...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Έφυγε το 1942 από την Ικαρία και έφτασε μέχρι την Αίγυπτο. Η Καίτη Φράγκου – Ζηκίδη, συνταξιούχος εκπαιδευτικός σήμερα, μας διηγείται την προσφυγική της διαδρομή.
-Πότε φύγατε από την Ικαρία και γιατί;
-Φύγαμε από την Ικαρία τη Μεγάλη Παρασκευή του 1942 από το «Σκαλί» του Κάμπου, η οικογένεια της μητέρας μου, μέρος της οικογένειας του πατέρα μου και αρκετοί άλλοι και ο βασικός λόγος ήταν η πείνα. Είχαμε τον πατέρα μετανάστη στις ΗΠΑ και το θείο ναυτεργάτη στους Εγγλέζους και πιστεύαμε ότι ίσως τους βρίσκαμε.
Ο ιδιοκτήτης του καϊκιού λεγόταν Μουσούλης και είχε 33 άτομα μπάρκο. Μεταξύ μας ταξίδευαν ο γιατρός Ζαχαριάδης, οι δύο κόρες του τελώνη Ευδήλου, η Γραμματική Τουρβά και ο σύζυγός της Γιάννης Μουσούλης (μπαρμπακαράγιαννης), αρκετοί από τη Μεσσαριά (περιοχή της Ικαρίας).
-Πήγατε με προφυλάξεις στο σημείο αναχώρησης, αφού οι Ιταλοί απαγόρευαν τα ταξίδια;
-Πήγαμε ξεχωριστά τα μικρά, που περπατήσαμε μέσα από το χωριό του Εύδηλου και από έξω από το χωριό οι μεγάλοι για να μην φανεί η ομαδική μετακίνηση και μας καταλάβουν οι Ιταλοί.
-Υπήρχε αμοιβή για το βαρκάρη;
-Ο βαρκάρης πήρε αμοιβή, θυμάμαι από εμάς μία χρυσή λίρα. Φύγαμε μέρα μεσημέρι γιατί είχε άδεια μεταφοράς κλαδιών από τους Ιταλούς. Με τέσσερα κουπιά που τραβούσαν παλικάρια ( τη μηχανή την άφησε στην Ικαρία, μήπως την ξαναβρεί), φτάσαμε στην Τουρκία την άλλη μέρα το βράδυ. Δεν ξέρω αν η άφιξη έγινε σκόπιμα και με καθυστέρηση, ώστε να γίνει βράδυ για να μην μας εντοπίσουν.
-Ποια ήταν η πρώτη επαφή με τους Τούρκους;
-Από εκεί άρχισε μία θαλάσσια περιπέτεια 12 – 13 ημερών, αφού τα τουρκικά φυλάκια δεν μας άφηναν να αποβιβαστούμε και επειδή είχαμε βάρκα μας καλούσαν να γυρίσουμε πίσω. Άλλοι το έκαναν ευγενικά, αφού μας έδιναν τρόφιμα και νερά και άλλοι με κλεψιά.
Υπήρξε περιστατικό που μπήκαν στη βάρκα και αφού έβγαλαν τους άντρες έξω, τράβηξαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά των γυναικών. Η μάνα μου πρόλαβε και έκρυψε τη βέρα και καιό,τι άλλο είχε σε ένα μαντηλάκι και μετά στην κουπαστή της βάρκας.
Πηγαινοερχόμασταν συνέχεια Τσεσμέ – Κουσάντασι και πάλι Τσεσμέ κατά μήκος της παραλιακής ζώνης. Ένα βράδυ μας άφησαν να μείνουμε σε ένα χάνι στο Κουσάντασι και εκεί οι ελληνικές προξενικές αρχές μας συμβούλεψαν την άλλη μέρα να μείνουμε στα ανοιχτά όπου θα πέρναγε καΐκι από τον Τσεσμέ για την Κύπρο με Έλληνες πρόσφυγες και θα μετεπιβιβαζόμασταν εν πλω. Δεν ξέρω αν εμείς κάναμε λάθος, αλλά αυτό δεν συνέβη. Απογοητευτήκαμε και ξαναπιάσαμε παράλια. Έφυγαν δύο για να ενημερώσουν και τους χάσαμε, μάθαμε ότι έφτασαν τελικά στη Μέση Ανατολή.
