...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Από την Αγιάσο της Λέσβου, πρόσφυγας στην Κύπρο και μετά στρατευμένος στη Μέση Ανατολή, ο Γιάννης Ευστρατίου Περγάμαλης, είχε πολλές σημαντικές ιστορικές εμπειρίες, τις οποίες θα παρουσιάσουμε.
Το υλικό μας παραχώρησε ο Παναγιώτης Κουτσκουδής, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά και χρονολογείται από το 2011. Επίσης ευχαριστούμε το Μίμη Χριστοφιλάκη για την παραχώρηση των φωτογραφιών που είναι γενικές της συγκεκριμένης περιόδου και δεν απεικονίζουν τον Γ. Περγάμαλη.
Το γραπτό κείμενο που έχουμε στη διάθεσή μας:
Ο Γιάννης Περγάμαλης (Κουκόνα) ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά του Ευστρατίου Ιγνατίου Περγάμαλη (1895 – 9/6/1978) και της Μαριάνθης το γένος Νικ. Καλουντζόγλου (1894 – 16/2/1972). Γεννήθηκε το έτος 1926 στην Αγιάσο. Αδέρφια του ήταν ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος. Παντρεύτηκε την Αγάβη το γένος Παναγιώτη Σουσαμλή (γεν. 1926 στην Αγιάσο) και από το γάμο του απέκτησε τις κόρες του Μαριάνθη (γεν. 26-5-1950 στην Αγιάσο) και Μαρία (γεν. 9-6-1963 στην Αγιάσο). Μικρός δούλεψε τσιράκι στο μαγαζί του Νεοκλή Γυρέλη (Νίντρας) έξω από την εκκλησία της Παναγίας, εκεί που έχει σήμερα φούρνο ο Σουσαμλής (Μανός). Το κτίριο αυτό ήταν ευρύχωρο και παλιότερα λειτούργησε και σα θεατρική σκηνή.
Στην Κατοχή, όταν στρίμωξαν τα πράγματα, ο θείος του Νίκος Περγάμαλης οργάνωσε τη φυγή τους στη Μέση Ανατολή, μαζί με τους αδελφούς Κουρουβακάλη και άλλοι πατριώτες. Πήγαν στο Πλωμάρι όπου έμειναν δυο μέρες. Το ναύλο του καθενός, για να περάσουν με καΐκι στην Τουρκία, ήταν 12000 δρχ. με τις οποίες αγόραζες τότε 20 οκάδες σιτάρι. Ο Γιάννης είχε αποταμιεύσει αυτό το ποσό. Στο Πλωμάρι μαζεύτηκαν περισσότεροι και πήγαν στην Παναγιά την Κρυφτή, όπου ενώθηκαν με Παλιοχωριανούς αγωνιστές.
Από κει με καΐκι πέρασαν στη χερσόνησο Καραμπουρνού της Τουρκίας, όπου συνελήφθησαν από Τούρκους. Τους πήγαν στο Τσεσμέ (απέναντι από τη Χίο) όπου έμειναν τρεις μήνες και εργάστηκαν με μεροκάματο μια λίρα τη μέρα. Έδινε και το Ελληνικό Προξενείο άλλη μια λίρα ημερησίως κι έτσι την έβγαζαν καλά.
Μετά, 400 άτομα μπαρκάρησαν με καΐκι από τον Τσεσμέ για την Κύπρο, όπου έφτασαν σε εφτά μέρες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έτρωγαν συσκευασμένο χαλβά. Η πείνα θέριζε και η ψείρα έβραζε. Έφτασαν στο Ξηρό της Κύπρου, μια περιοχή με μεταλλεία χρυσού κ.ά.
Έμειναν εννιά μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων τους περιποιήθηκαν και ντύθηκαν στο χακί. Από κει τους πήρε μια μέρα το εγγλέζικο καράβι «Βασίλισσα Ελισάβετ» και τους μετέφερε στη Χάιφα. Αποβιβάστηκαν εκεί και πήγαν στο Μπετλίτ της Παλαιστίνης, όπου έδρευε η 2η Ταξιαρχία και το 1ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένων Αυτοκινήτων, όπου συναντήθηκε με τον Αγιασώτη Γιώργο Ανανία Καραμανλή, ο οποίος είχε προσβληθεί από φυματίωση. Ο Γιάννης κατατάχτηκε στον 6ο Λόχο του 5ου Τάγματος Πεζικού, όπου έμεινε για 5-6 μήνες. Μετά τον πήγαν στο 2ο Λόχο στην Καφριώνα της Παλαιστίνης, ένα μικρό χωριό μέσα σε πορτοκαλεώνες, όπου συνάντησε το Χριστόφα Γρ. Νουλέλη.
