...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Διανύοντας τον 7ο και τελευταίο κύκλο του αφιερώματος στους Έλληνες πρόσφυγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βλέπουμε το πόσο μεγάλο κίνητρο φυγής, αποτελούσε το επισιτιστικό πρόβλημα. Για άλλη μία φορά να μείνουμε στο θέμα αυτό, με δύο ενδιαφέρουσες μαρτυρίες.
Μιλήσαμε με την κυρία Κούλα Καβουριάρη, που μένει στο χωριό Καραβόσταμο στην Ικαρία, η οποία μας είπε: «Άμα ακούμε σήμερα για τους πρόσφυγες λυπούμαστε, πονεί η καρδιά μου, γι αυτό και προχτές που ήρθαν μερικοί στον Εύδηλο είπα στην εγγονή μου να τους πάει ρούχα.
Πείνα φοβερή, καράβι δεν ερχόντανε, το έδαφος άγονο λίγα πράγματα βγαίνανε, δεν μπορούσε να θρέψει τον κόσμο και οι Ιταλοί πεινούσανε, οι βάρκες ήταν δεμένες απαγορευόταν να ταξιδέψουμε.
Θυμώνανε οι Ιταλοί γιατί ήξεραν ότι όσοι έφευγαν θα πήγαιναν στο στρατό να τους πολεμήσουν. Είχα δύο αδέρφια που πολέμησαν ο ένας μηχανικός στα καράβια και ο άλλος στην αεροπορία. Οι Έλληνες τους κάνανε πίσω τους Γερμανούς στο Ελ Αλαμέιν. Πείνα φοβερή και στέρηση, να φωνάζουν τα παιδάκια 5-6 χρονών και τα παιδάκια «πεινώ» και να μην υπάρχει τίποτα, ερχόταν πού και πού ένα δελτίο με μισό κιλό και οι ίδιοι οι Ιταλοί μας έλεγαν πώς το τρώτε αυτό, είναι για τα άλογα δεν είναι για τους ανθρώπους.
Το Καραβόσταμο που είχε κόσμο που δούλευε έξω στα καράβια και στα κάρβουνα, όταν αυτά με τον πόλεμο τελειώσανε, χτυπήθηκε πολύ από την πείνα. Δεν υπήρχε κουράγιο ούτε να κουβαλήσουν τους πεθαμένους, μία μέρα είχε επτά νεκρούς στο Καραβόσταμο και στην Αρέθουσα που τότε έμενα, είχε τρεις. Ήταν πιο αγρότες οι Αραθινοί, είχαν και ζώα, αλλά και εκεί πεινούσαν».
Έτσι το προσφυγικό ταξίδι ήταν αναπόφευκτο. Από το Καραβόσταμο και η Μαρία Τσαντέ που μας είπε: «ο παππούς μου έφυγε από την περιοχή που την λέμε «πλακάκια» στο Καραβόσταμο, απόκρυμνη, κατέβασαν τη βάρκα σηκωτή στα χέρια. Τη βάρκα την έφτιαχνε κάθε βράδυ κρυφά μέσα στο σπίτι. 16-17 άτομα η οικογένεια και κάποιοι άλλοι ξεκίνησαν με τα κουπιά για την Τουρκία. Ξεκίνησαν γύρω στα μεσάνυχτα και πήγαν απέναντι».
Στην Ικαρία έμεινε όλα τα κατοχικά χρόνια η Πολυξένη Τριπόδη. Θυμάται τους Ιταλούς να έχουν φυλάκιο στο χωριό Καραβόσταμο και ότι επειδή πεινούσαν και αυτοί, ενδιαφέρονταν μόνο στο τι θα άρπαζαν από τους Έλληνες. Ο δρόμος της προσφυγιάς μοναδική επιλογή για πολλούς και με χίλιες προφυλάξεις. Έπρεπε να ληφθούν μέτρα ακόμα και για το ενδεχόμενο να είχε προδοθεί το φευγιό και να ειδοποιηθούν ώστε να μην συλληφθούν οι υποψήφιοι πρόσφυγες.
Όπως μας είπε: Αρκετοί, τα παλικάρια πήγανε στρατιώτες, άλλους τους κλείσανε στο σύρμα, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά οι νέοι φύγανε όλοι.