Κάποια στιγμή ανεβήκαμε για ξεκούραση σε μία βραχονησίδα και επειδή είχε κλαδάκια ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. Μας εντόπισε ένα τούρκικο φυλάκιο και ήρθαν με βάρκα, μας πήραν ξεχωριστά στην αρχή τους άνδρες και μετά τα γυναικόπαιδα.
Βρεθήκαμε όλοι μαζί σε ένα καλύβι και εκεί μας πρόσφεραν πληγούρι και ένα τουρκάκι έπαιζε μπαγλαμαδάκι. ‘Όταν γυρίσαμε στη βάρκα στην οποία είχε μείνει ο παππούς Καραγιάννης που ήξερε και λίγα τούρκικα μας είπε «σσσσσς». Όσοι ώρα λείπαμε άλλοι Τούρκοι είχαν πάει και είχαν κλέψει τα λιγοστά ρούχα και μπογαλάκια που είχαμε.
Η περιπλάνηση συνεχίστηκε, τα βράδυ στις ακτές κατέβαιναν τσακάλια, τρόφιμα δεν είχαμε, τρώγαμε πεταλίδια, σκάβαμε στις ακτές να βρούμε νερό που να μην είναι και τόσο αλμυρό.
Τελικά φτάσαμε στον Κάβο Κόρακα όπου αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τη βάρκα και να ξεκινήσουμε τον ποδαρόδρομο, σκορπισμένοι ανά οικογένεια για να μην δίνουμε στόχο, αλλά σε αποστάσεις που να μπορούμε να έχουμε επαφή.
Εγώ είχα πιαστεί μέσα στη βάρκα και με έβγαλε η μάνα μου σηκωτή και με κουβάλησε στην πλάτη του ο Ανδρέας Μελαχροινός. Κάποτε φτάσαμε σε μια στάνη, ένα τυροκομιό τούρκικο, όπου ο Τούρκος μας έδωσε τσίρο (το κατακάθι μετά το στράγγισμα του τυριού).
Δεν ξέρω πώς, βρέθηκε ένα φορτηγό και μας πήγαν στον αστυνομικό σταθμό της περιοχής όπου μας κατέγραψαν και μετά μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί κοιμηθήκαμε στρωματσάδα σε ένα χάνι, όπου υπήρχαν και άλλοι πρόσφυγες.
Θυμάμαι γιατί είχε πάει πριν από μας, ήταν ένας από το Καραβόσταμο με το παρατσούκλι Κολοφάνης (νομίζω Κούβαρης το επίθετο) που δούλευε στην προετοιμασία και διανομή του συσσιτίου (Σημείωση του ert.gr: o «Koλοφάνης» αναφέρεται και σε άλλη μαρτυρία).
Το φαγητό ήταν κουκιά, φασόλια, σύκα, όχι κατάλληλο για πεινασμένους όπως εμείς και γενικά κακής ποιότητας και δημιουργούσε γαστρεντερολογικά προβλήματα. Εγώ αρνήθηκα να φάω.
Είχαμε την ελευθερία κίνησης στην πόλη και με πήγε η μάνα μου σε ένα γαλατάδικο για να με ταΐσει ρυζόγαλο και επειδή δεν είχαμε λεφτά πήγε να δώσει τη βέρα. Εκεί το αντελήφθη ένας γραβατωμένος κύριος που ήταν Έλληνας της υπηρεσίας προσφύγων, επενέβη και πλήρωσε τα ρυζόγαλα και γλίτωσε τη βέρα.
-Ποια ήταν η συνέχεια;
-Επόμενος σταθμός μας ήταν η λουτρόπολη Λίσα κοντά στον Τσεσμέ, που τότε δεν είχε τουριστική κίνηση και οι υπηρεσίες στήριξης των προσφύγων νοίκιασαν δωμάτια και μείναμε. Και εκεί η σίτιση γίνονταν με διανομή συσσιτίου.
