΝΙΑ
Πραγματεία αναγνωσθείσα εν τω εν αθήναις συλλόγω των Μικρασιατών
“Η ΑΝΑΤΟΛΗ”
Εν Αθήναις
εκ του τυπογραφείου αδελφών Η. Καλλέργη
1893
Αφιερώνεται στον αξιότιμο πρόεδρο του συλλόγου των Μικρασιατών “Ανατολή”
κύριο Μαργαρίτη Ευαγγελίδη
ο συγγραφέας
Ολυμπιακοί Αγώνες στη Βιθυνία
Αγαπητοί φίλοι
Είναι γεγονός ότι τα ήθη, τα έθιμα, οι εθνικές παραδόσεις, τα παιχνίδια (αγωνίσματα), οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες, σε συνδυασμό με τη γλώσσα, είναι η σύνδεση με τις παραδόσεις και την ιστορική συνέχεια των λαών, που περνάνε από γενιά σε γενιά. Είναι εύκολο να εξηγηθεί γιατί τα σημαντικά αυτά στοιχεία και χαρακτηριστικά των εθνών, δεν διδάσκονται από άλλους, δεν μεταφυτεύονται από άλλες φυλές, αλλά περνάνε από γενιά σε γενιά από τους γονείς στα παιδιά του και από τους γέροντες στους νεώτερους.
Περνάνε από την οικογένεια προς την κοινωνία και η μετάδοσή τους από ανθρώπους άλλων εθνών και άλλης γλώσσας είναι σχεδόν αδύνατη. Για αυτό ο καθένας νομίζω ότι μπορεί να καταλάβει ποια μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα έχουν η μελέτη και εξέταση με ακρίβεια, των μνημείων αυτών που διασώθηκαν και ποια σημαντικά συμπεράσματα βγάζουν για την εθνική μας ενότητα, που τόσοι πολλοί αιώνες και δύσκολοι από πολιτική άποψη καιροί δεν μπόρεσαν να διασπάσουν.
Στη Βιθυνία, σε
πολλά χωριά και κωμοπόλεις, γίνονται γιορτές με θρησκευτικό χαρακτήρα,
συνήθως εορτές Αγίων, στις οποίες συμμετέχουν πολλοί ορθόδοξοι Έλληνες
που μάλιστα μετακινούνται από γειτονικές τοποθεσίες για να πάρουν μέρος.
Σε αυτές τις γιορτές γίνονται και αγώνες, όπου όσοι συμμετέχουν μπορεί
να είναι απλοί άνθρωποι και οι διοργανωτές να μην είναι μορφωμένοι, αλλά
ξέρουν ότι μόνο με τη θρησκεία μπορεί να σωθεί κάθε εθνικό κειμήλιο.
Εκτός του ρόλου τους στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, έχουν
στοιχεία από γιορτές της αρχαιότητας, που σε ορισμένες περιπτώσεις
εμφανίζονται ως αντιφάσεις με τα βασικά χαρακτηριστικά της θρησκείας.
Βρίσκεις ακόμα και παραδόσεις από την εποχή του Ομήρου. Όποιος
παρακολουθήσει τέτοιες εκδηλώσεις καταλαβαίνει πόσο κοντά είναι με τις
παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων.
Η πανήγυρις στον πόλη Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας, γίνεται στις 23 Απριλίου με αφορμή τη γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Είναι η πιο μεγάλη και η πιο επίσημη γιορτή από όλες όσες γίνονται στη Βιθυνία. Πριν μιλήσουμε για αυτό, να πούμε ότι και ο Γ. Πασχαλίδης έκανε αναφορά στην εθνολογική μελέτη του για την αρμενόφωνη κωμόπολη Χουδίου.
Η περιγραφή της γεωγραφικής θέσης του Ορτάκιοϊ
(Μεσοχώρι), Νοτιοανατολικά της Νικομήδειας, 79 χιλιόμετρα από αυτήν και
170 από την Κωνσταντινούπολη, κοντά στη δεξιά όχθη του Σαγγάριου
ποταμού. Την περιοχή διασχίζει σιδηρόδρομος.
