Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Τιμώντας τη μνήμη αυτών που "φεύγουν"

 Στην πρόσφατη επίσκεψή μας στην Ικαρία, μάθαμε από τους οικείους της, γιατί βρεθήκαμε στο χωριό της την Αρέθουσα, ότι  εδώ και καιρό έχει φύγει από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών, η Πολυξένη Τριπόδη, η μαρτυρία της οποίας βρίσκεται στο βιβλίο "Αιγαιοπελαγίτες Πρόσφυγες στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο". 

Επίσης είχε μιλήσει στο υλικό που συγκεντρώθηκε για σχετικό ντοκιμαντέρ (εσωτερική παραγωγή με ιδιαίτερα χαμηλό κόστος) που εδώ και 30 μήνες με διάφορες προφάσεις κρατάει στο "ψυγείο" η διοίκηση της ΕΡΤ (ενώ αν ήταν καμιά Γιουροβίζιον θα είχε κινηθεί γη και ουρανός, ή αν ήταν προεκλογικό σποτάκι της Χρυσής Αυγής  θα είχε μεταδοθεί).


Τιμητικά για την προσφορά της αναδημοσιεύουμε τη μαρτυρία της.


Στην Ικαρία έμεινε όλα τα κατοχικά χρόνια η Πολυξένη Τριπόδη. Θυμάται τους Ιταλούς να έχουν φυλάκιο στο χωριό Καραβόσταμο και ότι επειδή πεινούσαν και αυτοί, ενδιαφέρονταν μόνο στο τι θα άρπαζαν από τους Έλληνες. Ο δρόμος της προσφυγιάς μοναδική επιλογή για πολλούς και με χίλιες προφυλάξεις. Έπρεπε να ληφθούν μέτρα ακόμα και για το ενδεχόμενο να είχε προδοθεί το φευγιό και να ειδοποιηθούν ώστε να μην συλληφθούν οι υποψήφιοι πρόσφυγες.

Όπως μας είπε: «Αρκετοί, τα παλικάρια πήγανε στρατιώτες, άλλους τους κλείσανε στο σύρμα, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά οι νέοι φύγανε όλοι.


Ο κόσμος εδώ έκανε τις συνηθισμένες του εργασίες, είχε τα αμπελάκια του, τα κηπάκια του φυτεύαμε πατάτα, κρεμμύδι, φασόλια, κρεμμύδια κλπ και με αυτά περνούσαμε, αλλά δεν ήταν όλοι σε θέση να το κάνουν αυτό, έχοντας φύγει και οι νέοι. Εμένα ο άντρας μου – λεύτερη ήμουν τότε- αλλά ο άντρας μου, εδώ ήταν το σπίτι του και ήταν και η μάνα του και ήταν δουλευτής και είχαμε από όλα. Αλλά πού να πρωτοδώσεις σε ποιόν που ήταν πολύς ο φτωχός ο κόσμος που του χτυπούσαν την πόρτα και του έλεγαν βρε Χρυσόστομε ένα κρεμμυδάκι δώσε μας και όπου μπορούσε έδινε είχε και τη γριά 80 χρονών, έκανε κήπους και πατάτα, φύτευε φασόλια και έτσι περνούσαμε.

Είχε οικογένειες που δεν είχαν άνθρωπο να δουλέψει, αυτές οι οικογένειες άλλη έχανε παιδιά, άλλη έχανε τη μάνα, άλλη έχανε τον πατέρα, ένας τραγέλαφος ήτανε. Γιατί και τα σταφύλια τα τρώγαμε το καλοκαίρι για να μην πεθάνουμε από την πείνα, αλλά τα κηπουρικά ήταν λίγα, γιατί ήταν και λίγοι αυτοί που τα έκαναν. Ανάφερα αυτό γιατί και εγώ στου πατέρα μου, σπούδαζα αλλά εγκλωβίστηκα εδώ στην κατοχή και αντί για δασκάλα, έγινα αγρότισσα. Ηπόμεινα βάσταγα την αξίνα και έσκαβα γιατί τα άλλα οκτώ αδερφάκια μου έλειπαν είχαν φύγει».

Το «πάρτι» που χάλασαν οι Ιταλοί

Η νεότητα ακόμα και στα χρόνια της σκλαβιάς οδήγησε στο ακόλουθο περιστατικό, το οποίο η κ. Πολυξένη Τριπόδη μας διηγήθηκε: «Μία φορά σκεφτήκαμε να κάνουμε να κάνουμε ένα γλέντι τα κορίτσια, ήμασταν πάνω στη λολάδα μας 20 χρονών και τι να κάνουμε μεζέδες δεν είχαμε και κόψαμε χόρτα και τα βράσαμε και τα κόψαμε σιγά – σιγά και τους βάλαμε λίγο αλευράκι και τα τηγανίσαμε και κάναμε κεφτέδες και ξέρω εγώ και τι άλλο και πήγαμε στο καφενείο και τρώγαμε και πίναμε και κρασάκι και χορεύαμε. Και ήρθαν οι Ιταλοί και γυρεύανε να χορέψουνε μαζί μας και καμιά κοπέλα δεν σηκώθηκε. Άλλη έλεγε έχω τον αδερφό μου, άλλη έχω τον άντρα μου, δεν θέλαμε να έχουμε χορούς και αγκαλιές με τους κατακτητές. Τέλος πάντων τους κεράσαμε ένα ούζο και δεν ηθέλανε να φάνε από το μεζέ μας ήταν καλομαθημένοι.

Ήπιαν ένα ούζο και έφυγαν έξω, ένας ήπιε κρασί και όσο έμεινε στο ποτήρι το σήκωσε ψηλά και το πέταξε στα τσιμέντα και φανταστείτε τι έγινε και τα γιαλιά και τα κρασιά και έγινε φασαρία. Και δεν τους ήρθε καλά και πιάσανε να γυρεύουν το λυράρη, αυτόν που έπαιζε το βιολί, εμείς αυτόν τον αρπάξαμε και τον κρύψαμε σε ένα καταγώγιο και του είπαμε δεν θα βγεις από εδώ αν δεν έρθουμε να σε βγάλουμε εμείς. Φυγαδεύσαμε και κάποιους άλλους. Φασαρία, κακό, φύγανε μετά αυτοί και πηγαίνανε για το Καραβόσταμο. Εμείς είχαμε εδώ έναν χωριανό που είχε πιεί και δεν το κατάλαβε ότι έκανε κακό και αρπάζει το όπλο που είχε, ήτανε δραγάτης – αγροφύλακας και δίνει μία στον αέρα. Ακούνε οι Ιταλοί το όπλο και τρελαθήκανε και πάνε κάτω στο Καραβόσταμο και παίρνουν επικουρία και ξανάρχονται. Μπαίνουν στο καφενείο και όσους ήταν εκεί 2 – 3 τους τελειώσανε από το ξύλο και διατάξανε το πρωί στον Εύδηλο στον κοκορόφτερο, στον Ιταλό τον αξιωματικό.

Πήγαν οι άντρες τους είπανε τι τους είπανε και πήγαμε και οι γυναίκες και του είπαμε τηγανίσαμε χόρτα και ήπιαμε ένα κρασί και θέλαμε να χορέψουμε. Α λέει – είχαμε και διερμηνέα – να μην έρχεστε εδώ με το πνεύμα της αλληλεγγύης. Βρε δεν ξέρουμε τι λέτε εμείς θέλαμε να χορέψουμε, δεν κάναμε κανένα κακό. Μας είπε πηγαίνετε και αυτό να μην ξαναγίνε. Να μην ξαναχορέψουμε δηλαδή, μας απαγόρευσε να χορέψουμε».

Αλληλεγγύη και συλλογικότητα

Υπήρχαν όμως και δράσεις αλληλεγγύης όπως μας αναφέρει η συνομιλήτριά μας: «Περνούσαμε ο ένας με τον άλλο, βλέπαμε ποιος έχει πιο πολύ ανάγκη, ήταν μία μάνα με 2 – 3 παιδιά ποιο να πρωτοκοιτάξει. Είχαμε συστήσει μία επιτροπή αλληλεγγύης τη λέγαμε, πέντε κοπέλες και από το σπίτι είχαμε ένα μπουκαλάκι λάδι και από το σπίτι βάζαμε από λίγο η κάθε μια και κάναμε ένα μπουκάλι λάδι και ό,τι άλλο μπορούσαμε να βάλουμε σε ένα σακουλάκι και πηγαίναμε σιγά – σιγά, κρυφά – κρυφά και τους το πηγαίναμε. Ένα παιδάκι από αυτά που κοιτάζαμε, θα ήταν γύρω στα 6 χρονών πέθανε εκείνες τις μέρες, άλλα από εκεί, άλλα από εδώ, δεν θέλω να τα θυμάμαι να ακούς κλάματα και οιμωγές και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Τρώγαμε τη φλούδα της πατάτας. Πλέναμε και καθαρίζαμε την πατάτα και μετά τη φλούδα αντί να την πετάξουμε την πλέναμε, την τηγανίζαμε και την τρώγαμε. Σκεφτείτε σε ποιο σημείο είχαμε φτάσει».