Θυμάμαι ότι υπήρχαν και Χιώτες. Στα Λίσα είχαμε πρόβλημα με τις ψείρες, γυαλίζανε οι μπούκλες από τις ψείρες, οι οποίες περπατούσαν στα σανίδια σε ουρά, όπως τα μυρμήγκια.
Η μάνα μου που ήταν νοσοκόμα μας συμβούλεψε λίγο πριν περάσει ο γιατρός για επιθεώρηση να ξυστούμε πολύ εκεί που μας έτρωγαν οι ψείρες για να κοκκινίσουμε. Έτσι κάναμε και είπε του γιατρού ότι έχουμε ψωρίαση.
Τότε μας έστειλαν σε ένα καλυβάκι και μετά σε ένα σπιτάκι. Εκεί περάσαμε καλά και όταν έρχονταν ο γιατρός βάζαμε πριν θειούχα αλοιφή για να μας βλέπει πασαλειμμένες. Η μάνα μου φοβήθηκε ότι κάτι άλλες κοπέλες ίσως είχαν αφροδίσια νοσήματα και αποφασίσαμε να φύγουμε. Πήγαμε πάλι στα Λίσα και μετά στον Τσεσμέ.
-Πού μείνατε εκεί;
-Εκεί μείναμε σε στρατόπεδο προσφύγων σε σκηνές, σε ένα λόφο που εκεί ήταν πρώτα στρατιωτικός τόπος εκπαίδευσης, σε πετρώδες έδαφος. Οι συνθήκες εκεί ήταν κακές και είχαμε και πολλούς θανάτους γερόντων από κακουχίες, μολύνσεις, τυφοειδή πυρετό, κακή διατροφή. Εκεί έχασαν τα παιδιά τους ο Γιώργος Φουντούλης και η σύζυγός του Θεοδοσία.
Τα χαντάκια που είχαν σκάψει για εκπαίδευση οι στρατιώτες πριν πάμε εμείς ήταν οι ανοιχτοί αγωγοί των ακαθαρσιών από τις τουαλέτες που είχαν στηθεί ακριβώς από πάνω τους.
Θάβαμε τους νεκρούς μας σε χώρο εντός του στρατοπέδου, κανονικά με χριστιανική ταφή και σταυρό, αλλά επειδή το έδαφος ήταν βραχώδες δεν σκάβαμε μνήμα, αλλά τους κάναμε «βουναλάκια» με χώμα. Έρχονταν τα τσακάλια το βράδυ και τους ξέθαβαν.
Για να πάμε στην πόλη περνάγαμε από την πύλη, όπου ο σκοπός ένα 20χρονο τουρκάκι αρπάζονταν συχνά με τους δικούς μας, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής.
Σιγά – σιγά το στρατόπεδο άδειαζε αφού όλοι προσπαθούσαν να μείνουν στην πόλη, σε σπίτια νοικιασμένα από τις υπηρεσίες στήριξης των προσφύγων.
Εμείς φύγαμε λαθραία από κάτι κομμένα σύρματα και μείναμε στο σπίτι του Αλή, θα είχε προηγηθεί προσυνεννόηση. Ήταν Τουρκοκρητικός που είχε πάει εκεί με την ανταλλαγή.
Παίρναμε επίδομα σίτισης (η μητέρα ως νοσοκόμα στις δομές στήριξης προσφύγων, έπαιρνε περισσότερο) και δουλεύαμε στους αγρούς του Αλή, στα πορτοκάλια και τα καπνά. Ενσωματωθήκαμε χωρίς πρόβλημα στην τοπική κοινωνία. Η γυναίκα του Αλή όταν ήταν με μας έβγαζε τη μαντήλα και τη φόραγε όταν ήταν με Τούρκους. Έτσι πήγαμε μέχρι τον Οκτώβρη του 1942.