Στην πόλη μένουν 8.000
κάτοικοι εκ των οποίων περίπου οι 6.000 είναι αρμενόφωνοι Έλληνες
χριστιανοί ορθόδοξοι και άλλες δύο χιλιάδες Αρμένιοι. Πολιτικά ανήκει
στην υποδιοίκηση (καϊμακαμλήκ) της μικρής κωμόπολης Κύβης, που την
αποκαλούν Κέυβε και υπάγεται στη διοίκηση (μουτασεριφλήκ) της
Νικομήδειας. Εκκλησιαστικά ανήκει στη μητρόπολη της Νίκαιας. Το Ορτάκιοϊ
είναι μαγευτική τοποθεσία και έχει ποιητική θέα, φαίνεται για τον
επισκέπτη πόλη ήσυχη και μονότονη, γιατί βρίσκεται σε ορεινή και
απόκεντρη περιοχή δεν έχει μεγάλη εμπορική κίνηση. Οι ομογενείς κάτοικοι
φιλοτιμούνται και διατηρούν ακμαίο το φρόνημά τους προς την ελληνική
παιδεία και τη θρησκεία των πατέρων τους. Αυτό το δείχνουν τα
εκπαιδευτήρια αγοριών και κοριτσιών.
Στα εκπαιδευτήρια φοιτούν 550
μαθητές και μαθήτριες και υπάρχει βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου,
που μπορεί να συγκριθεί με τον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας., αν όχι ως
προς την πολυτελή διακόσμηση, τουλάχιστον ως προς το μέγεθος και την
απλή αρχιτεκτονική.
Η πιο σημαντική εργασιακή απασχόληση είναι η
εκτροφή του μεταξοσκώληκα η γεωργία και η αμπελουργία. Υπάρχουν πέντε
βιομηχανικές μονάδες Ελλήνων και Αρμενίων που είναι ατμοκίνητα
μεταξουργεία όπου εργάζονται περίπου 500 γυναίκες και κορίτσια. Μόλις
έμαθα και την ίδρυση ακόμα ενός μεταξουργείου από τον Αλέξανδρο
Θεοδωρίδη. Πάμε λοιπόν στα έξι.
Αν και οι Έλληνες υπερτερούν των
Αρμενίων, η γλώσσα που κυριαρχεί είναι Ελληνική, με προσμίξεις λέξεων
της Αρμενικής και της Τουρκικής, σε βαθμό που θα μπορούσε να πει κανείς
ότι είναι τοπική διάλεκτος. Αν οι ηγέτες των ιερέων φρόντιζαν κατά
καιρούς για την πρόοδο των εκπαιδευτηρίων, κυρίως για την ίδρυση
νηπιαγωγείων, που αυτό ευτυχώς το ξεκίνησε ο μητροπολίτης Νίκαιας Ιερώνυμος, η γλώσσα που θα μιλούσαν οι κάτοικοι της περιοχής, θα είχε κυριαρχήσει της τοπικής διαλέκτου ή θα κόντευε να την εξαλείψει.
Ας ελπίσουμε ότι θα προοδεύσουν με φροντίδα της αυτοκρατορικής κυβέρνησης και του Σουλτάν Χαμήτ Χαν του Β‘ που είναι φιλόμουσος και λαοφιλής οι τέχνες και οι επιστήμες και θα αναπτυχθούν.*
*Για της αρμένικη γλώσσα των κατοίκων του Ορτάκιοϊ δείτε δικές μου εργασίες που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ (αριθμός 2559 έτους 1889, στο εικονογραφημένο περιοδικό ΕΣΤΙΑ (αριθμός 6 του 1892) μετά της εικόνας του Ορτάκιοϊ και στη βυζαντιακή ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ (αριθμός 184 του έτους 1890).
