...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1931 και έμεινε στο Βροντάδο της Σύρου, άρχισε να εργάζεται στα 8 του χρόνια σε ραφτάδικο, έζησε βομβαρδισμούς του νησιού άλλοτε από τα γερμανικά στούκας και άλλοτε από τους Εγγλέζους. Ο Σπύρος Κρεατσούλας, έγραψε τις αναμνήσεις μίας ζωής σε τετράδιο. Επιλέξαμε ορισμένα αποσπάσματα από αυτό και σας τα παρουσιάζουμε.
«Τώρα ερχόμαστε στο πώς ήλθαν οι Ιταλοί στο νησί. Θυμάμαι ήμουν έξω από το μαγαζί του Καραβέλα και ήρθε μία τορπιλάκατος και έφερε δύο Γερμανούς αξιωματικούς και τέσσερις Ιταλούς αξιωματικούς. Εκεί βρέθηκαν και δύο Έλληνες, κάτι είπαν και τράβηξαν για το λιμεναρχείο. Μετά από λίγες μέρες ήρθε ένα πλοίο μεγάλο για την εποχή εκείνη και ένα αντιτορπιλικό και αν δεν κάνω λάθος το έλεγαν ΜΠΕΛΑ ΡΟΜΑ και έδεσε κοντά στο μαγαζί του Τσιλή, γωνία Ελ. Βενιζέλου και Εθν. Αντιστάσεως και μετά από περίπου δύο ώρες ήρθε ένα πλοίο και έβγαλε αρκετούς Ιταλούς στρατιώτες. Όλοι ήταν κακοπεριοποιημένοι και αργότερα μάθαμε ότι έρχονταν από την Αντις Αμπέμπα της Αιθιοπίας».
«Μόλις τους άφησαν στην παραλία, όλοι έτρεξαν στη αγορά, δεν άφησαν ούτε λεμόνι που λέει ο λόγος. Η αγορά δεν είχε σταματήσει ακόμα, έβρισκες ό,τι ήθελες. Τότε ο κόσμος άρχισε να ψωνίζει ό,τι έβρισκε και να τα κρύβει στα σπίτια. Βέβαια υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν χρήματα να ψωνίσουν, αυτοί ήταν σιγά – σιγά τα πρώτα θύματα».
Ακολούθως ο κ. Κρεατσούλας εργάστηκε σαν παραγιός στην ταβέρνα του Ευάγγελου Βάτη και εξασφάλιζε το φαγητό του, αλλά και μερικές φορές και κάτι παραπάνω που με ένα ντενεκεδάκι το πήγαινε στο σπίτι του για να το φάνε μέλη της οικογένειάς του. Περιγράφει τους Ιταλούς σαν ανθρώπους που δεν ήθελαν πόλεμο, αλλά «αυτοί ήθελαν ωραία ζωή, να έχουν τη γκόμενά και να τραγουδούν το Μάμα τι βόλιο μπένε και άλλα ωραία ιταλικά τραγούδια και να κλέβουν».
Περιγράφει όμως και περιστατικά Ιταλών που όταν μεθούσαν τους χτυπούσαν για να δείξουν ότι είναι άντρες. Ήταν η εποχή που άρχιζαν και οι θάνατοι από την πείνα. Οι Ιταλοί είχαν αποθήκες και όλο και κάποιοι κατάφερναν να παίρνουν μικροποσότητες ζάχαρης και αλευριού και φορώντας δύο παντελόνια έβαζαν όση ποσότητα μπορούσαν στο εσωτερικό παντελόνι, αφού τρυπούσαν κάποιο σακί.
«Υπήρχε ένας Ιταλός ναύτης αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν Βιτσέντζο που έφερνε πανιότα (ψωμί) σκατολέτες (κονσέρβες scatola, κουτί στα ιταλικά), σταφίδες και χαρούπια και τα ανταλλάσσαμε με αυγά, τα οποία τα έπαιρνα από πλανόδιο που πήγαινε στα χωριά, ή και με άλλα είδη όπως δαχτυλίδια, βραχιόλια,κλπ
Ο Βιτσέντζο αυτά τα έκλεβε από το καράβι – τορπιλάκατο, μου είχε δώσει και πατάτες και μία μέρα και τενεκέ με λάδι και περίμενε λιρέτες». Δεν βρέθηκε ο αγοραστής και επεστράφη ο τενεκές, που όμως κάποιοι (Έλληνες που μεσολάβησαν στη διαδικασία) είχαν βάλει μέσα νερό και είχαν πάρει το λάδι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο μικρός Κρεατσούλας, την επόμενη φορά που τον είδαν οι Ιταλοί, να τον δείρουν.
