...αναδημοσίευση από το ert.gr...
Ήταν μέσα στους χιλιάδες Έλληνες που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οδήγησε στην προσφυγιά και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην Κύπρο, που αποδείχτηκε φιλόξενη αγκαλιά.
Μιλάμε για την οικογένεια Μισιρλή από τη Χίο και στην οποία είχαμε αναφερθεί με την παρουσίαση της μαρτυρίας του Απόστολου Μισιρλή, σε εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» στο Δημαρχείο Περάματος.
Σήμερα συμπληρώνουμε τη μαρτυρία με ντοκουμέντα από το αρχείο της οικογένειας, την οποία και ευχαριστούμε. Αρχικά με την ημερομηνία επιστροφής που ήταν αρχές Ιανουαρίου 1946 η έναρξη της διαδικασίας και Φεβρουάριος 1946 (15-19/02/1946) ο επαναπατρισμός. Το πλοίο «Τριπολιτάνια», ήταν αυτό, που όπως και σε άλλα ταξίδια εκείνη την εποχή, ήταν γεμάτο με πρόσφυγες. Το ημερολόγιο ήταν του Σταμάτη Μισιρλή, πατέρα της οικογένειας που διατέλεσε χρέη στρατιωτικού διοικητή προσφύγων, στο Ξηρό και στο Ζύγι.
Ακολουθούν φωτογραφίες από την περίοδο της διαβίωσης στην Κύπρο.
Στην ανάρτηση με τίτλο: Το προσφυγικό ταξίδι του Α. Μισιρλή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε παρουσιάσει τις μαρτυρίες των παιδιών του Σταμάτη Μισιρλή, του Απόστολου Μισιρλή, που είχε μιλήσει στη σχετική εκδήλωση, αλλά και χειρόγραφο ημερολόγιο του Δημήτρη Μισιρλή.
Στην παρέμβασή του ο Α. Μισιρλής είχε πει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Περίπου το 50%, των εκατοντάδων που ξεκινήσαμε – εκείνη την ημέρα – από την Τουρκία για την Κύπρο, φτάσαμε ζωντανοί.
Εγώ είχα πατέρα που ήδη υπηρετούσε ως αξιωματικός στη Μέση Ανατολή και φύγαμε η μητέρα μου, η αδελφή μου 5 ετών, ο αδελφός μου 13 ετών, εγώ και άλλα συγγενικά πρόσωπα, αφού πρώτα κάναμε οικογενειακή σύσκεψη για το αν θα φεύγαμε ή όχι.
Φύγαμε από την παραλία στην περιοχή της Καλαμωτής με μία βάρκα που τη βρήκαμε καμουφλαρισμένη με φύκια.
Την τελευταία στιγμή ήρθε ένας που δεν τον περιμέναμε και δεν μπόρεσε να επιβιβαστεί γιατί ήδη η βάρκα ήταν υπερπλήρης και απείλησε ότι θα μας καταδώσει. Ίσως και να το έκανε γιατί μας εντόπισε με προβολέα μία γερμανική ακταιωρός, αλλά δεν μας πείραξε. Στη βιασύνη μας έσπασε το ένα από τα τέσσερα κουπιά.
Φτάνοντας στην Τουρκία, κρυφτήκαμε σε μία σπηλιά στις βραχώδεις ακτές της Τουρκίας και έτσι δεν μας εντόπισε η τουρκική ακταιωρός που περιπολούσε.
Το επόμενο πρωί, περάσαμε ένα απότομο ύψωμα με αγκάθια και τελικά φτάσαμε σε μια παραλία όπου μας ενημέρωσαν ότι αν έβρισκαν κάτι πολύτιμο επάνω μας, θα είχαμε συνέπειες. Τότε, η μάνα μου τρομοκρατημένη, προτίμησε να πετάξει στη θάλασσα ένα σακούλι με μαστίχα που είχε μαζί της, προκειμένου να την ανταλλάξει για να μας εξασφαλίσει λίγα τρόφιμα. Στη συνέχεια ενωθήκαμε και με άλλους πρόσφυγες και οδηγηθήκαμε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων.