Όπως είπαμε οι Έλληνες για ιστορικούς λόγους μιλούν την γλώσσα που έχει και λέξεις αρμένικες, όμως ο χαρακτήρας τους παραμένει ελληνικός και νοιώθει αδελφικό δεσμό με τον ελληνισμό, διατηρούν την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και την ελληνική συνείδηση, την ελληνική γλώσσα, σαν στοιχεία της εκπαίδευσής τους.
Οι κάτοικοι της περιοχής είναι πολύ φιλόξενοι με τους ξένους, ο ξένος είναι ιερό πρόσωπο και απολαμβάνει παραδειγματικής φιλοξενίας και προστασίας και συναντάει παντού χαμογελαστά πρόσωπα και όταν μπαίνει σε σπίτι λένε οι πιο ηλικιωμένοι στους πιο νέους “Ήρθε ξένος, δηλαδή ο Χριστός” και τον υποδέχονται με ανοιχτές αγκαλιές. Επίσης η ηθική βασιλεύει στην πόλη σε τέτοιο βαθμό που τα κορίτσια μπορούν να κυκλοφορήσουν χωρίς προβλήματα. Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι ακμαίο και ισχυρό και το νοιώθει κανείς στην ατμόσφαιρα της πόλης. Η νεολαία είναι φιλομαθής, έξυπνη και με πολύ καλή αγωγή και έχει στείλει πολλούς νέους για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη.
Η 23η Απριλίου
Είναι για την περιοχή η μεγαλύτερη γιορτή μετά το Πάσχα, είναι το εθνικό Πάσχα και στο Ορτάκιοϊ φτάνουν από την προηγούμενη ημέρα στις 22 Απριλίου, επισκέπτες από τη Νικομήδεια, Σαπάντζα, Εσμές, Αδάπαζαρ, Σαρδογάνιο, Λεύκες, Κέυβες, Χουδί και αλλού, άλλοι πεζοπορώντας και άλλοι με μουλάρια και γαϊδούρια και οι κάτοικοι της περιοχής υποδέχονται με ενθουσιασμό και με ανοιχτές αγκαλιές, προσφέροντας καταλύματα. Εκεί στη γιορτή αυτή εκδηλώνονται τα ήθη και έθιμα που έχουν διασωθεί από την εποχή του Ομήρου. Πολλές σημαντικές στιγμές για την πόλη συνέβησαν στις 23 Απριλίου σε διαφορετικά χρόνια, όπως διορισμός δασκάλου, θεμέλια για σχολείο, κλπ*
*Αυτή η εξαιρετική και ασυνήθιστη διάθεση των κατοίκων στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, φαίνεται ότι υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια. Πρέπει να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στα πολλά κοινωφελή έργα που έχουν γίνει για την κοινότητα. Για παράδειγμα στα αρχεία της κοινότητας βλέπουμε ότι στις 23 Απριλίου του 1807 διορίστηκε δάσκαλος με το όνομα Τζουτζέκ Ιορδάνης, που ταυτόχρονα είχε και καθήκοντα καντηλανάφτη και έκανε μάθημα στα παιδιά. Επίσης το 1812 γράφτηκε ο κώδικας της κοινότητας από ένα ιερέα που τον έλεγαν παπά Αναστάσιο. Στις 23 Απριλίου 1820 διορίστηκε ο πρώτος ελληνοδιδάσκαλος από την Καισαρεία, που τον έλεγαν Σεραφείμ και για δύο χρόνια δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές. Στις 23 Απριλίου του 1836 μπήκαν τα θεμέλια του πρώτου προς συντήρηση των σχολείων Καφείου και οι γέροντες διηγούνται ότι επιτρέπονταν η φοίτηση μόνο όσοι είχαν ηλικία 30 και 40 ετών. O tempora! O mores! Θα πει όπως ακούσει αυτά τα περίεργα για εμάς.
Ω χρόνοι! Ω ήθη! Θα πω εγώ όταν αναλογιστούμε πόσο έχουμε ξεπεράσει τους πατέρες μας, ώστε πάντα και παντού, χωρίς διακρίσεις και ηλικίες, κατέχουμε τα πρωτεία έστω και σε οποιοδήποτε καφενείον. Άξιος ο μισθός μας.