Ο κόσμος εδώ έκανε τις συνηθισμένες του εργασίες, είχε τα αμπελάκια του, τα κηπάκια του φυτεύαμε πατάτα, κρεμμύδι, φασόλια, κρεμμύδια κλπ και με αυτά περνούσαμε, αλλά δεν ήταν όλοι σε θέση να το κάνουν αυτό, έχοντας φύγει και οι νέοι. Εμένα ο άντρας μου – λεύτερη ήμουν τότε- αλλά ο άντρας μου, εδώ ήταν το σπίτι του και ήταν και η μάνα του και ήταν δουλευτής και είχαμε από όλα. Αλλά πού να πρωτοδώσεις σε ποιόν που ήταν πολύς ο φτωχός ο κόσμος που του χτυπούσαν την πόρτα και του έλεγαν βρε Χρυσόστομε ένα κρεμμυδάκι δώσε μας και όπου μπορούσε έδινε είχε και τη γριά 80 χρονών, έκανε κήπους και πατάτα, φύτευε φασόλια και έτσι περνούσαμε.
Είχε οικογένειες που δεν είχαν άνθρωπο να δουλέψει, αυτές οι οικογένειες άλλη έχανε παιδιά, άλλη έχανε τη μάνα, άλλη έχανε τον πατέρα, ένας τραγέλαφος ήτανε. Γιατί και τα σταφύλια τα τρώγαμε το καλοκαίρι για να μην πεθάνουμε από την πείνα, αλλά τα κηπουρικά ήταν λίγα, γιατί ήταν και λίγοι αυτοί που τα έκαναν. Ανάφερα αυτό γιατί και εγώ στου πατέρα μου, σπούδαζα αλλά εγκλωβίστηκα εδώ στην κατοχή και αντί για δασκάλα, έγινα αγρότισσα. Ηπόμεινα βάσταγα την αξίνα και έσκαβα γιατί τα άλλα οκτώ αδερφάκια μου έλειπαν είχαν φύγει».
Το «πάρτι» που χάλασαν οι Ιταλοί
Η νεότητα ακόμα και στα χρόνια της σκλαβιάς οδήγησε στο ακόλουθο περιστατικό, το οποίο η κ. Πολυξένη Τριπόδη μας διηγήθηκε: «Μία φορά σκεφτήκαμε να κάνουμε να κάνουμε ένα γλέντι τα κορίτσια, ήμασταν πάνω στη λολάδα μας 20 χρονών και τι να κάνουμε μεζέδες δεν είχαμε και κόψαμε χόρτα και τα βράσαμε και τα κόψαμε σιγά – σιγά και τους βάλαμε λίγο αλευράκι και τα τηγανίσαμε και κάναμε κεφτέδες και ξέρω εγώ και τι άλλο και πήγαμε στο καφενείο και τρώγαμε και πίναμε και κρασάκι και χορεύαμε. Και ήρθαν οι Ιταλοί και γυρεύανε να χορέψουνε μαζί μας και καμιά κοπέλα δεν σηκώθηκε. Άλλη έλεγε έχω τον αδερφό μου, άλλη έχω τον άντρα μου, δεν θέλαμε να έχουμε χορούς και αγκαλιές με τους κατακτητές. Τέλος πάντων τους κεράσαμε ένα ούζο και δεν ηθέλανε να φάνε από το μεζέ μας ήταν καλομαθημένοι.
Ήπιαν ένα ούζο και έφυγαν έξω, ένας ήπιε κρασί και όσο έμεινε στο ποτήρι το σήκωσε ψηλά και το πέταξε στα τσιμέντα και φανταστείτε τι έγινε και τα γιαλιά και τα κρασιά και έγινε φασαρία. Και δεν τους ήρθε καλά και πιάσανε να γυρεύουν το λυράρη, αυτόν που έπαιζε το βιολί, εμείς αυτόν τον αρπάξαμε και τον κρύψαμε σε ένα καταγώγιο και του είπαμε δεν θα βγεις από εδώ αν δεν έρθουμε να σε βγάλουμε εμείς.
Φυγαδεύσαμε και κάποιους άλλους. Φασαρία, κακό, φύγανε μετά αυτοί και πηγαίνανε για το Καραβόσταμο. Εμείς είχαμε εδώ έναν χωριανό που είχε πιεί και δεν το κατάλαβε ότι έκανε κακό και αρπάζει το όπλο που είχε, ήτανε δραγάτης – αγροφύλακας και δίνει μία στον αέρα. Ακούνε οι Ιταλοί το όπλο και τρελαθήκανε και πάνε κάτω στο Καραβόσταμο και παίρνουν επικουρία και ξανάρχονται. Μπαίνουν στο καφενείο και όσους ήταν εκεί 2 – 3 τους τελειώσανε από το ξύλο και διατάξανε το πρωί στον Εύδηλο στον κοκορόφτερο, στον Ιταλό τον αξιωματικό.
Πήγαν οι άντρες τους είπανε τι τους είπανε και πήγαμε και οι γυναίκες και του είπαμε τηγανίσαμε χόρτα και ήπιαμε ένα κρασί και θέλαμε να χορέψουμε. Α λέει – είχαμε και διερμηνέα – να μην έρχεστε εδώ με το πνεύμα της αλληλεγγύης. Βρε δεν ξέρουμε τι λέτε εμείς θέλαμε να χορέψουμε, δεν κάναμε κανένα κακό. Μας είπε πηγαίνετε και αυτό να μην ξαναγίνε. Να μην ξαναχορέψουμε δηλαδή, μας απαγόρευσε να χορέψουμε».
Αλληλεγγύη και συλλογικότητα
Υπήρχαν όμως και δράσεις αλληλεγγύης όπως μας αναφέρει η συνομιλήτριά μας: «Περνούσαμε ο ένας με τον άλλο, βλέπαμε ποιος έχει πιο πολύ ανάγκη, ήταν μία μάνα με 2 – 3 παιδιά ποιο να πρωτοκοιτάξει. Είχαμε συστήσει μία επιτροπή αλληλεγγύης τη λέγαμε, πέντε κοπέλες και από το σπίτι είχαμε ένα μπουκαλάκι λάδι και από το σπίτι βάζαμε από λίγο η κάθε μια και κάναμε ένα μπουκάλι λάδι και ό,τι άλλο μπορούσαμε να βάλουμε σε ένα σακουλάκι και πηγαίναμε σιγά – σιγά, κρυφά – κρυφά και τους το πηγαίναμε.
Ένα παιδάκι από αυτά που κοιτάζαμε, θα ήταν γύρω στα 6 χρονών πέθανε εκείνες τις μέρες, άλλα από εκεί, άλλα από εδώ, δεν θέλω να τα θυμάμαι να ακούς κλάματα και οιμωγές και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Τρώγαμε τη φλούδα της πατάτας. Πλέναμε και καθαρίζαμε την πατάτα και μετά τη φλούδα αντί να την πετάξουμε την πλέναμε, την τηγανίζαμε και την τρώγαμε. Σκεφτείτε σε ποιο σημείο είχαμε φτάσει».
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Όλες οι προηγούμενες αναρτήσεις του αφιερώματος, συγκεντρωτικά στο τέλος της ανάρτησης: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Διαβάστε κάθε μέρα στο www.ert.gr στις 7μμ
4 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι της Ελένης Σπανού-Κυδωνιέως & και της Μαρίας Σπανού-Πατεράκη
5 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι του Στρατή Βακρά το 1941 από τη Σάμο μέχρι την Αφρική
6 Σεπτεμβρίου 2017: Πάτρα Σιμάκη – Σπέη: Πρόσφυγας πολέμου το 1942 στο Ajaltoun
7 Σεπτεμβρίου 2017: Το αντιφασιστικό κίνημα στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής (1941-1944) α’ μέρος
8 Σεπτεμβρίου 2017: Το αντιφασιστικό κίνημα στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής (1941-1944) β’ μέρος
9 Σεπτεμβρίου 2017: Στρατής Γρημανέλης: Το κίνημα της Μέσης Ανατολής και η Α.Σ.Ο.
10 Σεπτεμβρίου 2017: Η ιστορία του Γιάννη Ευστρατίου Περγάμαλη στη Μέση Ανατολή
11 Σεπτεμβρίου 2017: Νικόλαος Καρίμαλης: Το προσφυγικό ταξίδι και η κατάταξη στον ελληνικό στρατό στη Μέση Ανατολή
12 Σεπτεμβρίου 2017: Χρήστος Χριστοδουλάκης: Ο Σαμιώτης βάρδος των αντιφασιστών στη Μέση Ανατολή
13 Σεπτεμβρίου 2017: Φώτης Σπανός: Ο ήρωας κομάντο του Αιγαίου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
14 Σεπτεμβρίου 2017: Κώστας Δεμερτζής: Από τη Σάμο πρόσφυγας στις πηγές του Μωυσέως και την Αιθιοπία
15 Σεπτεμβρίου 2017: Γιάννης Ταμβακλής: «Μπούργκ Ελ Αράμπ – Η Βάρκιζα της Μέσης Ανατολής»
16 Σεπτεμβρίου 2017: Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης: Από την Κύπρο μέχρι την Αίγυπτο στα χρόνια του πολέμου
17 Σεπτεμβρίου 2017: Ευαγγελία Καρούτσου – Τσαντίρη: Αναμνήσεις από την περίοδο της προσφυγιάς
18 Σεπτεμβρίου 2017: Από τη Νίσυρο στην Κύπρο και τη Γάζα – Το προσφυγικό ταξίδι της Άννας Κοντοβερού
19 Σεπτεμβρίου 2017: O αντίκτυπος της ιστορίας των Ελλήνων προσφύγων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις επόμενες γενιές
20 Σεπτεμβρίου 2017: Ι. Ξηρού: Κοινωνήσαμε και φύγαμε πρόσφυγες στο άγνωστο (α΄ μέρος)
21 Σεπτεμβρίου 2017: Ι. Ξηρού: Κοινωνήσαμε και φύγαμε πρόσφυγες στο άγνωστο (β΄ μέρος)
22 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι της Δέσποινας Βατούγιου – Καντούνη και του Γιάννη Καντούνη
23 Σεπτεμβρίου 2017: Πανορμίτης Κουμνιανός: Κομμάντος του Αιγαίου
24 Σεπτεμβρίου 2017: Από τον Άγιο Φωκά στην Αιθιοπία: Το προσφυγικό ταξίδι της Αργυρώς Σαφού – Κουτσούτη το 1942
25 Σεπτεμβρίου 2017: Ολοκλήρωση της έρευνας για τους Έλληνες πρόσφυγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Διανύοντας τον 7ο και τελευταίο κύκλο του αφιερώματος στους Έλληνες πρόσφυγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βλέπουμε το πόσο μεγάλο κίνητρο φυγής, αποτελούσε το επισιτιστικό πρόβλημα. Για άλλη μία φορά να μείνουμε στο θέμα αυτό, με δύο ενδιαφέρουσες μαρτυρίες.
Μιλήσαμε με την κυρία Κούλα Καβουριάρη, που μένει στο χωριό Καραβόσταμο στην Ικαρία, η οποία μας είπε: «Άμα ακούμε σήμερα για τους πρόσφυγες λυπούμαστε, πονεί η καρδιά μου, γι αυτό και προχτές που ήρθαν μερικοί στον Εύδηλο είπα στην εγγονή μου να τους πάει ρούχα.
Πείνα φοβερή, καράβι δεν ερχόντανε, το έδαφος άγονο λίγα πράγματα βγαίνανε, δεν μπορούσε να θρέψει τον κόσμο και οι Ιταλοί πεινούσανε, οι βάρκες ήταν δεμένες απαγορευόταν να ταξιδέψουμε.
Θυμώνανε οι Ιταλοί γιατί ήξεραν ότι όσοι έφευγαν θα πήγαιναν στο στρατό να τους πολεμήσουν. Είχα δύο αδέρφια που πολέμησαν ο ένας μηχανικός στα καράβια και ο άλλος στην αεροπορία. Οι Έλληνες τους κάνανε πίσω τους Γερμανούς στο Ελ Αλαμέιν. Πείνα φοβερή και στέρηση, να φωνάζουν τα παιδάκια 5-6 χρονών και τα παιδάκια «πεινώ» και να μην υπάρχει τίποτα, ερχόταν πού και πού ένα δελτίο με μισό κιλό και οι ίδιοι οι Ιταλοί μας έλεγαν πώς το τρώτε αυτό, είναι για τα άλογα δεν είναι για τους ανθρώπους.
Το Καραβόσταμο που είχε κόσμο που δούλευε έξω στα καράβια και στα κάρβουνα, όταν αυτά με τον πόλεμο τελειώσανε, χτυπήθηκε πολύ από την πείνα. Δεν υπήρχε κουράγιο ούτε να κουβαλήσουν τους πεθαμένους, μία μέρα είχε επτά νεκρούς στο Καραβόσταμο και στην Αρέθουσα που τότε έμενα, είχε τρεις. Ήταν πιο αγρότες οι Αραθινοί, είχαν και ζώα, αλλά και εκεί πεινούσαν».
Έτσι το προσφυγικό ταξίδι ήταν αναπόφευκτο. Από το Καραβόσταμο και η Μαρία Τσαντέ που μας είπε: «ο παππούς μου έφυγε από την περιοχή που την λέμε «πλακάκια» στο Καραβόσταμο, απόκρυμνη, κατέβασαν τη βάρκα σηκωτή στα χέρια. Τη βάρκα την έφτιαχνε κάθε βράδυ κρυφά μέσα στο σπίτι. 16-17 άτομα η οικογένεια και κάποιοι άλλοι ξεκίνησαν με τα κουπιά για την Τουρκία. Ξεκίνησαν γύρω στα μεσάνυχτα και πήγαν απέναντι».
Στην Ικαρία έμεινε όλα τα κατοχικά χρόνια η Πολυξένη Τριπόδη. Θυμάται τους Ιταλούς να έχουν φυλάκιο στο χωριό Καραβόσταμο και ότι επειδή πεινούσαν και αυτοί, ενδιαφέρονταν μόνο στο τι θα άρπαζαν από τους Έλληνες. Ο δρόμος της προσφυγιάς μοναδική επιλογή για πολλούς και με χίλιες προφυλάξεις. Έπρεπε να ληφθούν μέτρα ακόμα και για το ενδεχόμενο να είχε προδοθεί το φευγιό και να ειδοποιηθούν ώστε να μην συλληφθούν οι υποψήφιοι πρόσφυγες.
Όπως μας είπε: Αρκετοί, τα παλικάρια πήγανε στρατιώτες, άλλους τους κλείσανε στο σύρμα, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, αλλά οι νέοι φύγανε όλοι.
Ο κόσμος εδώ έκανε τις συνηθισμένες του εργασίες, είχε τα αμπελάκια του, τα κηπάκια του φυτεύαμε πατάτα, κρεμμύδι, φασόλια, κρεμμύδια κλπ και με αυτά περνούσαμε, αλλά δεν ήταν όλοι σε θέση να το κάνουν αυτό, έχοντας φύγει και οι νέοι. Εμένα ο άντρας μου – λεύτερη ήμουν τότε- αλλά ο άντρας μου, εδώ ήταν το σπίτι του και ήταν και η μάνα του και ήταν δουλευτής και είχαμε από όλα. Αλλά πού να πρωτοδώσεις σε ποιόν που ήταν πολύς ο φτωχός ο κόσμος που του χτυπούσαν την πόρτα και του έλεγαν βρε Χρυσόστομε ένα κρεμμυδάκι δώσε μας και όπου μπορούσε έδινε είχε και τη γριά 80 χρονών, έκανε κήπους και πατάτα, φύτευε φασόλια και έτσι περνούσαμε.
Είχε οικογένειες που δεν είχαν άνθρωπο να δουλέψει, αυτές οι οικογένειες άλλη έχανε παιδιά, άλλη έχανε τη μάνα, άλλη έχανε τον πατέρα, ένας τραγέλαφος ήτανε. Γιατί και τα σταφύλια τα τρώγαμε το καλοκαίρι για να μην πεθάνουμε από την πείνα, αλλά τα κηπουρικά ήταν λίγα, γιατί ήταν και λίγοι αυτοί που τα έκαναν. Ανάφερα αυτό γιατί και εγώ στου πατέρα μου, σπούδαζα αλλά εγκλωβίστηκα εδώ στην κατοχή και αντί για δασκάλα, έγινα αγρότισσα. Ηπόμεινα βάσταγα την αξίνα και έσκαβα γιατί τα άλλα οκτώ αδερφάκια μου έλειπαν είχαν φύγει».
Το «πάρτι» που χάλασαν οι Ιταλοί
Η νεότητα ακόμα και στα χρόνια της σκλαβιάς οδήγησε στο ακόλουθο περιστατικό, το οποίο η κ. Πολυξένη Τριπόδη μας διηγήθηκε: «Μία φορά σκεφτήκαμε να κάνουμε να κάνουμε ένα γλέντι τα κορίτσια, ήμασταν πάνω στη λολάδα μας 20 χρονών και τι να κάνουμε μεζέδες δεν είχαμε και κόψαμε χόρτα και τα βράσαμε και τα κόψαμε σιγά – σιγά και τους βάλαμε λίγο αλευράκι και τα τηγανίσαμε και κάναμε κεφτέδες και ξέρω εγώ και τι άλλο και πήγαμε στο καφενείο και τρώγαμε και πίναμε και κρασάκι και χορεύαμε. Και ήρθαν οι Ιταλοί και γυρεύανε να χορέψουνε μαζί μας και καμιά κοπέλα δεν σηκώθηκε. Άλλη έλεγε έχω τον αδερφό μου, άλλη έχω τον άντρα μου, δεν θέλαμε να έχουμε χορούς και αγκαλιές με τους κατακτητές. Τέλος πάντων τους κεράσαμε ένα ούζο και δεν ηθέλανε να φάνε από το μεζέ μας ήταν καλομαθημένοι.
Ήπιαν ένα ούζο και έφυγαν έξω, ένας ήπιε κρασί και όσο έμεινε στο ποτήρι το σήκωσε ψηλά και το πέταξε στα τσιμέντα και φανταστείτε τι έγινε και τα γιαλιά και τα κρασιά και έγινε φασαρία. Και δεν τους ήρθε καλά και πιάσανε να γυρεύουν το λυράρη, αυτόν που έπαιζε το βιολί, εμείς αυτόν τον αρπάξαμε και τον κρύψαμε σε ένα καταγώγιο και του είπαμε δεν θα βγεις από εδώ αν δεν έρθουμε να σε βγάλουμε εμείς.
Φυγαδεύσαμε και κάποιους άλλους. Φασαρία, κακό, φύγανε μετά αυτοί και πηγαίνανε για το Καραβόσταμο. Εμείς είχαμε εδώ έναν χωριανό που είχε πιεί και δεν το κατάλαβε ότι έκανε κακό και αρπάζει το όπλο που είχε, ήτανε δραγάτης – αγροφύλακας και δίνει μία στον αέρα. Ακούνε οι Ιταλοί το όπλο και τρελαθήκανε και πάνε κάτω στο Καραβόσταμο και παίρνουν επικουρία και ξανάρχονται. Μπαίνουν στο καφενείο και όσους ήταν εκεί 2 – 3 τους τελειώσανε από το ξύλο και διατάξανε το πρωί στον Εύδηλο στον κοκορόφτερο, στον Ιταλό τον αξιωματικό.
Πήγαν οι άντρες τους είπανε τι τους είπανε και πήγαμε και οι γυναίκες και του είπαμε τηγανίσαμε χόρτα και ήπιαμε ένα κρασί και θέλαμε να χορέψουμε. Α λέει – είχαμε και διερμηνέα – να μην έρχεστε εδώ με το πνεύμα της αλληλεγγύης. Βρε δεν ξέρουμε τι λέτε εμείς θέλαμε να χορέψουμε, δεν κάναμε κανένα κακό. Μας είπε πηγαίνετε και αυτό να μην ξαναγίνε. Να μην ξαναχορέψουμε δηλαδή, μας απαγόρευσε να χορέψουμε».
Αλληλεγγύη και συλλογικότητα
Υπήρχαν όμως και δράσεις αλληλεγγύης όπως μας αναφέρει η συνομιλήτριά μας: «Περνούσαμε ο ένας με τον άλλο, βλέπαμε ποιος έχει πιο πολύ ανάγκη, ήταν μία μάνα με 2 – 3 παιδιά ποιο να πρωτοκοιτάξει. Είχαμε συστήσει μία επιτροπή αλληλεγγύης τη λέγαμε, πέντε κοπέλες και από το σπίτι είχαμε ένα μπουκαλάκι λάδι και από το σπίτι βάζαμε από λίγο η κάθε μια και κάναμε ένα μπουκάλι λάδι και ό,τι άλλο μπορούσαμε να βάλουμε σε ένα σακουλάκι και πηγαίναμε σιγά – σιγά, κρυφά – κρυφά και τους το πηγαίναμε.