«Όταν άρχισαν να έρχονται οι Γερμανοί έβαλαν φράγματα και συρματοπλέγματα στο λιμάνι, δεν ήθελαν νταλαβέρι με κανέναν, ούτε έδιναν, αλλά ούτε και ήθελαν συναλλαγές. Το μόνο που ήξεραν να λένε ήταν Ράους και πάντα πρότειναν το όπλο.
Οι Ιταλοί είχαν ένα χώρο που συγκέντρωναν το γάλα από τα χωριά και το έκαναν διανομή στα διάφορα μέρη που ήταν Ιταλοί. Μία φορά κοίταξα τα δοχεία μεταφοράς γάλακτος μήπως δεν ήταν εντελώς στραγγισμένα. Είδα και ρεζερβουάρ βενζίνης και μου φάνηκε εύκολο το ξεβίδωμα της τάπας και αποφάσισα να βρώ ένα σφουγγαράκι να το δέσω σε ένα ξύλο και να κλέβω βενζίνη.
Στη Νεάπολη ήταν οι μαυραγορίτες. Τους έδινα και μου έδιναν σταφίδες, σύκα, χαρούπια, λούπινα και εγώ τους έδινα βενζίνη, που ήταν δυσεύρετη εκείνη την εποχή.
Μία φορά με πιάσανε οι Ιταλοί και έφαγα ξύλο με το τσουβάλι. Επειδή ήμουν μικρός με ρώταγαν ποιος μου τα έμαθε αυτά και ποιος με έβαλε.
Εκεί που με είχαν οι Ιταλοί φέρνουν ένα λεβέντη και τον πετάνε μέσα. Ήταν ο Γιώργος ένας από την Πάρο ή την Αντίπαρο και είχε ένα καΐκι και μετέφερε Έλληνες στην Ικαρία και από εκεί για τη Μέση Ανατολή για να ταχτούν ενάντια στον κατακτητή, άλλοι στον Ιερό Λόχο, άλλοι στα πολεμικά μας καράβια. Με τη βοήθεια του Δεσπότη με έβγαλαν γιατί ήταν έτοιμοι να με κατηγορήσουν για σαμποτάζ και να με στείλουν στο Καρλόβασι της Σάμου.
Είχα μάθει ότι ο Δεσπότης είχε ασύρματο και είχε κρύψει κομμάντος Έλληνες και Εγγλέζους κάτω από την εκκλησία τους Άγιους Πάντες.
Εγώ δούλευα (είχαν πια κυριαρχήσει οι Γερμανοί, οι Ιταλοί είχαν καταρρεύσει, η αγορά είχε νεκρώσει) στη μπυραρία του Νίκου Μανίκα και έτρωγα ένα πιάτο φαί από τη γυναίκα του την κυρά Φιλίτσα».
Ο κ. Κρεατσούλας αναφέρει ότι μετά τη φυγή των Γερμανών άρχισαν να έρχονται Εγγλέζοι και Έλληνες και να έρχονται τα Λίμπερτι και να φέρνουν τρόφιμα, από σοκολάτα μέχρι αλεύρι. Γεμάτο το λιμάνι από εργάτες να ξεφορτώνουν διάφορα τρόφιμα, σημειώνει ο κ. Κρεατσούλας.
Βέβαια φέυγοντας οι κατακτητές, οι κάτοικοι του νησιού πήραν από τις αποθήκες τους, ό,τι έβρισκαν «χωρίς να ξέρουν αν είναι τρόφιμα ή χειροβομβίδες. Εγώ πήρα ένα σακίδιο και δεν ήξερα πως μέσα είχε χειροβομβίδες».
Με τη βοήθεια της ΟΥΝΡΑ άρχισαν να ανοίγουν τα εργοστάσια, να αλλάζει η ζωή του τόπου, να ανοίγουν οι ταβέρνες και να γλεντάει ο κόσμος. Μετά ήρθαν τα δύσκολα χρόνια και ο εμφύλιος «Δύσκολη εποχή για να μιλάς για δημοκρατία, ελευθερία, ειρήνη».
Oργάνωση & επιμέλεια έρευνας: Nάσος Μπράτσος
Όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Αναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Κάθε μέρα λίγα λεπτά μετά τις 7πμ διαβάστε στο www.ert.gr:
Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017: ΑSYA MINOR yeniden: Η τουρκική ματιά στην ελληνική προσφυγιά του Β’ Παγκοσμίου πολέμου
Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017: Mαρία Οικονόμου – Μανωλιού: Το προσφυγικό της ταξίδι από τη Σάμο στη Γάζα
Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017: Ανδρέας Χριστόπουλος – από το πολεμικό ναυτικό στα «σύρματα» των Εγγλέζων στην Αίγυπτο
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1931 και έμεινε στο Βροντάδο της Σύρου, άρχισε να εργάζεται στα 8 του χρόνια σε ραφτάδικο, έζησε βομβαρδισμούς του νησιού άλλοτε από τα γερμανικά στούκας και άλλοτε από τους Εγγλέζους. Ο Σπύρος Κρεατσούλας, έγραψε τις αναμνήσεις μίας ζωής σε τετράδιο. Επιλέξαμε ορισμένα αποσπάσματα από αυτό και σας τα παρουσιάζουμε.