Το βράδυ γίνεται στην εκκλησία λειτουργία του εσπερινού,
με μοναδικές απουσίες αυτές των νέων που κάνουν την τελευταία τους
προπόνηση πριν τους αγώνες που θα γίνουν την επόμενη ημέρα.
Το πρωί
της 23ης Απριλίου η ημέρα ξεκινάει με την καμπάνα της εκκλησίας που
καλεί στη δοξολογία, όπου μετά το τέλος της όλοι πηγαίνουν προς την
εξοχή όπου υπάρχει μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, σε ένα τοπίο με
πολλά πλατάνια (μερικά πρέπει να είναι δένδρα 500 ετών) και αρκετό
πράσινο. Γίνεται και εκεί θρησκευτική λειτουργία. Στο δρόμο μέχρι να
φτάσουν χτυπούν ξύλινα σήμαντρα για να μάθουν όλοι ότι η πομπή έχει
ξεκινήσει.
Φτάνοντας στο όμορφο αυτό μέρος και αφού ξεκουραστούν για λίγο, ξεκινάει η θρησκευτική λειτουργία, ενώ ο πολύς κόσμος επειδή ο ναός της εξοχής είναι μικρός, συμμετέχει ευρισκόμενος κάτω από τα δέντρα, στα οποία κάθονται ωδικά πτηνά που τραγουδούν σαν να προσεύχονται και αυτά με τον τρόπο τους στο Θεό.
Μετά τη λειτουργία, αρκετοί κάθονται επί της γης φιλούν ο ένας τον άλλος, εύχονται “εις έτη πολλά” και θαυμάζουν το τοπίο. Αν κοιτάξουν νοτιοδυτικά βλέπουν το λεκανοπέδιο της Κέυβες που έχει πολλά μικρά ιστορικά χωριά και πολύ πράσινο, από όπου περνάει ο ποταμός Σαγγάριος με την κοίτη του να κάνει συνδυασμούς φιδιού, εκεί περνάει και ο σιδηρόδρομος Κωνσταντινούπολης – Άγκυρας. Φαίνονται και τα βουνά της Νίκαιας, αλλά ο σκεπασμένος με χιόνι Όλυμπος της Προύσας (Κεσίς δαγή).*
*Για το σκεπασμένο από χιόνι βουνό σώζεται η ακόλουθη λαϊκή παράδοση. Ο Θεός επισκέφθηκε σε περίοδο χειμώνα τον Όλυμπο και έχασε ένα μαχαιράκι που είχε μαζί του. Μην μπορώντας να το βρει μέσα στο πολύ χιόνι, θύμωσε πολύ και καταράστηκε το υπερήφανο και αυθάδες βουνό να μένει πάντα χιονισμένο.
Περίπου στις 11 το πρωί έχοντας ολοκληρωθεί η λειτουργία και αφού όλοι έχουν φάει κάποιο πρόγευμα και έχουν πιει ρακί, ξεκινούν οι αγώνες, με μεγάλη επισημότητα και μεγάλη τάξη, με πρώτη την ιπποδρομία. Ο χώρος που γίνονταν το αγώνισμα έχει μήκος περίπου 300 βήματα, είναι χλοερό οροπέδιο, κοντά σε ύψωμα στο οποίο βρίσκονται οι θεατές για να έχουν καλύτερη θέα. Οι αγώνες αναφέρονται ως Ολυμπιακοί επειδή έχουν την έμπνευσή τους από την αρχαία Ελλάδα, δεν είναι οργανωτικά με όλα τα αθλήματα της αρχαιότητας και οργανωτικά δεν έχουν καμία σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες που ξέρουμε σε όλες τις εποχές. Είναι αγώνες στα πλαίσια θρησκευτικής εορτής.