Ένα παιδάκι από αυτά που κοιτάζαμε, θα ήταν γύρω στα 6 χρονών πέθανε εκείνες τις μέρες, άλλα από εκεί, άλλα από εδώ, δεν θέλω να τα θυμάμαι να ακούς κλάματα και οιμωγές και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα. Τρώγαμε τη φλούδα της πατάτας. Πλέναμε και καθαρίζαμε την πατάτα και μετά τη φλούδα αντί να την πετάξουμε την πλέναμε, την τηγανίζαμε και την τρώγαμε. Σκεφτείτε σε ποιο σημείο είχαμε φτάσει».
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Όλες οι προηγούμενες αναρτήσεις του αφιερώματος, συγκεντρωτικά στο τέλος της ανάρτησης: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Διαβάστε κάθε μέρα στο www.ert.gr στις 7μμ
4 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι της Ελένης Σπανού-Κυδωνιέως & και της Μαρίας Σπανού-Πατεράκη
5 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι του Στρατή Βακρά το 1941 από τη Σάμο μέχρι την Αφρική
6 Σεπτεμβρίου 2017: Πάτρα Σιμάκη – Σπέη: Πρόσφυγας πολέμου το 1942 στο Ajaltoun
7 Σεπτεμβρίου 2017: Το αντιφασιστικό κίνημα στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής (1941-1944) α’ μέρος
8 Σεπτεμβρίου 2017: Το αντιφασιστικό κίνημα στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής (1941-1944) β’ μέρος
9 Σεπτεμβρίου 2017: Στρατής Γρημανέλης: Το κίνημα της Μέσης Ανατολής και η Α.Σ.Ο.
10 Σεπτεμβρίου 2017: Η ιστορία του Γιάννη Ευστρατίου Περγάμαλη στη Μέση Ανατολή
11 Σεπτεμβρίου 2017: Νικόλαος Καρίμαλης: Το προσφυγικό ταξίδι και η κατάταξη στον ελληνικό στρατό στη Μέση Ανατολή
12 Σεπτεμβρίου 2017: Χρήστος Χριστοδουλάκης: Ο Σαμιώτης βάρδος των αντιφασιστών στη Μέση Ανατολή
13 Σεπτεμβρίου 2017: Φώτης Σπανός: Ο ήρωας κομάντο του Αιγαίου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
14 Σεπτεμβρίου 2017: Κώστας Δεμερτζής: Από τη Σάμο πρόσφυγας στις πηγές του Μωυσέως και την Αιθιοπία
15 Σεπτεμβρίου 2017: Γιάννης Ταμβακλής: «Μπούργκ Ελ Αράμπ – Η Βάρκιζα της Μέσης Ανατολής»
16 Σεπτεμβρίου 2017: Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης: Από την Κύπρο μέχρι την Αίγυπτο στα χρόνια του πολέμου
17 Σεπτεμβρίου 2017: Ευαγγελία Καρούτσου – Τσαντίρη: Αναμνήσεις από την περίοδο της προσφυγιάς
18 Σεπτεμβρίου 2017: Από τη Νίσυρο στην Κύπρο και τη Γάζα – Το προσφυγικό ταξίδι της Άννας Κοντοβερού
19 Σεπτεμβρίου 2017: O αντίκτυπος της ιστορίας των Ελλήνων προσφύγων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στις επόμενες γενιές
20 Σεπτεμβρίου 2017: Ι. Ξηρού: Κοινωνήσαμε και φύγαμε πρόσφυγες στο άγνωστο (α΄ μέρος)
21 Σεπτεμβρίου 2017: Ι. Ξηρού: Κοινωνήσαμε και φύγαμε πρόσφυγες στο άγνωστο (β΄ μέρος)
22 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι της Δέσποινας Βατούγιου – Καντούνη και του Γιάννη Καντούνη
23 Σεπτεμβρίου 2017: Πανορμίτης Κουμνιανός: Κομμάντος του Αιγαίου
24 Σεπτεμβρίου 2017: Από τον Άγιο Φωκά στην Αιθιοπία: Το προσφυγικό ταξίδι της Αργυρώς Σαφού – Κουτσούτη το 1942
25 Σεπτεμβρίου 2017: Ολοκλήρωση της έρευνας για τους Έλληνες πρόσφυγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου