...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Μέλος πολυμελούς οικογένειας η Ιωάννα Ξηρού – Τσαγκά (όνομα πατέρα Χριστόδουλος Ξηρός και μητέρας Κλειώ Τουφεξή) στα χρόνια της κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το 1942 βάδισε το θαλάσσιο και χερσαίο δρόμο του προσφυγικού ταξιδιού. Μας δέχτηκε στο σπίτι της και μας μετέφερε τις εμπειρίες και τα βιώματά της.
-Πότε φύγατε για την προσφυγιά;
-Φύγαμε από το χωριό μας την Ακαμάτρα της Ικαρίας την άνοιξη του 1942, εγώ ήμουν σε ηλικία 10 ετών. Ο βασικός λόγος ήταν η πείνα, μαζεύαμε χόρτα, αλλά δεν είχαμε λάδι, ερχόταν στα χωριά μας από τον Άγιο Κήρυκο με χρυσαφικά για να τα δώσουν και να πάρουν τρόφιμα.
Είχα σταματήσει το σχολείο στην τρίτη τάξη του δημοτικού και ο πατέρας μου ήταν σιδεράς και είχε και μύλο στην Αλάμα, ενώ είχαμε και κατσίκια. Έλιωναν τα παπούτσια μας γιατί δεν υπήρχαν δέρματα στους τσαγκάρηδες.
Οι έμποροι ό,τι είχαν το έκρυβαν για να το δώσουν στη μαύρη αγορά. Μοίραζαν το αλεύρι με το δελτίο, στην οικογένεια ήμασταν 10 άτομα, οι δύο γονείς, έξι παιδιά, μία γιαγιά και ένας ξάδερφος που φύγαμε για την προσφυγιά.
-Πώς οργανώσατε τη διαφυγή;
-Δεν μαθαίναμε τι είχαν απογίνει όσοι είχαν φύγει πριν από μας, μέχρι που μία μέρα στο καφενείο του Λυγερή, ο πατέρας μου είδε έναν Σταμούλο, που ήξερε ότι είχε φύγει, να είναι καρδαμωμένος (είχε γυρίσει να πάρει τη μάνα του) και τον ρώτησε πώς ήταν «απέναντι». Με δυσκολία παραδέχτηκε ότι είχε πάει απέναντι και τελικά είπε πως είχε φαΐ και ήταν καλά.
Κανονίσαμε με το βαρκάρη Καστανιά, να φύγουμε από το Γιαλισκάρι και επειδή είχε λίστα αναμονής 150 ατόμων την παρακάμψαμε επειδή εμείς δώσαμε για ναύλο μισό σακί σιτάρι και μία κατσίκα, ενώ οι άλλοι έδιναν λεφτά.
Η μάνα μου είδε ένα όνειρο με έναν άγγελο που της ζήτησε αντίδωρο και επειδή δεν ξέραμε αν θα φτάναμε ζωντανοί στο άγνωστο που θα πηγαίναμε, μας πήγε στην εκκλησία του Ταξιάρχη να κοινωνήσουμε, από τον παπά Κρόκο από το Στελί.
Πλυθήκαμε και λουστήκαμε με σαπούνι, το οποίο το πήραμε ανταλλάσοντας τρόφιμα και πλύναμε και τα ρούχα μας. Πήραμε δύο πλάκες σαπούνι και δώσαμε τρόφιμα.
Ξεκινήσαμε απόγευμα ξυπόλητοι οι περισσότεροι (οι μαραγκοί έφτιαχναν κάτι παπούτσια σαν τσόκαρα) με ένα γαϊδούρι και ένα μουλάρι για να πάμε στο Γιαλισκάρι. Στον Κάμπο είδαμε έναν Δουρή που έρχονταν από το Γιαλισκάρι και μας είπε ότι στο δρόμο την είχαν στήσει οι Ιταλοί, που με κιάλια κοιτούσαν τη θάλασσα και αν συνεχίζαμε θα μας εντόπιζαν.
Κάναμε παράκαμψη από το Κέρος, φτάσαμε στο Γιαλισκάρι και κρυφτήκαμε στις καλαμιές, μέχρι να έρθει το βράδυ η βάρκα. Βρήκαμε και το γιό του βαρκάρη και όταν οι Ιταλοί πήγαν για ούζο, επιβιβαστήκαμε στη βάρκα που ήταν άλλοι δύο από τις Ράχες, ο βαρκάρης και ο αδερφός του και εμείς, σύνολο 14 άτομα.