Οι Τούρκοι ζητούσαν το θείο μου τον Παναγιώτη Αυγουλά που ήταν μαζί μας αλλά δεν τον μαρτύρησε κανείς παρά τις απειλές.
Μας βάλανε σε δύο πλοία (εκατοντάδες πρόσφυγες) για να μας στείλουν στην Κύπρο, εμείς μπήκαμε σε ένα παλιό και σάπιο πλοίο, το άλλο ήταν ολοκαίνουργιο. Το καλό πλοίο έπεσε σε ξέρα και ναυάγησε, οι πιο πολλοί πνίγηκαν και σώθηκαν ελάχιστοι που τους μαζέψαμε εμείς και θυμάμαι ακόμα να στάζουν τα νερά από τα μαλλιά και τα ρούχα τους.
Κάποια στιγμή μας έκαναν σινιάλο οι Τούρκοι να σταματήσουμε, δεν το καταλάβαμε και άρχισαν τους πυροβολισμούς από τους οποίους σκίστηκε το πανί. Ήρθαν έκαναν έλεγχο μας είδαν να ταξιδεύουμε κάτω από τραγικές συνθήκες και μας άφησαν. Με σκισμένο πανί και μηχανή που κάποια στιγμή πήρε φωτιά συνεχίσαμε για την Κύπρο. 24 ώρες περιμέναμε να φύγει ένα υποβρύχιο για να μην μας εντοπίσει το οποίο, εν τέλει, απεδείχθη ότι ήταν βραχονησίδα στα ανοιχτά της Μεγαλονήσου. Μετά από 12 μέρες ταξίδι φτάσαμε στην Κύπρο και μείναμε αρχικά στο Ακάκι, μετά στο Ξηρό, και τέλος στο Ζύγι».
Tα υλικά αυτά αποτελούν προδημοσίευση υλικού από τη Β’ και εμπλουτισμένη έκδοση του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Εκδόσεις «Νότιος Άνεμος», ISBN 978-960-9511-56-8.
Ήταν μέσα στους χιλιάδες Έλληνες που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οδήγησε στην προσφυγιά και στη συγκεκριμένη περίπτωση στην Κύπρο, που αποδείχτηκε φιλόξενη αγκαλιά.
Μιλάμε για την οικογένεια Μισιρλή από τη Χίο και στην οποία είχαμε αναφερθεί με την παρουσίαση της μαρτυρίας του Απόστολου Μισιρλή, σε εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» στο Δημαρχείο Περάματος.
Σήμερα συμπληρώνουμε τη μαρτυρία με ντοκουμέντα από το αρχείο της οικογένειας, την οποία και ευχαριστούμε. Αρχικά με την ημερομηνία επιστροφής που ήταν αρχές Ιανουαρίου 1946 η έναρξη της διαδικασίας και Φεβρουάριος 1946 (15-19/02/1946) ο επαναπατρισμός. Το πλοίο «Τριπολιτάνια», ήταν αυτό, που όπως και σε άλλα ταξίδια εκείνη την εποχή, ήταν γεμάτο με πρόσφυγες. Το ημερολόγιο ήταν του Σταμάτη Μισιρλή, πατέρα της οικογένειας που διατέλεσε χρέη στρατιωτικού διοικητή προσφύγων, στο Ξηρό και στο Ζύγι.
Ακολουθούν φωτογραφίες από την περίοδο της διαβίωσης στην Κύπρο.
Στην ανάρτηση με τίτλο: Το προσφυγικό ταξίδι του Α. Μισιρλή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε παρουσιάσει τις μαρτυρίες των παιδιών του Σταμάτη Μισιρλή, του Απόστολου Μισιρλή, που είχε μιλήσει στη σχετική εκδήλωση, αλλά και χειρόγραφο ημερολόγιο του Δημήτρη Μισιρλή.
Στην παρέμβασή του ο Α. Μισιρλής είχε πει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Περίπου το 50%, των εκατοντάδων που ξεκινήσαμε – εκείνη την ημέρα – από την Τουρκία για την Κύπρο, φτάσαμε ζωντανοί.
Εγώ είχα πατέρα που ήδη υπηρετούσε ως αξιωματικός στη Μέση Ανατολή και φύγαμε η μητέρα μου, η αδελφή μου 5 ετών, ο αδελφός μου 13 ετών, εγώ και άλλα συγγενικά πρόσωπα, αφού πρώτα κάναμε οικογενειακή σύσκεψη για το αν θα φεύγαμε ή όχι.
Φύγαμε από την παραλία στην περιοχή της Καλαμωτής με μία βάρκα που τη βρήκαμε καμουφλαρισμένη με φύκια.
Την τελευταία στιγμή ήρθε ένας που δεν τον περιμέναμε και δεν μπόρεσε να επιβιβαστεί γιατί ήδη η βάρκα ήταν υπερπλήρης και απείλησε ότι θα μας καταδώσει. Ίσως και να το έκανε γιατί μας εντόπισε με προβολέα μία γερμανική ακταιωρός, αλλά δεν μας πείραξε. Στη βιασύνη μας έσπασε το ένα από τα τέσσερα κουπιά.
Φτάνοντας στην Τουρκία, κρυφτήκαμε σε μία σπηλιά στις βραχώδεις ακτές της Τουρκίας και έτσι δεν μας εντόπισε η τουρκική ακταιωρός που περιπολούσε.
Το επόμενο πρωί, περάσαμε ένα απότομο ύψωμα με αγκάθια και τελικά φτάσαμε σε μια παραλία όπου μας ενημέρωσαν ότι αν έβρισκαν κάτι πολύτιμο επάνω μας, θα είχαμε συνέπειες. Τότε, η μάνα μου τρομοκρατημένη, προτίμησε να πετάξει στη θάλασσα ένα σακούλι με μαστίχα που είχε μαζί της, προκειμένου να την ανταλλάξει για να μας εξασφαλίσει λίγα τρόφιμα. Στη συνέχεια ενωθήκαμε και με άλλους πρόσφυγες και οδηγηθήκαμε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων.
Οι Τούρκοι ζητούσαν το θείο μου τον Παναγιώτη Αυγουλά που ήταν μαζί μας αλλά δεν τον μαρτύρησε κανείς παρά τις απειλές.
Μας βάλανε σε δύο πλοία (εκατοντάδες πρόσφυγες) για να μας στείλουν στην Κύπρο, εμείς μπήκαμε σε ένα παλιό και σάπιο πλοίο, το άλλο ήταν ολοκαίνουργιο. Το καλό πλοίο έπεσε σε ξέρα και ναυάγησε, οι πιο πολλοί πνίγηκαν και σώθηκαν ελάχιστοι που τους μαζέψαμε εμείς και θυμάμαι ακόμα να στάζουν τα νερά από τα μαλλιά και τα ρούχα τους.
Κάποια στιγμή μας έκαναν σινιάλο οι Τούρκοι να σταματήσουμε, δεν το καταλάβαμε και άρχισαν τους πυροβολισμούς από τους οποίους σκίστηκε το πανί. Ήρθαν έκαναν έλεγχο μας είδαν να ταξιδεύουμε κάτω από τραγικές συνθήκες και μας άφησαν. Με σκισμένο πανί και μηχανή που κάποια στιγμή πήρε φωτιά συνεχίσαμε για την Κύπρο. 24 ώρες περιμέναμε να φύγει ένα υποβρύχιο για να μην μας εντοπίσει το οποίο, εν τέλει, απεδείχθη ότι ήταν βραχονησίδα στα ανοιχτά της Μεγαλονήσου. Μετά από 12 μέρες ταξίδι φτάσαμε στην Κύπρο και μείναμε αρχικά στο Ακάκι, μετά στο Ξηρό, και τέλος στο Ζύγι».
Tα υλικά αυτά αποτελούν προδημοσίευση υλικού από τη Β’ και εμπλουτισμένη έκδοση του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Εκδόσεις «Νότιος Άνεμος», ISBN 978-960-9511-56-8.