-Τι άλλο θυμόσαστε από εκείνη την περίοδο;
-Είχα και μία φιλενάδα Τουρκάλα που μου έφερνε γλυκά και κάποτε που έγινε ο γάμος μίας φίλης της με πήρε στο γάμο και με αποδέχτηκαν και οι άλλες κοπέλες. Εκεί το γαμήλιο γλέντι γίνονταν ξεχωριστά οι άνδρες και ξεχωριστά οι γυναίκες και κάποια στιγμή ερχόταν ο γαμπρός με φίλους του και έπαιρνε τη νύφη.
Εγώ ήμουν αλλιώτικα ντυμένη, αλλά με άφησε η μάνα μου να πάω και με αποδέχτηκαν. Βλέπουμε και σήμερα να συμβαίνουν τέτοια περιστατικά.
ΤΕΛΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Διαβάστε στο ert.gr κάθε μέρα λίγο μετά τις 7πμ
Κυριακή 7 Μαΐου: Καίτη Φράγκου – Ζηκίδη: Η προσφυγοπούλα νοσοκόμα στο στρατόπεδο του Νουσεϊράτ (β΄μέρος)
Δευτέρα 8 Μαΐου: Η συμβολή της Λήμνου στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Τρίτη 9 Μαΐου: Aστυπάλαια: Πεδίο μαχών και επιχειρήσεων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Τετάρτη 10 Μαΐου: Η αντιστασιακή δράση του πρόσφυγα Πέτρου Ανδριώτη στα χρόνια της κατοχής
Πέμπτη 11 Μαΐου: Σύρος: Η κατοχή και η λιμοκτονία στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Παρασκευή 12 Μαΐου: OENO: «Όλα τα πλοία εν κινήσει»
Σάββατο 13 Μαΐου: Πρόσφυγας πολέμου το 1942 στην Αβησσυνία – Συνέντευξη της Ελευθερίας Πορτέλλου – Φράγκου
Κυριακή 14 Μαΐου: Αντιστασιακές δράσεις στην κατοχική Χίο – Η μαρτυρία του ΕΑΜίτη Δημήτρη Κουσκουσάκη
Συγκεντρωτικά όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Έφυγε το 1942 από την Ικαρία και έφτασε μέχρι την Αίγυπτο. Η Καίτη Φράγκου – Ζηκίδη, συνταξιούχος εκπαιδευτικός σήμερα, μας διηγείται την προσφυγική της διαδρομή.
-Πότε φύγατε από την Ικαρία και γιατί;
-Φύγαμε από την Ικαρία τη Μεγάλη Παρασκευή του 1942 από το «Σκαλί» του Κάμπου, η οικογένεια της μητέρας μου, μέρος της οικογένειας του πατέρα μου και αρκετοί άλλοι και ο βασικός λόγος ήταν η πείνα. Είχαμε τον πατέρα μετανάστη στις ΗΠΑ και το θείο ναυτεργάτη στους Εγγλέζους και πιστεύαμε ότι ίσως τους βρίσκαμε.
Ο ιδιοκτήτης του καϊκιού λεγόταν Μουσούλης και είχε 33 άτομα μπάρκο. Μεταξύ μας ταξίδευαν ο γιατρός Ζαχαριάδης, οι δύο κόρες του τελώνη Ευδήλου, η Γραμματική Τουρβά και ο σύζυγός της Γιάννης Μουσούλης (μπαρμπακαράγιαννης), αρκετοί από τη Μεσσαριά (περιοχή της Ικαρίας).
-Πήγατε με προφυλάξεις στο σημείο αναχώρησης, αφού οι Ιταλοί απαγόρευαν τα ταξίδια;
-Πήγαμε ξεχωριστά τα μικρά, που περπατήσαμε μέσα από το χωριό του Εύδηλου και από έξω από το χωριό οι μεγάλοι για να μην φανεί η ομαδική μετακίνηση και μας καταλάβουν οι Ιταλοί.
-Υπήρχε αμοιβή για το βαρκάρη;
-Ο βαρκάρης πήρε αμοιβή, θυμάμαι από εμάς μία χρυσή λίρα. Φύγαμε μέρα μεσημέρι γιατί είχε άδεια μεταφοράς κλαδιών από τους Ιταλούς. Με τέσσερα κουπιά που τραβούσαν παλικάρια ( τη μηχανή την άφησε στην Ικαρία, μήπως την ξαναβρεί), φτάσαμε στην Τουρκία την άλλη μέρα το βράδυ. Δεν ξέρω αν η άφιξη έγινε σκόπιμα και με καθυστέρηση, ώστε να γίνει βράδυ για να μην μας εντοπίσουν.
-Ποια ήταν η πρώτη επαφή με τους Τούρκους;
-Από εκεί άρχισε μία θαλάσσια περιπέτεια 12 – 13 ημερών, αφού τα τουρκικά φυλάκια δεν μας άφηναν να αποβιβαστούμε και επειδή είχαμε βάρκα μας καλούσαν να γυρίσουμε πίσω. Άλλοι το έκαναν ευγενικά, αφού μας έδιναν τρόφιμα και νερά και άλλοι με κλεψιά.
Υπήρξε περιστατικό που μπήκαν στη βάρκα και αφού έβγαλαν τους άντρες έξω, τράβηξαν τα σκουλαρίκια από τα αυτιά των γυναικών. Η μάνα μου πρόλαβε και έκρυψε τη βέρα και καιό,τι άλλο είχε σε ένα μαντηλάκι και μετά στην κουπαστή της βάρκας.
Πηγαινοερχόμασταν συνέχεια Τσεσμέ – Κουσάντασι και πάλι Τσεσμέ κατά μήκος της παραλιακής ζώνης. Ένα βράδυ μας άφησαν να μείνουμε σε ένα χάνι στο Κουσάντασι και εκεί οι ελληνικές προξενικές αρχές μας συμβούλεψαν την άλλη μέρα να μείνουμε στα ανοιχτά όπου θα πέρναγε καΐκι από τον Τσεσμέ για την Κύπρο με Έλληνες πρόσφυγες και θα μετεπιβιβαζόμασταν εν πλω. Δεν ξέρω αν εμείς κάναμε λάθος, αλλά αυτό δεν συνέβη. Απογοητευτήκαμε και ξαναπιάσαμε παράλια. Έφυγαν δύο για να ενημερώσουν και τους χάσαμε, μάθαμε ότι έφτασαν τελικά στη Μέση Ανατολή.
Κάποια στιγμή ανεβήκαμε για ξεκούραση σε μία βραχονησίδα και επειδή είχε κλαδάκια ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. Μας εντόπισε ένα τούρκικο φυλάκιο και ήρθαν με βάρκα, μας πήραν ξεχωριστά στην αρχή τους άνδρες και μετά τα γυναικόπαιδα.
Βρεθήκαμε όλοι μαζί σε ένα καλύβι και εκεί μας πρόσφεραν πληγούρι και ένα τουρκάκι έπαιζε μπαγλαμαδάκι. ‘Όταν γυρίσαμε στη βάρκα στην οποία είχε μείνει ο παππούς Καραγιάννης που ήξερε και λίγα τούρκικα μας είπε «σσσσσς». Όσοι ώρα λείπαμε άλλοι Τούρκοι είχαν πάει και είχαν κλέψει τα λιγοστά ρούχα και μπογαλάκια που είχαμε.
Η περιπλάνηση συνεχίστηκε, τα βράδυ στις ακτές κατέβαιναν τσακάλια, τρόφιμα δεν είχαμε, τρώγαμε πεταλίδια, σκάβαμε στις ακτές να βρούμε νερό που να μην είναι και τόσο αλμυρό.
Τελικά φτάσαμε στον Κάβο Κόρακα όπου αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε τη βάρκα και να ξεκινήσουμε τον ποδαρόδρομο, σκορπισμένοι ανά οικογένεια για να μην δίνουμε στόχο, αλλά σε αποστάσεις που να μπορούμε να έχουμε επαφή.
Εγώ είχα πιαστεί μέσα στη βάρκα και με έβγαλε η μάνα μου σηκωτή και με κουβάλησε στην πλάτη του ο Ανδρέας Μελαχροινός. Κάποτε φτάσαμε σε μια στάνη, ένα τυροκομιό τούρκικο, όπου ο Τούρκος μας έδωσε τσίρο (το κατακάθι μετά το στράγγισμα του τυριού).