Πριν γίνει ο αγώνας ορίζεται επιτροπή κριτών, όπως οι Ελλανοδίκες στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, που εποπτεύουν τα πάντα, το σημείο αφετηρίας που συνήθως είναι η χάραξη γραμμής στο έδαφος, το τέρμα που σημαδεύεται από λευκό μαντήλι ή και από άνθρωπο που στέκεται εκεί.Οι ιππείς μπαίνουν σε μία γραμμή και ο πιο ηλικιωμένος από τους κριτές δίνει το παράγγελμα με τη λέξη Άιντε ή λέγοντας ένα δύο τρία.
Οι καβαλάρηδες έχουν και μαστίγιο με το οποίο χτυπούν τα άλογά τος. Συχνά λόγω της ταχύτητας γίνονται και ατυχήματα, τα λεγόμενα ιππικά ναυάγια.
Ο νικητής και το άλογό του γίνονται αντικείμενα θαυμασμού από τους θεατές, με κραυγές και επευφημίες, αλλά και χειραψίες, ειδικά αν το άλογο είναι άσπρο γιατί η παράδοση θέλει το άλογο του Αγίου Γεωργίου να είναι άσπρο, οπότε σχολιάζεται η σύμπτωση.
Αν οι διαγωνιζόμενοι είναι πολλοί τότε μπορεί να γίνουν και δύο και τρεις ιπποδρομίες για να αγωνιστούν όλοι.
Μετά
τους ιππικούς αγώνες ακολουθεί το αγώνισμα της πάλης, με την παλαίστρα
να είναι σε ομαλό έδαφος με λίγη χλόη. Οι θεατές κάθονται κυκλικά της
παλαίστρας και οκλαδόν.
Στο αγώνισμα αυτό δεν παίρνουν μέρος μόνο
Έλληνες αλλά και Τούρκοι από τα κοντινά χωριά, μάλιστα η νίκη σε αγώνες
με αντιπάλους από τις δύο πλευρές παίρνει “εθνικό” χαρακτήρα και
σχολιάζεται.
Μέχρι την έναρξη της πάλης κανείς από τους παλαιστές δε
γνωρίζει ποιος θα είναι ο αντίπαλός του. Με μουσική από ένα και μόνο
αυλό (χαβάλ) οι παλαιστές μπαίνουν στην παλαίστρα φορώντας μόνο ένα
ρούχο σαν το σημερινό μαγιό της θάλασσας, ή το αθλητικό σορτσάκι της
εποχής μας.
Τα πιο παλιά χρόνια από αυτά που έζησε ο συγγραφέας, από διηγήσεις των γερόντων, οι αγωνιζόμενοι άλειφαν το σώμα τους με λάδι για να γίνεται εύστροφο και ευλύγιστο, ενώ η σκόνη εμποδίζει τη διολίσθηση και συνέχιζε τον ιδρώτα τους.
Πριν την έναρξη του αγώνα
οι δύο αντίπαλοι χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον με χειραψία και των δύο
χεριών. Νικητής έβγαινε όποιος έριχνε τον αντίπαλό του κάτω και με την
πλάτη στο έδαφος ή όταν ζητούσε ο αντίπαλος τη διακοπή του αγώνα
παραδεχόμενος την ήττα του. Ο νικητής χειροκροτείται από τους θεατές και
ο ηττημένος ντύνεται και αποχωρεί.
Αν οι κριτές έδιναν σαν αποτέλεσμα ισοπαλία, νικητές θεωρούνταν και οι δύο.
Ο νικητής κάθε αγώνα αντιμετώπιζε τον αμέσως επόμενο αντίπαλο.
Επειδή η ιπποδρομία και η πάλη κρατούσαν περίπου δύο ώρες, με
αποτέλεσμα να έχει φτάσει το μεσημέρι και οι θεατές να αποχωρούν
θέλοντας να πάνε για φαγητό, οι κριτές ζητούσαν από τους θεατές να μην
αποχωρούν γιατί έτσι περιφρονούν τις παραδόσεις τους και θύμιζαν ότι
στις δικές τους εποχές, κανείς κριτής, ιερέας, δημογέροντες, δεν έφευγαν
πριν επαινέσουν και ανταμείψουν τους νικητές.
Το αγώνισμα του δρόμου
Με
ευθεία γραμμή ορίζονταν η αφετηρία και με πέτρα ή και χόρτα, το σημείο
τερματισμού, όπου εκεί μπορούσε να στέκεται και άνθρωπος για να είναι
πιο ορατό το σημείο.
Οι συμμετέχοντες είναι συνήθως παιδιά και
έφηβοι και ο κόσμος τους επευφημούσε, βλέποντας την προσπάθειά τους.
Μερικές φορές το αγώνισμα γίνεται με τους αθλητές να τρέχουν κρατώντας
βαριές πέτρες. Το αγώνισμα είναι μετεξέλιξη του αρχαίου αγωνίσματος
δρόμου οπλιτών, όπου έτρεχαν οπλίτες κρατώντας τον οπλισμό τους.
Γίνεται και δεύτερο αγώνισμα δρόμου που φτάνοντας στο σημείο τερματισμού ακολουθεί επιστροφή προς τα πίσω στην αφετηρία. Επίσης άλλο ένα αγώνισμα δρόμου με συμμετοχή δύο δρομέων έχει αναφορά στην αρχαία ελληνική παράδοση, όπου ο ένας δρομέας στέκεται δεξιά του γεροντότερου θεατή και ο άλλος αριστερά και με την έναρξη του δρόμου ο ένας τρέχει κυκλικά προς την άλλη κατεύθυνση και ο άλλος κάνει το ίδιο. Ακολουθούν μία διαδρομή που ο ένας τερματίζει στο πλάι του κριτή από όπου ξεκίνησε ο άλλος. Νικητής είναι όποιος φτάσει πρώτος. Στην αρχαιότητα ήταν ο “καμπείος δρόμος” ή “δίαυλος”. Και εδώ ο νικητής επευφημείται από τους θεατές.
Σειρά έχει το άλμα, όπου γίνεται χάραγμα γραμμής και τοποθετείτε ένα ξύλο που είναι ο βατήρας για τους αθλητές, ενώ ο χώρος που πέφτουν όταν κάνουν το άλμα είναι ένα σκάμμα. Νικητής είναι όποιος φτάσει πιο μακριά.
Υπάρχει και παραλλαγή όπου όποιος κάνει το μικρότερο άλμα μένει ακίνητος και σκύβει, ο επόμενος πηδάει από πάνω του στηρίζοντας τα χέρια του στην πλάτη αυτού που έχει σκύψει και ανοίγοντας τα πόδια του για να περάσει από πάνω του, ο επόμενος κάνει το ίδιο και όποιος δεν τα καταφέρει αντικαθιστά αυτόν που κάνει το ζωντανό εμπόδιο. Λέγεται “ιππασία με άλμα”.
Μετά γίνεται το αγώνισμα της δισκοβολίας, όπου αντί για
δίσκο χρησιμοποιούσαν πέτρα σε σχήμα σφαίρας με βάρος ανάλογο με την
ηλικία των αθλητών και νικητή όποιον την πετάξει πιο μακριά με το δεξί
του χέρι, από τη βαλβίδα.
Υπήρχε και παραλλαγή του αθλήματος με πέταγμα της πέτρας και με τα δύο χέρια αφού πάρει φόρα.
Ακολουθούσε το άθλημα του ακοντισμού, τζιρίτι όπως το έλεγαν στα τούρκικα. Γίνονταν χρήση ακοντίου που ήταν λεπτή ράβδος.
Συχνά οι ακοντιστές επέβαιναν πάνω σε ξύλινα άλογα μιμούμενοι το
χλιμίντρισμά τους και σημαδεύοντας συνήθως κάποια πέτρα. Η άτακτη
συμμετοχή των ακοντιστών δημιουργούσε συχνά ατυχήματα και τραυματισμούς
με αποτέλεσμα να μην διεξάγεται πάντα το αγώνισμα αυτό.
Τελευταίο είναι το αγώνισμα της πυγμαχίας, το πιο φοβερό αφού συχνά οδηγούσε σε τραυματισμούς. Και αυτό λόγω των επιπτώσεων που είχε στους αθλητές, δεν διεξάγονταν πάντα στις γιορτές του Αγίου Γεωργίου, αφού αρκετοί έχαναν δόντια, μάτωναν οι μύτες τους και γενικά τραυματίζονταν. Ο αγώνας τελείωνε όταν ο ένας από τους δύο αγωνιζόμενους αποχωρούσε ή δήλωνε προφορικά την ήττα του. Ακόντιο και πυγμαχία δεν γίνονταν πάντα στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου λόγω του κινδύνου που είχαν.
Όταν τελείωνε η θρησκευτική και αθλητική γιορτή στο χώρο που ήταν το παρεκκλήσι και γίνονταν και οι αγώνες, ο καντηλανάφτης χτυπούσε ένα ξύλινο σήμαντρο και καλούσε για φαγητό, όλοι πήγαιναν με μπροστά τους νικητές των αγώνων, κάτω από τα δέντρα κάθονταν στη γη, γίνονταν παρέες και συζητούσαν, ένα από τα θέματα ήταν οι αγώνες που μόλις είχαν τελειώσει, οι νικητές μιλούσαν για τα κατορθώματά τους και ακολούθως ξεκινούσε η μουσική και γλεντούσαν. Όπως έλεγαν έτσι έκαναν και οι αρχαίοι μετά τους αγώνες, κάνοντας τις ολυμπιακές σπονδές. Οι νικητές που ήταν στην προσοχή των υπολοίπων πανηγυριστών γιόρταζαν τη νίκη τους με επινίκια συμπόσια.
Επίσης γίνονταν και έρανος με σκοπό την ενίσχυση της λειτουργίας των σχολείων της περιοχής. Όσοι το είχαν αναλάβει πήγαιναν στις παρέες που γλεντούσαν, έτρωγαν και διασκέδαζαν, ελληνικότατα και χριστιανικότατα, χωρίς παρεκτροπές και ζητούσαν ενίσχυση. Είχαν ένα ασημένιο δίσκο και ασημένιο μπουκαλάκι γεμάτο με ανθόνερο, εύχονταν στους πανηγυριστές να τους βοηθήσει ο Άγιος Γεώργιος, αυτοί έδιναν την ενίσχυσή τους και οι δύο έφοροι, οι πιο ηλικιωμένοι και σεβάσμιοι που μάζευαν τις ενισχύσεις, τους έραιναν με ανθόνερο. Όλοι ενίσχυαν το σκοπό αυτό με στόχο να βοηθήσουν τη λειτουργία των σχολείων και τη διάσωση της ελληνικής γλώσσας.
Μετά αφού είχαν φάει, άνδρες και γυναίκες με συνοδεία μουσικής χόρευαν με πολύ τέχνη και τάξη το συρτό χορό.
Το βραδάκι επέστρεφαν στην πόλη και οι διασκεδάσεις μεταφέρονταν στα σπίτια και έτσι έληγε αυτή η σημαντικότατη εθνική και θρησκευτική πανήγυρις.
(1) Η πραγματεία αυτή διαβάστηκε στην αίθουσα του Εθνικού Πανεπιστημίου κατά τη Ζ τακτική συνεδρίαση του Συλλόγου Μικρασιατών “η Ανατολή”
Έργα του συγγραφέα
Μικρασιατικός ύμνος, άσμα δίφωνον γεγραμμένον δια της σημειογραφίας της εκκλησιαστικής και ευρωπαϊκής μουσικής. Αθήναι 1892
Η καταστροφή των Ψαρών, άσμα εν διφωνία δι’ οξύφωνον και βαρύφωνον Αθήναι 1892
Φωνή λαού, οργή Θεού, κωμωδία εν Ελληνο – τουρκο – αρμενική διαλέκτω Αθήναι 1892
Δύο χορικά εκ του Σοφκλέους Φιλοκτήτου άσματα εις τρίφωνον αρμονία Αθήναι 1893
Πωλείται υπέρ των εν Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας εκπαιδευτηρίων αντί ημισείας δραχμής