«Τώρα ερχόμαστε στο πώς ήλθαν οι Ιταλοί στο νησί. Θυμάμαι ήμουν έξω από το μαγαζί του Καραβέλα και ήρθε μία τορπιλάκατος και έφερε δύο Γερμανούς αξιωματικούς και τέσσερις Ιταλούς αξιωματικούς. Εκεί βρέθηκαν και δύο Έλληνες, κάτι είπαν και τράβηξαν για το λιμεναρχείο. Μετά από λίγες μέρες ήρθε ένα πλοίο μεγάλο για την εποχή εκείνη και ένα αντιτορπιλικό και αν δεν κάνω λάθος το έλεγαν ΜΠΕΛΑ ΡΟΜΑ και έδεσε κοντά στο μαγαζί του Τσιλή, γωνία Ελ. Βενιζέλου και Εθν. Αντιστάσεως και μετά από περίπου δύο ώρες ήρθε ένα πλοίο και έβγαλε αρκετούς Ιταλούς στρατιώτες. Όλοι ήταν κακοπεριοποιημένοι και αργότερα μάθαμε ότι έρχονταν από την Αντις Αμπέμπα της Αιθιοπίας».
«Μόλις τους άφησαν στην παραλία, όλοι έτρεξαν στη αγορά, δεν άφησαν ούτε λεμόνι που λέει ο λόγος. Η αγορά δεν είχε σταματήσει ακόμα, έβρισκες ό,τι ήθελες. Τότε ο κόσμος άρχισε να ψωνίζει ό,τι έβρισκε και να τα κρύβει στα σπίτια. Βέβαια υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν χρήματα να ψωνίσουν, αυτοί ήταν σιγά – σιγά τα πρώτα θύματα».
Ακολούθως ο κ. Κρεατσούλας εργάστηκε σαν παραγιός στην ταβέρνα του Ευάγγελου Βάτη και εξασφάλιζε το φαγητό του, αλλά και μερικές φορές και κάτι παραπάνω που με ένα ντενεκεδάκι το πήγαινε στο σπίτι του για να το φάνε μέλη της οικογένειάς του. Περιγράφει τους Ιταλούς σαν ανθρώπους που δεν ήθελαν πόλεμο, αλλά «αυτοί ήθελαν ωραία ζωή, να έχουν τη γκόμενά και να τραγουδούν το Μάμα τι βόλιο μπένε και άλλα ωραία ιταλικά τραγούδια και να κλέβουν».
Περιγράφει όμως και περιστατικά Ιταλών που όταν μεθούσαν τους χτυπούσαν για να δείξουν ότι είναι άντρες. Ήταν η εποχή που άρχιζαν και οι θάνατοι από την πείνα. Οι Ιταλοί είχαν αποθήκες και όλο και κάποιοι κατάφερναν να παίρνουν μικροποσότητες ζάχαρης και αλευριού και φορώντας δύο παντελόνια έβαζαν όση ποσότητα μπορούσαν στο εσωτερικό παντελόνι, αφού τρυπούσαν κάποιο σακί.
«Υπήρχε ένας Ιταλός ναύτης αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν Βιτσέντζο που έφερνε πανιότα (ψωμί) σκατολέτες (κονσέρβες scatola, κουτί στα ιταλικά), σταφίδες και χαρούπια και τα ανταλλάσσαμε με αυγά, τα οποία τα έπαιρνα από πλανόδιο που πήγαινε στα χωριά, ή και με άλλα είδη όπως δαχτυλίδια, βραχιόλια,κλπ
Ο Βιτσέντζο αυτά τα έκλεβε από το καράβι – τορπιλάκατο, μου είχε δώσει και πατάτες και μία μέρα και τενεκέ με λάδι και περίμενε λιρέτες». Δεν βρέθηκε ο αγοραστής και επεστράφη ο τενεκές, που όμως κάποιοι (Έλληνες που μεσολάβησαν στη διαδικασία) είχαν βάλει μέσα νερό και είχαν πάρει το λάδι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο μικρός Κρεατσούλας, την επόμενη φορά που τον είδαν οι Ιταλοί, να τον δείρουν.
