του Νάσου Μπράτσου
...αναδημοσίευση από το ert.gr...
Ήταν κοντά 3 τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Αυγούστου 1944, όταν οι Γερμανοί με τους Έλληνες συνεργάτες τους – κουκουλοφόρους, ξεκίνησαν μια επιχείρηση που οδήγησε σε λουτρό αίματος με ομαδικές εκτελέσεις, εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών.
Στις εποχές μας ήρθε να προστεθεί ένα στοιχείο που κάνει τραγικά επίκαιρο να θυμάται κανείς τις θηριωδίες των ναζί στη συγκεκριμένη περιοχή, καθώς εκεί που πάτησαν οι μπότες του Γ΄ Ράιχ, ακολούθησαν μερικές δεκαετίες μετά, τα στιλέτα του χρυσαυγίτη Ρουπακιά, που στην περιοχή της Νίκαιας ξεδίπλωσε τη δράση του, με τραγικό αποτέλεσμα τη δολοφονία του Π. Φύσσα στη γειτονική περιοχή του Κερατσινίου.
Παρουσιάζουμε συνέντευξη με μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ) παραρτήματος Νίκαιας, που είχαν ζήσει τα συγκεκριμένα γεγονότα.
Οι αντιστασιακοί είναι οι: Δημήτρης Μαυράκης, Μαρίτσα Παπαδημητρίου – Κοκκινάρη, Δέσποινα Κρομμυδάκη.
Οι συνεντεύξεις τους προέρχονται από το εξαντλημένο πια βιβλίο «Εργατικές Ιστορίες – συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα από το 1920 έως το 1967». Εκδόσεις BUX 1998, ISBN 960-7939-00-X, συγγραφέας Νάσος Μπράτσος.
Δ.Κ.: «Τότε η Κοκκινιά απαρτίζονταν, όπως και σήμερα, από προσφυγιά που είχε καυτά ζωτικά προβλήματα. Ο λαός που είχε έρθει από τη Μικρά Ασία, από τον Πόντο και από άλλες περιοχές, ήταν ρακένδυτος, χωρίς στέγη, χωρίς το νοικοκυριό του. Τα είχαν αφήσει εκεί πέρα, που τους είχαν κυνηγήσει οι Τούρκοι και τους ξεκληρίσανε. Φοβούμενοι μήπως χάσουν και τη ζωή τους, προτιμήσανε να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντά τους και να έρθουν στην Ελλάδα και να ξαναρχίσουν πάλι από την αρχή. Ο κόσμος αυτός είχε συσπειρωθεί γύρω από τα εργατικά σωματεία και αγωνιζόταν για να μπορέσει να επιβιώσει εδώ. Τα προβλήματά τους ήταν η εργασία, η στέγη, φως, νερό κλπ και συσπειρώθηκαν γύρω από το εργατικό ΕΑΜ.
Τότε όλοι οι ξένοι (Γερμανοί, Ιταλοί, Άγγλοι) είχανε τα βλέμματά τους στραμμένα στην Ελλάδα και όταν συστάθηκαν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ με αιμοδότη το ΚΚΕ, στα διάφορα καλέσματα που έκανε το εργατικό ΕΑΜ, ο λαός της Κοκκινιάς και ιδιαίτερα η προσφυγιά, ήταν πρώτη και ενωμένη.
Οι φασίστες ονομάζανε την Κοκκινιά “Μικρή Μόσχα” και είχαν βάλει στόχο να μας ξεκληρίσουνε. Καλούσαν να παρουσιαστούμε με ψηλά τα χέρια στην πλατεία του Αγίου Νικολάου και από εκεί άλλους θα τους κρατούσανε, άλλους θα τους πηγαίνανε στη Γερμανία, άλλους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου για εκτέλεση, κλπ».
Δ.Μ.: «Οι Γερμανοί μαζί με τους ταγματασφαλίτες, άρχισαν από το Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο που έγινε το μπλόκο, να μπαίνουν κρυφά με πολιτικά στην περιοχή. Γίνονταν όμως αντιληπτοί, τους κυνηγούσανε και έφευγαν.
Υπήρχαν πληροφορίες πριν το μπλόκο για κάποιες κινήσεις των Γερμανών και πάντα ο ΕΛΑΣ έπαιρνε τα μέτρα του. Και περιφρούρηση το βράδυ έβγαινε και φρουραρχείο είχε. Συλλαμβάναμε διάφορους γερμανοτσολιάδες με πολιτικά, τους παίρναμε τα ρούχα και φεύγανε γυμνοί.
Οι μάχες στην περιοχή της Νίκαιας, άρχισαν στις 7 του Μάρτη. Δόθηκε σκληρή μάχη από τον ΕΛΑΣ και έτσι δεν κατάφεραν να μπουν στην Κοκκινιά. Ξαναδοκίμασαν πάλι, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Τότε ετοίμασαν άλλο σχέδιο και στις 15 Αυγούστου, δεν επιχείρησαν να μπουν κατευθείαν στην Κοκκινιά, αλλά να μπαίνουν σιγά – σιγά, από την Αγιά Σοφιά, τα Μανιάτικα, να κυκλώνουν δηλαδή την Κοκκινιά.
Γίνονταν μάχες με τον ΕΛΑΣ αλλά 17 Αυγούστου μπήκαν μέσα και κύκλωσαν την Κοκκινιά από βραδύς. Με τις ντουντούκες που είχαν καλούσαν όλους τους άνδρες, από 15 χρονών έως 60, να παρουσιαστούν όλοι στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Tα συνθήματα τα φωνάζανε οι προδότες που ήξεραν ελληνικά».
Δ.Κ.: «Οι προδότες της εποχής εκείνης που ματοκύλισαν την Κοκκινιά, δείχνοντας στους Γερμανούς τους προοδευτικούς ανθρώπους, ήταν οι παρακάτω: ο Μπατράνης, ο Βακαλόπουλος, ο Σγούρος, ο Πλυντζανόπουλος, κλπ. Οι χαφιέδες αυτοί είχαν παράδοση συνεργασίας και με τη δικτατορία του Μεταξά».
Δ.Μ.: «Όταν γέμισε η πλατεία της Οσίας Ξένης, από τους συγκεντρωμένους, τους γονάτισαν όλους. Βάλανε τότε τις κουκούλες οι χαφιέδες και περνάγανε δίπλα από τον κόσμο και έδειχναν. Όποιον έδειχναν τον έπαιρναν για εκτέλεση στη μάντρα. Όπου υπήρχε παράνομος που κρυβόταν, οι Γερμανοί έβαζαν φωτιά στη συνοικία. Το μεγαλύτερο ολοκαύτωμα έγινε στην περιοχή Αρμένικα. Τα σπίτια τα λαμπάδιασαν και εκτέλεσαν πολλούς στη μάντρα που σήμερα είναι το γήπεδο.
Τη μέρα του μπλόκου έγινε μάχη με την Κουμπάτη τη Διαμάντω. Σκοτωθήκανε πολλοί κι έμεινε μόνη της. Την φέρανε σέρνοντας από τα μαλλιά στη μάντρα για την εκτέλεση.
Όσοι δεν εκτελέστηκαν τους πήγαν στο Χαϊδάρι κι από εκεί στη Γερμανία. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν κι ένα προδότη, τον Μπαστράνη, μέχρι κι αυτοί τον σιχάθηκαν. Έψαξαν τα σπίτια κι όποιον έβρισκαν κρυμμένο, τον εκτελούσαν επιτόπου στο δρόμο. Γι αυτούς τους εκτελεσμένους, κάνουμε κάθε χρόνο στις 17 Αυγούστου μια ειδική εκδήλωση, που τη λέμε «τα Στεφανώματα». Δηλαδή στον τόπο των εκτελέσεων, καταθέτουμε στεφάνι και λέμε και δύο λόγια. Υπήρχε και κόσμος που κατάφερε να φύγει από την περιοχή και βγήκε στην παρανομία».
Δ.Κ.: «Οι εκτελεσμένοι ήταν γύρω στα 200 άτομα, αλλά δεν είναι οι μόνοι νεκροί της περιοχής, αφού τόσο στον αγώνα εναντίον των Ιταλών, όσο και ενάντια στους Γερμανούς, αλλά και αργότερα στους Άγγλους, είχαμε νεκρούς. Την ημέρα του μπλόκου, που θα μείνει στη μνήμη όλων μας, είναι το αιματοκύλισμα, αλλά πιο πολύ εντύπωση μου έκανε το σπάσιμο της επάνω μάντρας των Αρμένικων. Είχανε στοιβάσει όλα τα άτομα το ένα πάνω στο άλλο και βγήκε το χωνί και είπε να έρθουν οι οικογένειες να πάρουν τους νεκρούς τους για να τους θάψουνε.
Όμως δεν υπήρχανε τότε τα κατάλληλα μέσα, εμένα προσωπικά μου έκανε εντύπωση του Μπογδάνου η περίπτωση, που ήρθε στη μάντρα στα Αρμένικα και πήρε το παιδί του σαν σφαγμένο πρόβατο, το έβαλε στον ώμο του και το κατέβασε σπίτι του, βάφοντας όλο τον δρόμο με αίμα.
Επειδή έζησα όλα αυτά τα γεγονότα, θα φωνάζω με όλη μου τη δύναμη που έχει απομείνει, ποτέ πια πόλεμος, ποτέ πια φασισμός, εδραίωση της ειρήνης σε όλες τις χώρες».
Δ.Μ.: «Παρά τα θύματα που είχε ο Κοκκινιώτικος λαός, συνέχισε τον αγώνα με διαμαρτυρίες, με συγκεντρώσεις και ξαναβρήκε το ηθικό του, μέσα σε ένα τέτοιο κακό.
Ο αντίκτυπος του μπλόκου ήταν να δυναμώσει το αντιστασιακό κίνημα. Τα χτυπήματα σε βάρος των κατακτητών τα συνεχίσαμε και φυσικά ξέραμε ποιοι προδότες τους είχαν βοηθήσει, έτσι ώστε κάναμε αυτό που έπρεπε, τα χτυπήματα πήραν το δρόμο που έπρεπε να πάρουν.
Για το σήμερα, για τις ομάδες των νοσταλγών του φασισμού που εμφανίζονται αμελητέες, έχω να πω ότι το μικρό γίνεται μεγάλο. Ξεκινάει κάτι με 5-6 άτομα, γίνονται 10-20 και ανεβαίνει. Το κακό πρέπει να το χτυπάς στη ρίζα του.
Βλέπω ότι ορισμένοι μεγαλοκαρχαρίες και κυβερνήσεις, υποστηρίζουν έμμεσα τους νεοναζί. Εάν θέλουνε μπορούσαν να τους είχαν εξαφανίσει μόλις είχαν εμφανιστεί, όμως τους άφησαν και μεγαλώνουν και τους βοηθάνε.
Μέχρι και στα γραφεία μας έστειλαν απειλητικές επιστολές και αγκυλωτούς σταυρούς. Εμείς αυτή την κατάσταση την πολεμήσαμε και θα συνεχίσουμε. Τον αγώνα που αρχίσαμε, θα τον συνεχίσουμε, δεν θα αφήσουμε να πάνε χαμένα τα όνειρα αυτών που έπεσαν».
Δ.Κ.: «Να επιμείνουμε στα τότε αιτήματα, που ήταν για ψωμί, για παιδεία, για ελευθερία, για ανεξαρτησία, για ειρήνη. Οράματα που ακόμα και σήμερα μένουν ανεκπλήρωτα και συνεχίζουμε όλοι εμείς τον αγώνα και θα τον συνεχίζουμε μέχρι να πεθάνουμε.
Μετά από τον αγώνα του Κοκκινιώτικου λαού και ειδικά των κομμουνιστών, θα το τονίσω αυτό, γι αυτά όλα τα ιδανικά που έκαναν τον αγώνα, τους στείλανε φυλακή και εξορίες. Αυτή ήταν η αμοιβή των αντιστασιακών και σήμερα παραμένει το πρόβλημα καυτό και ανεκπλήρωτο».
*στοιχεία της ομάδας γυναικείων σπουδών του Α.Π.Θ.
Από τα τρία εκατομμύρια οργανωμένων μελών της εθνικής αντίστασης, οι 1.740.000 ήταν γυναίκες, ενώ γυναίκες και κορίτσια ήταν τα περισσότερα μέλη της ΕΠΟΝ και του παιδικού της τμήματος. Οι γυναίκες της αντίστασης ίδρυσαν 679 λαϊκά ιατρεία, 169 λαϊκά νοσοκομεία και 1.253 λαϊκά φαρμακεία σε όλη τη χώρα.
...αναδημοσίευση από το ert.gr...
Ήταν κοντά 3 τα ξημερώματα της Πέμπτης 17 Αυγούστου 1944, όταν οι Γερμανοί με τους Έλληνες συνεργάτες τους – κουκουλοφόρους, ξεκίνησαν μια επιχείρηση που οδήγησε σε λουτρό αίματος με ομαδικές εκτελέσεις, εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών.
Στις εποχές μας ήρθε να προστεθεί ένα στοιχείο που κάνει τραγικά επίκαιρο να θυμάται κανείς τις θηριωδίες των ναζί στη συγκεκριμένη περιοχή, καθώς εκεί που πάτησαν οι μπότες του Γ΄ Ράιχ, ακολούθησαν μερικές δεκαετίες μετά, τα στιλέτα του χρυσαυγίτη Ρουπακιά, που στην περιοχή της Νίκαιας ξεδίπλωσε τη δράση του, με τραγικό αποτέλεσμα τη δολοφονία του Π. Φύσσα στη γειτονική περιοχή του Κερατσινίου.
Παρουσιάζουμε συνέντευξη με μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ) παραρτήματος Νίκαιας, που είχαν ζήσει τα συγκεκριμένα γεγονότα.
Οι αντιστασιακοί είναι οι: Δημήτρης Μαυράκης, Μαρίτσα Παπαδημητρίου – Κοκκινάρη, Δέσποινα Κρομμυδάκη.
Οι συνεντεύξεις τους προέρχονται από το εξαντλημένο πια βιβλίο «Εργατικές Ιστορίες – συνεντεύξεις με πρωταγωνιστές του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα από το 1920 έως το 1967». Εκδόσεις BUX 1998, ISBN 960-7939-00-X, συγγραφέας Νάσος Μπράτσος.
Δ.Κ.: «Τότε η Κοκκινιά απαρτίζονταν, όπως και σήμερα, από προσφυγιά που είχε καυτά ζωτικά προβλήματα. Ο λαός που είχε έρθει από τη Μικρά Ασία, από τον Πόντο και από άλλες περιοχές, ήταν ρακένδυτος, χωρίς στέγη, χωρίς το νοικοκυριό του. Τα είχαν αφήσει εκεί πέρα, που τους είχαν κυνηγήσει οι Τούρκοι και τους ξεκληρίσανε. Φοβούμενοι μήπως χάσουν και τη ζωή τους, προτιμήσανε να εγκαταλείψουν τα υπάρχοντά τους και να έρθουν στην Ελλάδα και να ξαναρχίσουν πάλι από την αρχή. Ο κόσμος αυτός είχε συσπειρωθεί γύρω από τα εργατικά σωματεία και αγωνιζόταν για να μπορέσει να επιβιώσει εδώ. Τα προβλήματά τους ήταν η εργασία, η στέγη, φως, νερό κλπ και συσπειρώθηκαν γύρω από το εργατικό ΕΑΜ.
Τότε όλοι οι ξένοι (Γερμανοί, Ιταλοί, Άγγλοι) είχανε τα βλέμματά τους στραμμένα στην Ελλάδα και όταν συστάθηκαν ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ με αιμοδότη το ΚΚΕ, στα διάφορα καλέσματα που έκανε το εργατικό ΕΑΜ, ο λαός της Κοκκινιάς και ιδιαίτερα η προσφυγιά, ήταν πρώτη και ενωμένη.
Οι φασίστες ονομάζανε την Κοκκινιά “Μικρή Μόσχα” και είχαν βάλει στόχο να μας ξεκληρίσουνε. Καλούσαν να παρουσιαστούμε με ψηλά τα χέρια στην πλατεία του Αγίου Νικολάου και από εκεί άλλους θα τους κρατούσανε, άλλους θα τους πηγαίνανε στη Γερμανία, άλλους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου για εκτέλεση, κλπ».
Δ.Μ.: «Οι Γερμανοί μαζί με τους ταγματασφαλίτες, άρχισαν από το Μάρτη μέχρι τον Αύγουστο που έγινε το μπλόκο, να μπαίνουν κρυφά με πολιτικά στην περιοχή. Γίνονταν όμως αντιληπτοί, τους κυνηγούσανε και έφευγαν.
Υπήρχαν πληροφορίες πριν το μπλόκο για κάποιες κινήσεις των Γερμανών και πάντα ο ΕΛΑΣ έπαιρνε τα μέτρα του. Και περιφρούρηση το βράδυ έβγαινε και φρουραρχείο είχε. Συλλαμβάναμε διάφορους γερμανοτσολιάδες με πολιτικά, τους παίρναμε τα ρούχα και φεύγανε γυμνοί.
Οι μάχες στην περιοχή της Νίκαιας, άρχισαν στις 7 του Μάρτη. Δόθηκε σκληρή μάχη από τον ΕΛΑΣ και έτσι δεν κατάφεραν να μπουν στην Κοκκινιά. Ξαναδοκίμασαν πάλι, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Τότε ετοίμασαν άλλο σχέδιο και στις 15 Αυγούστου, δεν επιχείρησαν να μπουν κατευθείαν στην Κοκκινιά, αλλά να μπαίνουν σιγά – σιγά, από την Αγιά Σοφιά, τα Μανιάτικα, να κυκλώνουν δηλαδή την Κοκκινιά.
Γίνονταν μάχες με τον ΕΛΑΣ αλλά 17 Αυγούστου μπήκαν μέσα και κύκλωσαν την Κοκκινιά από βραδύς. Με τις ντουντούκες που είχαν καλούσαν όλους τους άνδρες, από 15 χρονών έως 60, να παρουσιαστούν όλοι στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Tα συνθήματα τα φωνάζανε οι προδότες που ήξεραν ελληνικά».
Δ.Κ.: «Οι προδότες της εποχής εκείνης που ματοκύλισαν την Κοκκινιά, δείχνοντας στους Γερμανούς τους προοδευτικούς ανθρώπους, ήταν οι παρακάτω: ο Μπατράνης, ο Βακαλόπουλος, ο Σγούρος, ο Πλυντζανόπουλος, κλπ. Οι χαφιέδες αυτοί είχαν παράδοση συνεργασίας και με τη δικτατορία του Μεταξά».
Δ.Μ.: «Όταν γέμισε η πλατεία της Οσίας Ξένης, από τους συγκεντρωμένους, τους γονάτισαν όλους. Βάλανε τότε τις κουκούλες οι χαφιέδες και περνάγανε δίπλα από τον κόσμο και έδειχναν. Όποιον έδειχναν τον έπαιρναν για εκτέλεση στη μάντρα. Όπου υπήρχε παράνομος που κρυβόταν, οι Γερμανοί έβαζαν φωτιά στη συνοικία. Το μεγαλύτερο ολοκαύτωμα έγινε στην περιοχή Αρμένικα. Τα σπίτια τα λαμπάδιασαν και εκτέλεσαν πολλούς στη μάντρα που σήμερα είναι το γήπεδο.
Τη μέρα του μπλόκου έγινε μάχη με την Κουμπάτη τη Διαμάντω. Σκοτωθήκανε πολλοί κι έμεινε μόνη της. Την φέρανε σέρνοντας από τα μαλλιά στη μάντρα για την εκτέλεση.
Όσοι δεν εκτελέστηκαν τους πήγαν στο Χαϊδάρι κι από εκεί στη Γερμανία. Οι Γερμανοί εκτέλεσαν κι ένα προδότη, τον Μπαστράνη, μέχρι κι αυτοί τον σιχάθηκαν. Έψαξαν τα σπίτια κι όποιον έβρισκαν κρυμμένο, τον εκτελούσαν επιτόπου στο δρόμο. Γι αυτούς τους εκτελεσμένους, κάνουμε κάθε χρόνο στις 17 Αυγούστου μια ειδική εκδήλωση, που τη λέμε «τα Στεφανώματα». Δηλαδή στον τόπο των εκτελέσεων, καταθέτουμε στεφάνι και λέμε και δύο λόγια. Υπήρχε και κόσμος που κατάφερε να φύγει από την περιοχή και βγήκε στην παρανομία».
Δ.Κ.: «Οι εκτελεσμένοι ήταν γύρω στα 200 άτομα, αλλά δεν είναι οι μόνοι νεκροί της περιοχής, αφού τόσο στον αγώνα εναντίον των Ιταλών, όσο και ενάντια στους Γερμανούς, αλλά και αργότερα στους Άγγλους, είχαμε νεκρούς. Την ημέρα του μπλόκου, που θα μείνει στη μνήμη όλων μας, είναι το αιματοκύλισμα, αλλά πιο πολύ εντύπωση μου έκανε το σπάσιμο της επάνω μάντρας των Αρμένικων. Είχανε στοιβάσει όλα τα άτομα το ένα πάνω στο άλλο και βγήκε το χωνί και είπε να έρθουν οι οικογένειες να πάρουν τους νεκρούς τους για να τους θάψουνε.
Όμως δεν υπήρχανε τότε τα κατάλληλα μέσα, εμένα προσωπικά μου έκανε εντύπωση του Μπογδάνου η περίπτωση, που ήρθε στη μάντρα στα Αρμένικα και πήρε το παιδί του σαν σφαγμένο πρόβατο, το έβαλε στον ώμο του και το κατέβασε σπίτι του, βάφοντας όλο τον δρόμο με αίμα.
Επειδή έζησα όλα αυτά τα γεγονότα, θα φωνάζω με όλη μου τη δύναμη που έχει απομείνει, ποτέ πια πόλεμος, ποτέ πια φασισμός, εδραίωση της ειρήνης σε όλες τις χώρες».
Δ.Μ.: «Παρά τα θύματα που είχε ο Κοκκινιώτικος λαός, συνέχισε τον αγώνα με διαμαρτυρίες, με συγκεντρώσεις και ξαναβρήκε το ηθικό του, μέσα σε ένα τέτοιο κακό.
Ο αντίκτυπος του μπλόκου ήταν να δυναμώσει το αντιστασιακό κίνημα. Τα χτυπήματα σε βάρος των κατακτητών τα συνεχίσαμε και φυσικά ξέραμε ποιοι προδότες τους είχαν βοηθήσει, έτσι ώστε κάναμε αυτό που έπρεπε, τα χτυπήματα πήραν το δρόμο που έπρεπε να πάρουν.
Για το σήμερα, για τις ομάδες των νοσταλγών του φασισμού που εμφανίζονται αμελητέες, έχω να πω ότι το μικρό γίνεται μεγάλο. Ξεκινάει κάτι με 5-6 άτομα, γίνονται 10-20 και ανεβαίνει. Το κακό πρέπει να το χτυπάς στη ρίζα του.
Βλέπω ότι ορισμένοι μεγαλοκαρχαρίες και κυβερνήσεις, υποστηρίζουν έμμεσα τους νεοναζί. Εάν θέλουνε μπορούσαν να τους είχαν εξαφανίσει μόλις είχαν εμφανιστεί, όμως τους άφησαν και μεγαλώνουν και τους βοηθάνε.
Μέχρι και στα γραφεία μας έστειλαν απειλητικές επιστολές και αγκυλωτούς σταυρούς. Εμείς αυτή την κατάσταση την πολεμήσαμε και θα συνεχίσουμε. Τον αγώνα που αρχίσαμε, θα τον συνεχίσουμε, δεν θα αφήσουμε να πάνε χαμένα τα όνειρα αυτών που έπεσαν».
Δ.Κ.: «Να επιμείνουμε στα τότε αιτήματα, που ήταν για ψωμί, για παιδεία, για ελευθερία, για ανεξαρτησία, για ειρήνη. Οράματα που ακόμα και σήμερα μένουν ανεκπλήρωτα και συνεχίζουμε όλοι εμείς τον αγώνα και θα τον συνεχίζουμε μέχρι να πεθάνουμε.
Μετά από τον αγώνα του Κοκκινιώτικου λαού και ειδικά των κομμουνιστών, θα το τονίσω αυτό, γι αυτά όλα τα ιδανικά που έκαναν τον αγώνα, τους στείλανε φυλακή και εξορίες. Αυτή ήταν η αμοιβή των αντιστασιακών και σήμερα παραμένει το πρόβλημα καυτό και ανεκπλήρωτο».
*στοιχεία της ομάδας γυναικείων σπουδών του Α.Π.Θ.
Από τα τρία εκατομμύρια οργανωμένων μελών της εθνικής αντίστασης, οι 1.740.000 ήταν γυναίκες, ενώ γυναίκες και κορίτσια ήταν τα περισσότερα μέλη της ΕΠΟΝ και του παιδικού της τμήματος. Οι γυναίκες της αντίστασης ίδρυσαν 679 λαϊκά ιατρεία, 169 λαϊκά νοσοκομεία και 1.253 λαϊκά φαρμακεία σε όλη τη χώρα.