Λόγω του βάρους ήμασταν ίσα νερά – ίσα βάρκα, αλλά ευτυχώς είχε καλό καιρό. Στο δρόμο και ενώ είχε ξημερώσει, ακούσαμε γερμανικό αεροπλάνο (τα ξεχωρίζαμε από τα ιταλικά από το θόρυβο της μηχανής) αλλά δεν μας εντόπισε, ενώ η μάνα μου έκανε προσευχές από το φόβο της.
Τελικά φτάσαμε στη Τουρκία στην περιοχή Διαβατές, την επόμενη νύχτα. Εκεί κοιμηθήκαμε στην παραλία και φάγαμε και λίγο ψωμί, ενώ ένας Τουρκοκρητικός, σύνδεσμος του Καστανιά, που μίλαγε ελληνικά, μας περίμενε και μας είπε ότι οι αρχές είχαν σφίξει τον έλεγχο και στην περιοχή είχαν σκοτωθεί πρόσφυγες. Eπίσης ότι δήθεν ένας Έλληνας είχε χτυπήσει με μαχαίρι έναν Τούρκο, ψέματα ήταν ήθελε μπαξίσι. Εμείς του είπαμε ότι πάμε στην Αίγυπτο, που είχαμε συγγενείς.
Αδειάσαμε τα πράγματά μας, ρούχα ήταν και διάλεξε μερικά σαν μπαξίσι, μάλλον κινδυνολογούσε για να του δώσουμε κάτι και πήγε να μας κρύψει, ενώ η μάνα μου έκλαιγε. Μας πήρε τα καλύτερά μας ρούχα.
Μας έκρυψε σε ένα ερείπιο και μας έφερε γάλα να πιούμε, νωρίτερα είχαμε πιεί νερό από ένα νερόλακκο,είχαμε και ένα κατσαρολάκι με λίγο κρέας.
Πριν από εμάς, από εκεί είχε περάσει ένας Ρουστάς με το γιό του, ενώ ένας καβαλάρης έψαχνε τα πατήματά μας.
Το ξημέρωμα με το γιό του ο Τούρκος μας πήγαν σε ένα δρόμο προς τα Αλάτσατα, για να πάμε στα καρακόλια και στη διαδρομή οι Τουρκάλες που μάζευαν καπνά όταν μας είδαν, μας πρόσφεραν παξιμάδια και έλεγαν «γκιούλι γιουζουκλέρι», ωραίο μωρό. Στη χωροφυλακή θέλανε να μας φορτώσουν σε ένα κάρο για να μας στείλουν στον Τσεσμέ, αλλά ζητήσαμε αυτοκίνητο, τους δώσαμε κάτι σεντόνια που είχαμε και πήγαμε τελικά με αυτοκίνητο.
-Τι έγινε στον Τσεσμέ;
-Καταγραφήκαμε και μείναμε σε σκηνές, ενώ υπήρχε πολύ ψείρα. Στρώσαμε ψάθες σε μία σκηνή για 10 άτομα και τα πόδια έβγαιναν έξω. Μείναμε τρεις μήνες στον Τσεσμέ, αρχικά τρώγαμε από συσσίτιο και μετά μας έδιναν κάποια χρήματα για σίτιση. Από τη δυσεντερία σημειώθηκαν αρκετοί θάνατοι και τους θάβαμε στο λόφο.
Από τον τύφο προσβλήθηκε ένας ξάδερφός μου ο Γιάννης Κατσάς, που τον πήγαμε στο νοσοκομείο και έγινε καλά. Τους ιερείς μας οι Τούρκοι τους υποχρέωναν σε κούρεμα και σε κοστούμι, όχι ράσα.
Οι έμποροι έκαναν χρυσές δουλειές από τους πρόσφυγες. Είχαμε έναν τενεκέ τον είχαμε κάνει κατσαρόλα και τρώγαμε μέσα από αυτόν. Νοικιάζαμε σκάφες από τις Τουρκάλες και πλέναμε τα ρούχα μας. Πηγαινοφέρναμε τα ρούχα για πλύσιμο και κρύβαμε από το σκοπό τρόφιμα, μέσα στα ρούχα.
