Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Για την… κρίση ρε γαμώτο

του Χάρη Σαββίδη, δημοσιογράφου μέλους της ΕΣΗΕΑ, άρθρο που περιέχεται στο νέο τεύχος νο45 των Financial Crimes, που μόλις κυκλοφόρησε. Γιατί το «όλοι μαζί» είναι παραμύθι «Για την… κρίση ρε γαμώτο» Το τελευταίο διάστημα γράφονται και ακούγονται φράσεις όπως «τα αιτήματα των αγροτών δεν τα αντέχει η οικονομία μας»» ή «αν δεν μειωθεί το έλλειμμα θα αυξηθεί το spread στα ομόλογά μας» ή «τα fund θα φύγουν από το χρηματιστήριό μας». Τελευταία, μάλιστα, πέφτουν βόμβες οι εκκλήσεις κυβερνητικών στελεχών και της δημοσιογραφικής ελίτ, του στυλ: «εμείς πρέπει να πιούμε το ποτήρι μέχρι τέλους. Εμείς το γεμίσαμε. Εμείς πρέπει να το αδειάσουμε» και ότι «εάν αντιδρούμε στις θυσίες ρίχνουμε νερό στο μύλο των κερδοσκόπων», που τελικά συμπυκνώνονται στο… «όλοι μαζί, για την κρίση ρε γαμώτο». Θέλω να σταθώ σε αυτό το «μας» και το «όλοι μαζί». Ειδικά στον προφορικό λόγο περνά συνήθως απαρατήρητο –γι’ αυτό και χρησιμοποιείται περισσότερο. Ακόμα και στην έντυπη δημοσιογραφία, συχνά ο αναγνώστης δεν συνειδητοποιεί την παρουσία του. Κι όμως, αποτελεί μια ξεκάθαρη δήλωση του δημοσιογράφου ότι δεν είναι αντικειμενικός – ότι ανήκει σε κάποια ομάδα, στην οποία θεωρεί συλλήβδην ότι συμμετέχει και ο αναγνώστης. Η συνηθέστερη χρήση γίνεται σε αθλητικές ειδήσεις που αφορούν κάποια εθνική ομάδα («ο παίκτης μας», «η ομάδα μας» κλπ), ή κάποια ομάδα από την Ελλάδα στις διεθνείς διοργανώσεις. Θεωρώντας ότι κάθε ελληνόφωνος (κι άρα εν δυνάμει αναγνώστης ή ακροατής) υποστηρίζει την εθνική Ελλάδας, ο δημοσιογράφος κάνει μια λεκτική υπέρβαση την οποία θα απέφευγε εάν επρόκειτο για κάποιον σύλλογο στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ακόμα και οι αθλητικές εφημερίδες με ξεκάθαρη οπαδική ταυτότητα δεν τολμούν να υιοθετήσουν τον πρώτο πληθυντικό στα ρεπορτάζ τους. Ο Πρωταθλητής δεν θα γράψει «πήρα‘με’ μια ακόμα κούπα» στο πρωτοσέλιδο της τελευταίας αγωνιστική και το Star δεν θα υποστηρίξει «η διαιτησία ‘μας’ αδίκησε». Προτιμούν να διατηρούν αυτή την επίφαση αντικειμενικότητας, ακόμα και αν είναι ξεκάθαρα τα πιστεύω τους. Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι τυχαία. Μια δεύτερη ανάγνωση θα αποκαλύψει αμέσως στον αναγνώστη ότι είμαι Ολυμπιακός. Στη γραφή δεν υπάρχει αφηρημένα «αντικειμενικότητα» και «αμεροληψία». Ακόμα και σε αδιάφορα για τους παρατηρητές γεγονότα, όπως ένα τρακάρισμα, οι αυτόπτες μάρτυρες έχουν διαφορές στις διηγήσεις τους. Στα κείμενα περνάνε, εσκεμμένα ή υποσυνείδητα, οι προσωπικές απόψεις του συγγραφέα. Η λογική ότι ο δημοσιογράφος οφείλει απλά να καταγράφει ψυχρά τα γεγονότα, που υιοθετεί η αγγλοσαξονική σχολή (στο Χάρβαρντ διδάσκουν ότι ο δημοσιογράφος δεν πρέπει καν να ψηφίζει για να είναι αντικειμενικός) είναι εξίσου παραπλανητική με την χρήση του πρώτου πληθυντικού. Στην ηπειρωτική Ευρώπη ο ρόλος της δημοσιογραφίας στις επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα είχε ως αποτέλεσμα το «αγαθό» της ενημέρωσης να γεννηθεί με όρους πολιτικούς και όχι αγοραίους. Υπόδειγμα για τον ευρωπαϊκό Τύπο υπήρξαν οι εφημερίδες των Ιακωβίνων ή οι προκηρύξεις της Φιλικής Εταιρείας, που… ευτυχώς αδιαφορούσαν για την «αντικειμενικότητα». Αλλά αυτό το «ευτυχώς», κρύβει πάλι μια υποκειμενική τοποθέτηση – αλήθεια ποιος μπορεί να υπερασπιστεί την στρατευμένη δημοσιογραφία, που υποκύπτει στην προπαγάνδα; Ο ρόλος της επικοινωνίας στην ταξική πάλη έγινε σαφέστερα αντιληπτός στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Όμως και αυτό είναι μια υποκειμενική άποψη, καθώς πολλοί αμφισβητούν ακόμα και την ύπαρξη της έννοιας «ταξική πάλη». Γίνεται αντιληπτό ότι κάθε άποψη φέρει μοιραία την οπτική γωνία του συγγραφέα της. Αντικειμενική δημοσιογραφία δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι δημοσιογράφοι είναι να παραμένουν ειλικρινείς, απέναντι στις αρχές που επικοινωνούν με σαφήνεια στον αναγνώστη ότι υιοθετούν. Όταν διαβάζει κανείς την κριτική διαιτησίας σε μια οπαδική αθλητική εφημερίδα ή την περιγραφή μιας προεκλογικής συγκέντρωσης σε μια παραταξιακή πολιτική εφημερίδα, γνωρίζει ότι ο δημοσιογράφος έχει συγκεκριμένη ταυτότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις ακόμα και τα «μας» επιτρέπονται αλλά αρκετοί οι δημοσιογράφοι τα αποφεύγουν. Τα υιοθετούν, αντίθετα, όταν θέλουν να παραπλανήσουν τον αναγνώστη. Να αποσπάσουν την σιωπηλή συναίνεσή του για μια «θολή» ταυτότητα, που επιμελώς αποφεύγουν να περιγράψουν αναλυτικότερα. Τις αντοχές της οικονομίας «μας» τις θεωρούν δεδομένες όταν πρόκειται να σωθούν τράπεζες. Στις ίδιες αυτές τράπεζες συχωρούν την τοκογλυφία με τα ομόλογά «μας» (δανείζονται με 1% από την ΕΚΤ για να δανείσουν με 7,5% το Ελληνικό Δημόσιο). Το χρηματιστήριό «μας» ξεχνούν ότι είναι «γρανάζι» του παγκόσμιου μηχανισμού, η χρεοκοπία του οποίου γέννησε την κρίση. Τελικά, η εικόνα που μεταδίδουν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά στις ελπίδες που μεταφέρονται από την κυβέρνηση και τους τραπεζίτες μέσα από τα “μεγάφωνα” των media. Γι’ αυτό τα διάφορα γλυκερά, «μας», «εμείς», «όλοι μαζί» για την κρίση, που λένε χέρι-χέρι θύματα και θύτες, αγκαζέ άνεργοι και τραπεζίτες, παρέα ο εργαζόμενοι και εργοδότες, είναι παραμύθια της Χαλιμάς. Λες και πριν μοιραζόμασταν τα κέρδη «τους», για να μοιραστούμε τώρα τις ζημιές «τους». Θυμίζουν, έτσι, περίφημα ανέκδοτα της Ιστορίας, ειδυλλιακών ρεπορτάζ την παραμονή μιας μεγάλης θύελλας. Τέτοιους δημοσιογράφους θα διάβαζε η Μαρία Αντουανέτα, όταν πρότεινε να δώσουν στο πεινασμένο πλήθος παντεσπάνι… Κι όμως! Και αυτό δεν είναι παρά ένα περιβόητο δημοσιογραφικό κλισέ!!!