Από κει τους πήγανε στο Ρασμπάλμπεκ της Συρίας, όπου έγινε στάση και τους έστειλαν στη Ράκα, στα σύνορα της Συρίας με το Ιράκ, κοντά στον Ευφράτη ποταμό. Εκεί έμεινε πέντε μήνες.
Στο στρατόπεδο κέρδισε την πρωτοχρονιάτικη λίρα, που την εξαργύρωσαν έναντι 33 λιρών Συρίας. Ξαναγυρίζει στο Ρασμπάλμπεκ της Συρίας, αλλά οι Εγγλέζοι διέλυσαν το τάγμα, γιατί είχε πολλούς αριστερούς, τους οποίους μετέφεραν σε στρατόπεδο του Πυροβολικού έξω από τη Βηρυτό του Λιβάνου, όπου ήταν υποδιοικητής ο Γιάννης Μαλαγάρης, που έγινε αργότερα Στρατιωτικός Διοικητής (Συνταγματάρχης) του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου, όπου και σκοτώθηκε κατά τον Εμφύλιο.
Εκεί συναντήθηκε και με τους Αγιασώτες Γιώργο Παπουτσέλη (Μάτ’), Μιχάλη Κουτσαχιλέλη, Στρατή Γρηγορίου Τσουκαρέλη (που σκοτώθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου στις 31-12-1948). Έμεινε δυο μήνες και ξαναγύρισε στην Παλαιστίνη, σ’ ένα καινούργιο χωριό κοντά στη Γάζα, την Καστίνα, όπου υπηρέτησε σα μάγειρας. Από κει τους πήγαν στην Αίγυπτο, στο Μπουρκ Ελ Αράμπ, όπου έλαβε χώρα το μεγάλο κίνημα. Οι Εγγλέζοι διέλυσαν την «ταραχοποιό» ελληνική Ταξιαρχία, τους αφόπλισαν και τους έβαλαν στο σύρμα. Όποιος δεν δεχόταν να ενταχθεί στην Ορεινή Ταξιαρχία (που πολέμησε αργότερα στο Ρίμινι), τον έστελναν στη Μπάρντια της Λιβύης.
Εκεί πήγε κι ο Γιάννης. Όλα ήταν καταστραμμένα εξ αιτίας του πολέμου. Ο στρατηγός Βεντήρης τους καλούσε συνέχεια να στρατευθούν και να πολεμήσουν με τους συμμάχους, αλλά λίγοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του. Περίπου 300 από τους 7000 άνδρες. Ανάμεσά τους ήταν και οι Αγιασώτες Γιώργος Παπουτσέλης (Μάτ’), Παναγιώτης Τσακός ή Χάλακας, Θεμιστοκλής Δουγραματζής κ.ά.
Τους υπόλοιπους τους έσπασαν σε τρία τμήματα, για να τους αποδυναμώσουν. Τους βάλανε σε καμιόνια και πήγανε άλλους στην Ερυθραία της Παλαιστίνης και άλλους στο Τμίμι της Λιβύης, κοντά στη Βεγγάζη. Ξαναπήραν όσους ήθελαν να πολεμήσουν και τους υπόλοιπους τους πήγαν στην Τρίπολη της Λιβύης, όπου συγκρότησαν το 10ο Τάγμα. Όσοι αρνήθηκαν να στρατευθούν (όπως ο Βασίλης Πατράκης) έμειναν ακόμα τρεις μήνες στο Τμίμι κι από κει τους έστειλαν στην Ασμάρα της Ερυθραίας. Εκεί πήγε και ο Παναγιώτης Λιακατέλης. Ο Γιάννης ήταν μ’ αυτούς που πήγαν στην Τρίπολη. Ζωηρή ανάμνηση του έμειναν οι ανεμοθύελλες που σήκωναν βουνά την άμμο.
Στην Τρίπολη, στην Πόρτα Αζιζία, υπηρέτησε σε ιταλικούς στρατώνες, όπου υπήρχαν φυλακές, στις οποίες οι Βρετανοί είχαν φυλακισμένους αξιωματικούς των δυνάμεων του Άξονα και συνεργάτες τους. Φύλαγαν τη βάση ασυρμάτου, το λιμάνι, αποθήκες πυρομαχικών, ένα ηλεκτρικό εργοστάσιο και αιχμάλωτους στρατιώτες. Ύστερα από έξι μήνες τους μπάρκαραν σ’ ένα εγγλέζικο καράβι και από την Τρίπολη της Λιβύης τους πήγαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Από κει γύρισαν στην Ελλάδα. Έκαναν στάση στη Σύμη των Δωδεκανήσων, στη συνέχεια στο Βαθύ της Σάμου και τέλος στη Χίο, όπου αποβίβασαν όσους έμειναν. Από τη Χίο με ένα παλιό καΐκι ταξίδεψαν μιάμιση μέρα, για να φτάσουν τη Λαμπροδευτέρα του 1945 στη Μυτιλήνη, όπου τους επιφυλάχτηκε πάνδημη υποδοχή. Με τα κίτρινα αυτοκίνητα της ΟΥΝΡΑ τους μοίρασαν στα χωριά. Ο Γιάννης οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ. Στη Μέση Ανατολή είχε μαζέψει καμιά εκατοστή σφαίρες που τις έδωσε στο Στρατή Κακαλιό, ο οποίος στην αρχή ήταν τροφοδότης των ανταρτών και μετά πολέμησε για κάποιο διάστημα στο πλευρό τους.
Μετά τον Εμφύλιο, εντάχθηκε στις δυνάμεις της ΕΔΑ. Ύστερα από τη Χούντα και τη νομιμοποίηση του Κόμματος, οργανώθηκε στην ΚΟΒ Αγιάσου του ΚΚΕ. Ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αγιάσου το 1978 και εκλέχτηκε πάρεδρος την περίοδο 1982-1986, επί δημαρχίας Παναγιώτη Αντωνίου Κουτρή. Εκλέχτηκε επίσης αντιπρόσωπος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου στην Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου, ενώ εκπροσώπησε και το Παράρτημα Αγιάσου της ΠΕΑΕΑ.
Από την Αγιάσο της Λέσβου, πρόσφυγας στην Κύπρο και μετά στρατευμένος στη Μέση Ανατολή, ο Γιάννης Ευστρατίου Περγάμαλης, είχε πολλές σημαντικές ιστορικές εμπειρίες, τις οποίες θα παρουσιάσουμε.
Το υλικό μας παραχώρησε ο Παναγιώτης Κουτσκουδής, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά και χρονολογείται από το 2011. Επίσης ευχαριστούμε το Μίμη Χριστοφιλάκη για την παραχώρηση των φωτογραφιών που είναι γενικές της συγκεκριμένης περιόδου και δεν απεικονίζουν τον Γ. Περγάμαλη.
Το γραπτό κείμενο που έχουμε στη διάθεσή μας:
Ο Γιάννης Περγάμαλης (Κουκόνα) ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά του Ευστρατίου Ιγνατίου Περγάμαλη (1895 – 9/6/1978) και της Μαριάνθης το γένος Νικ. Καλουντζόγλου (1894 – 16/2/1972). Γεννήθηκε το έτος 1926 στην Αγιάσο. Αδέρφια του ήταν ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος. Παντρεύτηκε την Αγάβη το γένος Παναγιώτη Σουσαμλή (γεν. 1926 στην Αγιάσο) και από το γάμο του απέκτησε τις κόρες του Μαριάνθη (γεν. 26-5-1950 στην Αγιάσο) και Μαρία (γεν. 9-6-1963 στην Αγιάσο). Μικρός δούλεψε τσιράκι στο μαγαζί του Νεοκλή Γυρέλη (Νίντρας) έξω από την εκκλησία της Παναγίας, εκεί που έχει σήμερα φούρνο ο Σουσαμλής (Μανός). Το κτίριο αυτό ήταν ευρύχωρο και παλιότερα λειτούργησε και σα θεατρική σκηνή.
Στην Κατοχή, όταν στρίμωξαν τα πράγματα, ο θείος του Νίκος Περγάμαλης οργάνωσε τη φυγή τους στη Μέση Ανατολή, μαζί με τους αδελφούς Κουρουβακάλη και άλλοι πατριώτες. Πήγαν στο Πλωμάρι όπου έμειναν δυο μέρες. Το ναύλο του καθενός, για να περάσουν με καΐκι στην Τουρκία, ήταν 12000 δρχ. με τις οποίες αγόραζες τότε 20 οκάδες σιτάρι. Ο Γιάννης είχε αποταμιεύσει αυτό το ποσό. Στο Πλωμάρι μαζεύτηκαν περισσότεροι και πήγαν στην Παναγιά την Κρυφτή, όπου ενώθηκαν με Παλιοχωριανούς αγωνιστές.
Από κει με καΐκι πέρασαν στη χερσόνησο Καραμπουρνού της Τουρκίας, όπου συνελήφθησαν από Τούρκους. Τους πήγαν στο Τσεσμέ (απέναντι από τη Χίο) όπου έμειναν τρεις μήνες και εργάστηκαν με μεροκάματο μια λίρα τη μέρα. Έδινε και το Ελληνικό Προξενείο άλλη μια λίρα ημερησίως κι έτσι την έβγαζαν καλά.
Μετά, 400 άτομα μπαρκάρησαν με καΐκι από τον Τσεσμέ για την Κύπρο, όπου έφτασαν σε εφτά μέρες. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έτρωγαν συσκευασμένο χαλβά. Η πείνα θέριζε και η ψείρα έβραζε. Έφτασαν στο Ξηρό της Κύπρου, μια περιοχή με μεταλλεία χρυσού κ.ά.
Έμειναν εννιά μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων τους περιποιήθηκαν και ντύθηκαν στο χακί. Από κει τους πήρε μια μέρα το εγγλέζικο καράβι «Βασίλισσα Ελισάβετ» και τους μετέφερε στη Χάιφα. Αποβιβάστηκαν εκεί και πήγαν στο Μπετλίτ της Παλαιστίνης, όπου έδρευε η 2η Ταξιαρχία και το 1ο Σύνταγμα Τεθωρακισμένων Αυτοκινήτων, όπου συναντήθηκε με τον Αγιασώτη Γιώργο Ανανία Καραμανλή, ο οποίος είχε προσβληθεί από φυματίωση. Ο Γιάννης κατατάχτηκε στον 6ο Λόχο του 5ου Τάγματος Πεζικού, όπου έμεινε για 5-6 μήνες. Μετά τον πήγαν στο 2ο Λόχο στην Καφριώνα της Παλαιστίνης, ένα μικρό χωριό μέσα σε πορτοκαλεώνες, όπου συνάντησε το Χριστόφα Γρ. Νουλέλη.
Από κει τους πήγανε στο Ρασμπάλμπεκ της Συρίας, όπου έγινε στάση και τους έστειλαν στη Ράκα, στα σύνορα της Συρίας με το Ιράκ, κοντά στον Ευφράτη ποταμό. Εκεί έμεινε πέντε μήνες.
Στο στρατόπεδο κέρδισε την πρωτοχρονιάτικη λίρα, που την εξαργύρωσαν έναντι 33 λιρών Συρίας. Ξαναγυρίζει στο Ρασμπάλμπεκ της Συρίας, αλλά οι Εγγλέζοι διέλυσαν το τάγμα, γιατί είχε πολλούς αριστερούς, τους οποίους μετέφεραν σε στρατόπεδο του Πυροβολικού έξω από τη Βηρυτό του Λιβάνου, όπου ήταν υποδιοικητής ο Γιάννης Μαλαγάρης, που έγινε αργότερα Στρατιωτικός Διοικητής (Συνταγματάρχης) του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου, όπου και σκοτώθηκε κατά τον Εμφύλιο.
Εκεί συναντήθηκε και με τους Αγιασώτες Γιώργο Παπουτσέλη (Μάτ’), Μιχάλη Κουτσαχιλέλη, Στρατή Γρηγορίου Τσουκαρέλη (που σκοτώθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Λέσβου στις 31-12-1948). Έμεινε δυο μήνες και ξαναγύρισε στην Παλαιστίνη, σ’ ένα καινούργιο χωριό κοντά στη Γάζα, την Καστίνα, όπου υπηρέτησε σα μάγειρας. Από κει τους πήγαν στην Αίγυπτο, στο Μπουρκ Ελ Αράμπ, όπου έλαβε χώρα το μεγάλο κίνημα. Οι Εγγλέζοι διέλυσαν την «ταραχοποιό» ελληνική Ταξιαρχία, τους αφόπλισαν και τους έβαλαν στο σύρμα. Όποιος δεν δεχόταν να ενταχθεί στην Ορεινή Ταξιαρχία (που πολέμησε αργότερα στο Ρίμινι), τον έστελναν στη Μπάρντια της Λιβύης.
Εκεί πήγε κι ο Γιάννης. Όλα ήταν καταστραμμένα εξ αιτίας του πολέμου. Ο στρατηγός Βεντήρης τους καλούσε συνέχεια να στρατευθούν και να πολεμήσουν με τους συμμάχους, αλλά λίγοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του. Περίπου 300 από τους 7000 άνδρες. Ανάμεσά τους ήταν και οι Αγιασώτες Γιώργος Παπουτσέλης (Μάτ’), Παναγιώτης Τσακός ή Χάλακας, Θεμιστοκλής Δουγραματζής κ.ά.
Τους υπόλοιπους τους έσπασαν σε τρία τμήματα, για να τους αποδυναμώσουν. Τους βάλανε σε καμιόνια και πήγανε άλλους στην Ερυθραία της Παλαιστίνης και άλλους στο Τμίμι της Λιβύης, κοντά στη Βεγγάζη. Ξαναπήραν όσους ήθελαν να πολεμήσουν και τους υπόλοιπους τους πήγαν στην Τρίπολη της Λιβύης, όπου συγκρότησαν το 10ο Τάγμα. Όσοι αρνήθηκαν να στρατευθούν (όπως ο Βασίλης Πατράκης) έμειναν ακόμα τρεις μήνες στο Τμίμι κι από κει τους έστειλαν στην Ασμάρα της Ερυθραίας. Εκεί πήγε και ο Παναγιώτης Λιακατέλης. Ο Γιάννης ήταν μ’ αυτούς που πήγαν στην Τρίπολη. Ζωηρή ανάμνηση του έμειναν οι ανεμοθύελλες που σήκωναν βουνά την άμμο.
Στην Τρίπολη, στην Πόρτα Αζιζία, υπηρέτησε σε ιταλικούς στρατώνες, όπου υπήρχαν φυλακές, στις οποίες οι Βρετανοί είχαν φυλακισμένους αξιωματικούς των δυνάμεων του Άξονα και συνεργάτες τους. Φύλαγαν τη βάση ασυρμάτου, το λιμάνι, αποθήκες πυρομαχικών, ένα ηλεκτρικό εργοστάσιο και αιχμάλωτους στρατιώτες. Ύστερα από έξι μήνες τους μπάρκαραν σ’ ένα εγγλέζικο καράβι και από την Τρίπολη της Λιβύης τους πήγαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Από κει γύρισαν στην Ελλάδα. Έκαναν στάση στη Σύμη των Δωδεκανήσων, στη συνέχεια στο Βαθύ της Σάμου και τέλος στη Χίο, όπου αποβίβασαν όσους έμειναν. Από τη Χίο με ένα παλιό καΐκι ταξίδεψαν μιάμιση μέρα, για να φτάσουν τη Λαμπροδευτέρα του 1945 στη Μυτιλήνη, όπου τους επιφυλάχτηκε πάνδημη υποδοχή. Με τα κίτρινα αυτοκίνητα της ΟΥΝΡΑ τους μοίρασαν στα χωριά. Ο Γιάννης οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ. Στη Μέση Ανατολή είχε μαζέψει καμιά εκατοστή σφαίρες που τις έδωσε στο Στρατή Κακαλιό, ο οποίος στην αρχή ήταν τροφοδότης των ανταρτών και μετά πολέμησε για κάποιο διάστημα στο πλευρό τους.
Μετά τον Εμφύλιο, εντάχθηκε στις δυνάμεις της ΕΔΑ. Ύστερα από τη Χούντα και τη νομιμοποίηση του Κόμματος, οργανώθηκε στην ΚΟΒ Αγιάσου του ΚΚΕ. Ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αγιάσου το 1978 και εκλέχτηκε πάρεδρος την περίοδο 1982-1986, επί δημαρχίας Παναγιώτη Αντωνίου Κουτρή. Εκλέχτηκε επίσης αντιπρόσωπος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Αγιάσου στην Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου, ενώ εκπροσώπησε και το Παράρτημα Αγιάσου της ΠΕΑΕΑ.