Δεν ξέρω πώς, βρέθηκε ένα φορτηγό και μας πήγαν στον αστυνομικό σταθμό της περιοχής όπου μας κατέγραψαν και μετά μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί κοιμηθήκαμε στρωματσάδα σε ένα χάνι, όπου υπήρχαν και άλλοι πρόσφυγες.
Θυμάμαι γιατί είχε πάει πριν από μας, ήταν ένας από το Καραβόσταμο με το παρατσούκλι Κολοφάνης (νομίζω Κούβαρης το επίθετο) που δούλευε στην προετοιμασία και διανομή του συσσιτίου (Σημείωση του ert.gr: o «Koλοφάνης» αναφέρεται και σε άλλη μαρτυρία).
Το φαγητό ήταν κουκιά, φασόλια, σύκα, όχι κατάλληλο για πεινασμένους όπως εμείς και γενικά κακής ποιότητας και δημιουργούσε γαστρεντερολογικά προβλήματα. Εγώ αρνήθηκα να φάω.
Είχαμε την ελευθερία κίνησης στην πόλη και με πήγε η μάνα μου σε ένα γαλατάδικο για να με ταΐσει ρυζόγαλο και επειδή δεν είχαμε λεφτά πήγε να δώσει τη βέρα. Εκεί το αντελήφθη ένας γραβατωμένος κύριος που ήταν Έλληνας της υπηρεσίας προσφύγων, επενέβη και πλήρωσε τα ρυζόγαλα και γλίτωσε τη βέρα.
-Ποια ήταν η συνέχεια;
-Επόμενος σταθμός μας ήταν η λουτρόπολη Λίσα κοντά στον Τσεσμέ, που τότε δεν είχε τουριστική κίνηση και οι υπηρεσίες στήριξης των προσφύγων νοίκιασαν δωμάτια και μείναμε. Και εκεί η σίτιση γίνονταν με διανομή συσσιτίου.
Θυμάμαι ότι υπήρχαν και Χιώτες. Στα Λίσα είχαμε πρόβλημα με τις ψείρες, γυαλίζανε οι μπούκλες από τις ψείρες, οι οποίες περπατούσαν στα σανίδια σε ουρά, όπως τα μυρμήγκια.
Η μάνα μου που ήταν νοσοκόμα μας συμβούλεψε λίγο πριν περάσει ο γιατρός για επιθεώρηση να ξυστούμε πολύ εκεί που μας έτρωγαν οι ψείρες για να κοκκινίσουμε. Έτσι κάναμε και είπε του γιατρού ότι έχουμε ψωρίαση.
Τότε μας έστειλαν σε ένα καλυβάκι και μετά σε ένα σπιτάκι. Εκεί περάσαμε καλά και όταν έρχονταν ο γιατρός βάζαμε πριν θειούχα αλοιφή για να μας βλέπει πασαλειμμένες. Η μάνα μου φοβήθηκε ότι κάτι άλλες κοπέλες ίσως είχαν αφροδίσια νοσήματα και αποφασίσαμε να φύγουμε. Πήγαμε πάλι στα Λίσα και μετά στον Τσεσμέ.
-Πού μείνατε εκεί;
-Εκεί μείναμε σε στρατόπεδο προσφύγων σε σκηνές, σε ένα λόφο που εκεί ήταν πρώτα στρατιωτικός τόπος εκπαίδευσης, σε πετρώδες έδαφος. Οι συνθήκες εκεί ήταν κακές και είχαμε και πολλούς θανάτους γερόντων από κακουχίες, μολύνσεις, τυφοειδή πυρετό, κακή διατροφή. Εκεί έχασαν τα παιδιά τους ο Γιώργος Φουντούλης και η σύζυγός του Θεοδοσία.
Τα χαντάκια που είχαν σκάψει για εκπαίδευση οι στρατιώτες πριν πάμε εμείς ήταν οι ανοιχτοί αγωγοί των ακαθαρσιών από τις τουαλέτες που είχαν στηθεί ακριβώς από πάνω τους.
Θάβαμε τους νεκρούς μας σε χώρο εντός του στρατοπέδου, κανονικά με χριστιανική ταφή και σταυρό, αλλά επειδή το έδαφος ήταν βραχώδες δεν σκάβαμε μνήμα, αλλά τους κάναμε «βουναλάκια» με χώμα. Έρχονταν τα τσακάλια το βράδυ και τους ξέθαβαν.
Για να πάμε στην πόλη περνάγαμε από την πύλη, όπου ο σκοπός ένα 20χρονο τουρκάκι αρπάζονταν συχνά με τους δικούς μας, λόγω της Μικρασιατικής καταστροφής.
Σιγά – σιγά το στρατόπεδο άδειαζε αφού όλοι προσπαθούσαν να μείνουν στην πόλη, σε σπίτια νοικιασμένα από τις υπηρεσίες στήριξης των προσφύγων.
Εμείς φύγαμε λαθραία από κάτι κομμένα σύρματα και μείναμε στο σπίτι του Αλή, θα είχε προηγηθεί προσυνεννόηση. Ήταν Τουρκοκρητικός που είχε πάει εκεί με την ανταλλαγή.
Παίρναμε επίδομα σίτισης (η μητέρα ως νοσοκόμα στις δομές στήριξης προσφύγων, έπαιρνε περισσότερο) και δουλεύαμε στους αγρούς του Αλή, στα πορτοκάλια και τα καπνά. Ενσωματωθήκαμε χωρίς πρόβλημα στην τοπική κοινωνία. Η γυναίκα του Αλή όταν ήταν με μας έβγαζε τη μαντήλα και τη φόραγε όταν ήταν με Τούρκους. Έτσι πήγαμε μέχρι τον Οκτώβρη του 1942.
-Τι άλλο θυμόσαστε από εκείνη την περίοδο;
-Είχα και μία φιλενάδα Τουρκάλα που μου έφερνε γλυκά και κάποτε που έγινε ο γάμος μίας φίλης της με πήρε στο γάμο και με αποδέχτηκαν και οι άλλες κοπέλες. Εκεί το γαμήλιο γλέντι γίνονταν ξεχωριστά οι άνδρες και ξεχωριστά οι γυναίκες και κάποια στιγμή ερχόταν ο γαμπρός με φίλους του και έπαιρνε τη νύφη.
Εγώ ήμουν αλλιώτικα ντυμένη, αλλά με άφησε η μάνα μου να πάω και με αποδέχτηκαν. Βλέπουμε και σήμερα να συμβαίνουν τέτοια περιστατικά.
ΤΕΛΟΣ Α΄ ΜΕΡΟΥΣ
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Διαβάστε στο ert.gr κάθε μέρα λίγο μετά τις 7πμ
Κυριακή 7 Μαΐου: Καίτη Φράγκου – Ζηκίδη: Η προσφυγοπούλα νοσοκόμα στο στρατόπεδο του Νουσεϊράτ (β΄μέρος)
Δευτέρα 8 Μαΐου: Η συμβολή της Λήμνου στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Τρίτη 9 Μαΐου: Aστυπάλαια: Πεδίο μαχών και επιχειρήσεων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Τετάρτη 10 Μαΐου: Η αντιστασιακή δράση του πρόσφυγα Πέτρου Ανδριώτη στα χρόνια της κατοχής
Πέμπτη 11 Μαΐου: Σύρος: Η κατοχή και η λιμοκτονία στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Παρασκευή 12 Μαΐου: OENO: «Όλα τα πλοία εν κινήσει»
Σάββατο 13 Μαΐου: Πρόσφυγας πολέμου το 1942 στην Αβησσυνία – Συνέντευξη της Ελευθερίας Πορτέλλου – Φράγκου
Κυριακή 14 Μαΐου: Αντιστασιακές δράσεις στην κατοχική Χίο – Η μαρτυρία του ΕΑΜίτη Δημήτρη Κουσκουσάκη
Συγκεντρωτικά όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr