...αναδημοσίευση από το www.ertnews.gr...
Βλέπετε η νησιωτική Ελλάδα με εξαίρεση λόγω μεγέθους την Κρήτη, δεν προσφέρονταν για αντάρτικο αγώνα αφού τα νησιά περικυκλωμένα από θάλασσα και ουρανό δεν άφηναν περιθώρια ελιγμών διαφυγής και ικανοποιητικής απόκρυψης. Το παράτολμο ταξίδι έμοιαζε η μόνη ελπίδα επιβίωσης. Εστιάζουμε στη διαφυγή μίας επταμελούς οικογένειας από την Ικαρία.
Μπροστά στην απειλή της πείνας η οικογένεια του Γιώργου Μάζαρη με τη σύζυγό του Ελένη και τα παιδιά τους Μιχάλη, Δημήτρη, Μερόπη, Ηλέκτρα και Ευδοκία, αποφάσισε να κάνει το προσφυγικό ταξίδι με στόχο αρχικά τα παράλια της Τουρκίας και μετά τη Μέση Ανατολή.
Στην προπολεμική του ζωή ο Γιώργος Μάζαρης ήταν ναυτικός, είχε καΐκι και έκανε εμπόριο και όπως όλοι οι ομοιοεπαγγελματίες του μικρή σχέση είχαν με τη γη με αποτέλεσμα στις νησιωτικές κοινωνίες της κατοχικής περιόδου να είναι αυτοί που χτυπήθηκαν πιο γρήγορα από την πείνα, καθώς οι αγρότες είχαν κάποιες έστω και λίγες δυνατότητες μικροκαλλιεργειών.
Το ψάρεμα και η ναυσιπλοΐα απαγορεύονταν εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις με ειδικές άδειες και φορολόγηση σε είδος από τους κατακτητές που ήθελαν να τραφούν και οι δικές τους δυνάμεις.
Η οικογένεια αρνιόταν να μιλήσει για την προσφυγική της περιπέτεια στους απογόνους της με την ίδια στερεότυπη φράση που έλεγαν όλοι τους, «δεν θέλω να μιλώ γι΄ αυτά» που έλεγαν τα τότε μικρά προφυγόπουλα στα παιδιά τους όταν με τη σειρά τους έγιναν γονείς. Έτσι όταν αυτή η γενιά έφυγε από τη ζωή, στα έγγραφά τους αποκαλύφτηκαν χρήσιμες λεπτομέρειες για το προσφυγικό τους ταξίδι.
Από τα έγγραφα προκύπτει ότι η φυγή έγινε τέλος 1941 – αρχές 1942. Συγκεκριμένα προκύπτει από το ότι το σχολικό λεύκωμα της Ηλέκτρας Μάζαρη σταματάει το Δεκέμβρη του 1941, ενώ τα προσφυγικά χαρτιά ξεκινούν την άνοιξη του 1942 στον Τσεσμέ.
Η φυγή έγινε με τη βάρκα της οικογένειας τον «Ατλαντικό», στα κρυφά αφού οι διαφυγές ήταν απαγορευμένες από τους Ιταλούς που κατείχαν το νησί και τους Γερμανούς που επόπτευαν το πέρασμα μεταξύ Χίου και Σάμου που είχαν στο δικό τους έλεγχο. Η οικογένεια ήταν «τυχερή» γιατί είχε δικιά της βάρκα, ενώ άλλοι έφυγαν πληρώνοντας (σε χρήμα ή σε είδος κοσμήματα, ραπτομηχανές, ζώα, κλπ) βαρκάρηδες για να τους κάνουν το πέρασμα. Άλλοι τα κατάφεραν και έφτασαν και άλλοι όχι αφήνοντας τη ζωή τους στα παγωμένα νερά του Αιγαίου ή στα εκτελεστικά αποσπάσματα των δυνάμεων κατοχής όταν τους έπιαναν. Βλέπετε οι Γερμανοί ήξεραν ότι όσοι περάσουν απέναντι θα ενίσχυαν το συμμαχικό στρατό, οι άνδρες ως μάχιμοι, οι γυναίκες σε υποστηρικτικές θέσεις (πολλές έγιναν νοσηλεύτριες σε στρατιωτικά και προσφυγικά νοσοκομεία).
Επίσης δεν ήθελαν να φύγουν εργατικά χέρια από τα νησιά για να καρπώνονται μέρος της παραγωγής τους. Μόνο από το 1943 και μετά με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών και με τις ασθένειες να θερίζουν τους υποσιτισμένους, με αποτέλεσμα, όπως προέκυψε και από υποκλοπή σημάτων από την αντικατασκοπεία να έχουν κάνει πολλές φορές τα στραβά μάτια για να γλιτώσουν από ασθενικούς και αντιπαραγωγικούς κουρελήδες.
Επιστρέφουμε στη φυγή της οικογένειας Μάζαρη από τον Εύδηλο Ικαρίας. Το ταξίδι ήταν λοιπόν επικίνδυνο και εκτεθειμένο στον καιρό και τους κατακτητές. Η διαδρομή διήρκεσε 17 ώρες με κωπηλασία των αντρών της οικογένειας, συγκεκριμένα των παιδιών Δημήτρη και Μιχάλη και με μικρές αντικαταστάσεις τους από τα μικρότερα από αυτούς κορίτσια και τον ταλαιπωρημένο από προβλήματα υγείας πατέρα. Λιγοστές προμήθειες σε νερό και τρόφιμα και λιγοστά υπάρχοντα ήταν ό,τι κουβαλούσε η οικογένεια.
Το καλοκαίρι του 1942 στις 26 Ιουλίου, ο αρχηγός της οικογένειας Γιώργος Μάζαρης απεβίωσε στο προσφυγικό στρατόπεδο του Τσεσμέ, από την ταλαιπωρία διαρκείας που είχε υποστεί. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν ένα από τα πολλά θύματα όχι της πείνας αλλά του φαγητού. Οργανισμοί εξασθενημένοι από τον μακράς διαρκείας υποσιτισμό, όταν ξαφνικά έβρισκαν φαγητό και έτρωγαν σε ποσότητες, ο οργανισμός τους δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ειδικά και όταν η ποιότητα του φαγητού ήταν αμφιλεγόμενη στα προσφυγικά στρατόπεδα.
Θυμηθείτε όσοι/ες σας φαίνεται παράξενο ότι στην ειδησεογραφία πάντα βλέπουμε ότι η διακοπή μίας απεργίας πείνας γίνεται με σταδιακή σίτιση του απεργού με ήπιο τρόπο και τροφές που δεν θα του δημιουργήσουν θέματα μέχρι να ανακάμψει σταδιακά.
Θάφτηκε με πρόχειρο τρόπο και ο τάφος του αποτυπώθηκε με σχεδιάγραμμα καθώς οι Τούρκοι δεν άφηναν να γίνουν ταφικά μνημεία, ειδικά με σταυρό για να μην θεμελιωθούν δικαιώματα για τους πρόσσφυγες.
Η παραμονή προσφύγων στην Τουρκία εκείνη την περίοδο ήταν πολύμηνη, καθώς δεν είχε ηττηθεί ακόμα ο Ρόμελ στην Αφρική, συνεπώς η μετακίνησή τους προς τη Μέση Ανατολή και χώρες της Αφρικής ήταν επισφαλής, μέχρι το φθινόπωρο του 1942 που η μάχη στο Ελ Αλαμέιν έκρινε την εξέλιξη, αφού μέχρι τότε δεν ήταν δεδομένο ποιος θα είχε το πάνω χέρι στην περιοχή. Συνεπώς η μακρά παραμονή σε συνθήκες προσφυγικών στρατοπέδων σε πληθυσμούς ήδη υποσιτισμένους, ταλαιπωρημένους και με ανεπαρκή υγειονομική κάλυψη επιδείνωσε το γενικό δείκτη υγείας τους.
Η οικογένεια μαζί με άλλους Έλληνες, μετά από στάση στη Συρία και στο Χαλέπι όπου ήταν το προσφυγικό κέντρο που διαμοίραζε τους πρόσφυγες σε χώρες και περιοχές, έφτασε στο Λίβανο, όπου τα αγόρια συμμετείχαν στον πόλεμο σαν ναύτης στο πολεμικό ναυτικό ο Δημήτρης και σαν ναυτεργάτης στις νηοπομπές ο Μιχάλης που επιβίωσε από τρείς τορπιλισμούς. Μεταπολεμικά ο Δημήτρης έγινε φιλόλογος και ο Μιχάλης μηχανικός στα καράβια.
Οι γυναίκες έμειναν σε ξενοδοχείο για πρόσφυγες στο Λίβανο και τα κορίτσια συνέχισαν εκεί το σχολείο, το οποίο το ολοκλήρωσαν μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Η επιστροφή τους έγινε το 1945 με την πρώτη καραβιά προσφύγων από την Ελλάδα, που επέστρεψε τον Απρίλιο του 1945 την Μ. Εβδομάδα με ταξίδι σε θάλασσες από τις οποίες δεν είχαν ακόμα καθαριστεί τα ναρκοπέδια.
Έρευνα: Νάσος Μπράτσος
φωτο από την παραμονή στο Λίβανο στο ξενοδοχείο προσφύγων και σε βόλτες με συντοπίτες στρατευμένους