«Όταν άρχισαν να έρχονται οι Γερμανοί έβαλαν φράγματα και συρματοπλέγματα στο λιμάνι, δεν ήθελαν νταλαβέρι με κανέναν, ούτε έδιναν, αλλά ούτε και ήθελαν συναλλαγές. Το μόνο που ήξεραν να λένε ήταν Ράους και πάντα πρότειναν το όπλο.
Οι Ιταλοί είχαν ένα χώρο που συγκέντρωναν το γάλα από τα χωριά και το έκαναν διανομή στα διάφορα μέρη που ήταν Ιταλοί. Μία φορά κοίταξα τα δοχεία μεταφοράς γάλακτος μήπως δεν ήταν εντελώς στραγγισμένα. Είδα και ρεζερβουάρ βενζίνης και μου φάνηκε εύκολο το ξεβίδωμα της τάπας και αποφάσισα να βρώ ένα σφουγγαράκι να το δέσω σε ένα ξύλο και να κλέβω βενζίνη.
Στη Νεάπολη ήταν οι μαυραγορίτες. Τους έδινα και μου έδιναν σταφίδες, σύκα, χαρούπια, λούπινα και εγώ τους έδινα βενζίνη, που ήταν δυσεύρετη εκείνη την εποχή.
Μία φορά με πιάσανε οι Ιταλοί και έφαγα ξύλο με το τσουβάλι. Επειδή ήμουν μικρός με ρώταγαν ποιος μου τα έμαθε αυτά και ποιος με έβαλε.
Εκεί που με είχαν οι Ιταλοί φέρνουν ένα λεβέντη και τον πετάνε μέσα. Ήταν ο Γιώργος ένας από την Πάρο ή την Αντίπαρο και είχε ένα καΐκι και μετέφερε Έλληνες στην Ικαρία και από εκεί για τη Μέση Ανατολή για να ταχτούν ενάντια στον κατακτητή, άλλοι στον Ιερό Λόχο, άλλοι στα πολεμικά μας καράβια. Με τη βοήθεια του Δεσπότη με έβγαλαν γιατί ήταν έτοιμοι να με κατηγορήσουν για σαμποτάζ και να με στείλουν στο Καρλόβασι της Σάμου.
Είχα μάθει ότι ο Δεσπότης είχε ασύρματο και είχε κρύψει κομμάντος Έλληνες και Εγγλέζους κάτω από την εκκλησία τους Άγιους Πάντες.
Εγώ δούλευα (είχαν πια κυριαρχήσει οι Γερμανοί, οι Ιταλοί είχαν καταρρεύσει, η αγορά είχε νεκρώσει) στη μπυραρία του Νίκου Μανίκα και έτρωγα ένα πιάτο φαί από τη γυναίκα του την κυρά Φιλίτσα».
Ο κ. Κρεατσούλας αναφέρει ότι μετά τη φυγή των Γερμανών άρχισαν να έρχονται Εγγλέζοι και Έλληνες και να έρχονται τα Λίμπερτι και να φέρνουν τρόφιμα, από σοκολάτα μέχρι αλεύρι. Γεμάτο το λιμάνι από εργάτες να ξεφορτώνουν διάφορα τρόφιμα, σημειώνει ο κ. Κρεατσούλας.
Βέβαια φέυγοντας οι κατακτητές, οι κάτοικοι του νησιού πήραν από τις αποθήκες τους, ό,τι έβρισκαν «χωρίς να ξέρουν αν είναι τρόφιμα ή χειροβομβίδες. Εγώ πήρα ένα σακίδιο και δεν ήξερα πως μέσα είχε χειροβομβίδες».
Με τη βοήθεια της ΟΥΝΡΑ άρχισαν να ανοίγουν τα εργοστάσια, να αλλάζει η ζωή του τόπου, να ανοίγουν οι ταβέρνες και να γλεντάει ο κόσμος. Μετά ήρθαν τα δύσκολα χρόνια και ο εμφύλιος «Δύσκολη εποχή για να μιλάς για δημοκρατία, ελευθερία, ειρήνη».
Oργάνωση & επιμέλεια έρευνας: Nάσος Μπράτσος
Όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Αναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Κάθε μέρα λίγα λεπτά μετά τις 7πμ διαβάστε στο www.ert.gr:
Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017: ΑSYA MINOR yeniden: Η τουρκική ματιά στην ελληνική προσφυγιά του Β’ Παγκοσμίου πολέμου
Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017: Mαρία Οικονόμου – Μανωλιού: Το προσφυγικό της ταξίδι από τη Σάμο στη Γάζα
Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017: Ανδρέας Χριστόπουλος – από το πολεμικό ναυτικό στα «σύρματα» των Εγγλέζων στην Αίγυπτο