Από τον Τσεσμέ μας πήγαν στη Σμύρνη με καράβι και από εκεί με ένα βρώμικο και παλιό τραίνο, αφού ταξιδέψαμε πέντε μέρες και περάσαμε 62 γαλαρίες βρεθήκαμε στη Συρία και στο Λίβανο. Οι άνδρες διαλέχτηκαν για να καταταγούν στο στρατό. Ο πατέρας μου πήγε στρατιώτης.
Στη Συρία μας πήγαν σε λουτρά και τα ρούχα σε κλίβανο και όσοι είχαν ψείρες τους κουρέψανε.
Στη Βηρυτό μας έδωσαν κουβέρτες και φιστίκια και με φορτηγά μας πήγαν στην Τρίπολη του Λιβάνου για 15 μέρες σε ξενοδοχεία, όπου μας έκαναν εμβόλια. Μέναμε μέσα στα δωμάτια στρωματσάδα, αφού δεν είχε κρεβάτια. Ακολούθως μας πήγαν στο Πορτ Σάιντ και με μαούνες στις Πηγές του Μωυσέως.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Συγκεντρωτικά όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Διαβάστε στο www.ert.gr κάθε μέρα στις 7πμ
21 Σεπτεμβρίου 2017: Ι. Ξηρού: Κοινωνήσαμε και φύγαμε πρόσφυγες στο άγνωστο (β΄ μέρος)
22 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι της Δέσποινας Βατούγιου – Καντούνη και του Γιάννη Καντούνη
23 Σεπτεμβρίου 2017: Πανορμίτης Κουμνιανός: Κομμάντος του Αιγαίου
24 Σεπτεμβρίου 2017: Από τον Άγιο Φωκά στην Αιθιοπία: Το προσφυγικό ταξίδι της Αργυρώς Σαφού – Κουτσούτη το 1942
25 Σεπτεμβρίου 2017: Ολοκλήρωση της έρευνας για τους Έλληνες πρόσφυγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Μέλος πολυμελούς οικογένειας η Ιωάννα Ξηρού – Τσαγκά (όνομα πατέρα Χριστόδουλος Ξηρός και μητέρας Κλειώ Τουφεξή) στα χρόνια της κατοχής και του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το 1942 βάδισε το θαλάσσιο και χερσαίο δρόμο του προσφυγικού ταξιδιού. Μας δέχτηκε στο σπίτι της και μας μετέφερε τις εμπειρίες και τα βιώματά της.
-Πότε φύγατε για την προσφυγιά;
-Φύγαμε από το χωριό μας την Ακαμάτρα της Ικαρίας την άνοιξη του 1942, εγώ ήμουν σε ηλικία 10 ετών. Ο βασικός λόγος ήταν η πείνα, μαζεύαμε χόρτα, αλλά δεν είχαμε λάδι, ερχόταν στα χωριά μας από τον Άγιο Κήρυκο με χρυσαφικά για να τα δώσουν και να πάρουν τρόφιμα.
Είχα σταματήσει το σχολείο στην τρίτη τάξη του δημοτικού και ο πατέρας μου ήταν σιδεράς και είχε και μύλο στην Αλάμα, ενώ είχαμε και κατσίκια. Έλιωναν τα παπούτσια μας γιατί δεν υπήρχαν δέρματα στους τσαγκάρηδες.
Οι έμποροι ό,τι είχαν το έκρυβαν για να το δώσουν στη μαύρη αγορά. Μοίραζαν το αλεύρι με το δελτίο, στην οικογένεια ήμασταν 10 άτομα, οι δύο γονείς, έξι παιδιά, μία γιαγιά και ένας ξάδερφος που φύγαμε για την προσφυγιά.
-Πώς οργανώσατε τη διαφυγή;
-Δεν μαθαίναμε τι είχαν απογίνει όσοι είχαν φύγει πριν από μας, μέχρι που μία μέρα στο καφενείο του Λυγερή, ο πατέρας μου είδε έναν Σταμούλο, που ήξερε ότι είχε φύγει, να είναι καρδαμωμένος (είχε γυρίσει να πάρει τη μάνα του) και τον ρώτησε πώς ήταν «απέναντι». Με δυσκολία παραδέχτηκε ότι είχε πάει απέναντι και τελικά είπε πως είχε φαΐ και ήταν καλά.
Κανονίσαμε με το βαρκάρη Καστανιά, να φύγουμε από το Γιαλισκάρι και επειδή είχε λίστα αναμονής 150 ατόμων την παρακάμψαμε επειδή εμείς δώσαμε για ναύλο μισό σακί σιτάρι και μία κατσίκα, ενώ οι άλλοι έδιναν λεφτά.
Η μάνα μου είδε ένα όνειρο με έναν άγγελο που της ζήτησε αντίδωρο και επειδή δεν ξέραμε αν θα φτάναμε ζωντανοί στο άγνωστο που θα πηγαίναμε, μας πήγε στην εκκλησία του Ταξιάρχη να κοινωνήσουμε, από τον παπά Κρόκο από το Στελί.
Πλυθήκαμε και λουστήκαμε με σαπούνι, το οποίο το πήραμε ανταλλάσοντας τρόφιμα και πλύναμε και τα ρούχα μας. Πήραμε δύο πλάκες σαπούνι και δώσαμε τρόφιμα.
Ξεκινήσαμε απόγευμα ξυπόλητοι οι περισσότεροι (οι μαραγκοί έφτιαχναν κάτι παπούτσια σαν τσόκαρα) με ένα γαϊδούρι και ένα μουλάρι για να πάμε στο Γιαλισκάρι. Στον Κάμπο είδαμε έναν Δουρή που έρχονταν από το Γιαλισκάρι και μας είπε ότι στο δρόμο την είχαν στήσει οι Ιταλοί, που με κιάλια κοιτούσαν τη θάλασσα και αν συνεχίζαμε θα μας εντόπιζαν.
Κάναμε παράκαμψη από το Κέρος, φτάσαμε στο Γιαλισκάρι και κρυφτήκαμε στις καλαμιές, μέχρι να έρθει το βράδυ η βάρκα. Βρήκαμε και το γιό του βαρκάρη και όταν οι Ιταλοί πήγαν για ούζο, επιβιβαστήκαμε στη βάρκα που ήταν άλλοι δύο από τις Ράχες, ο βαρκάρης και ο αδερφός του και εμείς, σύνολο 14 άτομα.
Λόγω του βάρους ήμασταν ίσα νερά – ίσα βάρκα, αλλά ευτυχώς είχε καλό καιρό. Στο δρόμο και ενώ είχε ξημερώσει, ακούσαμε γερμανικό αεροπλάνο (τα ξεχωρίζαμε από τα ιταλικά από το θόρυβο της μηχανής) αλλά δεν μας εντόπισε, ενώ η μάνα μου έκανε προσευχές από το φόβο της.
Τελικά φτάσαμε στη Τουρκία στην περιοχή Διαβατές, την επόμενη νύχτα. Εκεί κοιμηθήκαμε στην παραλία και φάγαμε και λίγο ψωμί, ενώ ένας Τουρκοκρητικός, σύνδεσμος του Καστανιά, που μίλαγε ελληνικά, μας περίμενε και μας είπε ότι οι αρχές είχαν σφίξει τον έλεγχο και στην περιοχή είχαν σκοτωθεί πρόσφυγες. Eπίσης ότι δήθεν ένας Έλληνας είχε χτυπήσει με μαχαίρι έναν Τούρκο, ψέματα ήταν ήθελε μπαξίσι. Εμείς του είπαμε ότι πάμε στην Αίγυπτο, που είχαμε συγγενείς.
Αδειάσαμε τα πράγματά μας, ρούχα ήταν και διάλεξε μερικά σαν μπαξίσι, μάλλον κινδυνολογούσε για να του δώσουμε κάτι και πήγε να μας κρύψει, ενώ η μάνα μου έκλαιγε. Μας πήρε τα καλύτερά μας ρούχα.
Μας έκρυψε σε ένα ερείπιο και μας έφερε γάλα να πιούμε, νωρίτερα είχαμε πιεί νερό από ένα νερόλακκο,είχαμε και ένα κατσαρολάκι με λίγο κρέας.
Πριν από εμάς, από εκεί είχε περάσει ένας Ρουστάς με το γιό του, ενώ ένας καβαλάρης έψαχνε τα πατήματά μας.
Το ξημέρωμα με το γιό του ο Τούρκος μας πήγαν σε ένα δρόμο προς τα Αλάτσατα, για να πάμε στα καρακόλια και στη διαδρομή οι Τουρκάλες που μάζευαν καπνά όταν μας είδαν, μας πρόσφεραν παξιμάδια και έλεγαν «γκιούλι γιουζουκλέρι», ωραίο μωρό. Στη χωροφυλακή θέλανε να μας φορτώσουν σε ένα κάρο για να μας στείλουν στον Τσεσμέ, αλλά ζητήσαμε αυτοκίνητο, τους δώσαμε κάτι σεντόνια που είχαμε και πήγαμε τελικά με αυτοκίνητο.
-Τι έγινε στον Τσεσμέ;
-Καταγραφήκαμε και μείναμε σε σκηνές, ενώ υπήρχε πολύ ψείρα. Στρώσαμε ψάθες σε μία σκηνή για 10 άτομα και τα πόδια έβγαιναν έξω. Μείναμε τρεις μήνες στον Τσεσμέ, αρχικά τρώγαμε από συσσίτιο και μετά μας έδιναν κάποια χρήματα για σίτιση. Από τη δυσεντερία σημειώθηκαν αρκετοί θάνατοι και τους θάβαμε στο λόφο.
Από τον τύφο προσβλήθηκε ένας ξάδερφός μου ο Γιάννης Κατσάς, που τον πήγαμε στο νοσοκομείο και έγινε καλά. Τους ιερείς μας οι Τούρκοι τους υποχρέωναν σε κούρεμα και σε κοστούμι, όχι ράσα.
Οι έμποροι έκαναν χρυσές δουλειές από τους πρόσφυγες. Είχαμε έναν τενεκέ τον είχαμε κάνει κατσαρόλα και τρώγαμε μέσα από αυτόν. Νοικιάζαμε σκάφες από τις Τουρκάλες και πλέναμε τα ρούχα μας. Πηγαινοφέρναμε τα ρούχα για πλύσιμο και κρύβαμε από το σκοπό τρόφιμα, μέσα στα ρούχα.
Από τον Τσεσμέ μας πήγαν στη Σμύρνη με καράβι και από εκεί με ένα βρώμικο και παλιό τραίνο, αφού ταξιδέψαμε πέντε μέρες και περάσαμε 62 γαλαρίες βρεθήκαμε στη Συρία και στο Λίβανο. Οι άνδρες διαλέχτηκαν για να καταταγούν στο στρατό. Ο πατέρας μου πήγε στρατιώτης.
Στη Συρία μας πήγαν σε λουτρά και τα ρούχα σε κλίβανο και όσοι είχαν ψείρες τους κουρέψανε.
Στη Βηρυτό μας έδωσαν κουβέρτες και φιστίκια και με φορτηγά μας πήγαν στην Τρίπολη του Λιβάνου για 15 μέρες σε ξενοδοχεία, όπου μας έκαναν εμβόλια. Μέναμε μέσα στα δωμάτια στρωματσάδα, αφού δεν είχε κρεβάτια. Ακολούθως μας πήγαν στο Πορτ Σάιντ και με μαούνες στις Πηγές του Μωυσέως.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Συγκεντρωτικά όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Διαβάστε στο www.ert.gr κάθε μέρα στις 7πμ
21 Σεπτεμβρίου 2017: Ι. Ξηρού: Κοινωνήσαμε και φύγαμε πρόσφυγες στο άγνωστο (β΄ μέρος)
22 Σεπτεμβρίου 2017: Το προσφυγικό ταξίδι της Δέσποινας Βατούγιου – Καντούνη και του Γιάννη Καντούνη
23 Σεπτεμβρίου 2017: Πανορμίτης Κουμνιανός: Κομμάντος του Αιγαίου
24 Σεπτεμβρίου 2017: Από τον Άγιο Φωκά στην Αιθιοπία: Το προσφυγικό ταξίδι της Αργυρώς Σαφού – Κουτσούτη το 1942
25 Σεπτεμβρίου 2017: Ολοκλήρωση της έρευνας για τους Έλληνες πρόσφυγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου