...αναδημοσίευση από το www.ert.gr...
Aκολούθησε το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς και από την Ικαρία πέρασε στην Τουρκία για να βρεθεί στη Μέση Ανατολή, η Δέσποινα (Πιπίτσα) Σπανού – Μπονάτσου, θυμάται τα ταραγμένα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
-Πότε φύγατε και ποιοι ήταν οι λόγοι;
-Φύγαμε το 1943 και η βασική αιτία ήταν η πείνα. Οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει και οι Γερμανοί που τους διαδέχτηκαν ήταν πολύ σκληροί και μας τα έπαιρναν όλα, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε.
Ξεκινήσαμε από το λιμάνι του Ευδήλου Ικαρίας, περίπου 15 άτομα που μπήκαμε σε μία βενζινάκατο, χωρίς να υπάρχουν προβλήματα που να μας έκαναν να κρυφτούμε. Ο καιρός ήταν καλός και ευτυχώς που ήταν έτσι γιατί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού χάλασε η μηχανή. Μαζί μας ταξίδευε ο Ιωάννης Τσαντές και η σύζυγός του, ένας Βλαχογένης δικηγόρος, κλπ
-Πληρώσατε ναύλα;
-Για ναύλο δώσαμε τη ραπτομηχανή μας, αλλά όταν τελείωσε ο πόλεμος δώσαμε λίγα λεφτά και την ξαναπήραμε πίσω.
Φτάσαμε στην Τουρκία στην Αγρελιά που ήταν και ένα στρατιωτικό φυλάκιο και η συμπεριφορά των Τούρκων στρατιωτών ήταν καλή. Στην Αγρελιά συναντήσαμε το Φώτη Σπανό (υπηρετούσε σε στολίσκο κομάντος) και μας έφερε μπισκότα, που με την πείνα που είχαμε δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς μας φάνηκαν.
-Πόσο μείνατε εκεί;
-Μείναμε κοντά 20 μέρες στον Τσεσμέ και μετά πήγαμε στο Χαλέπι και ακολούθως στα Ιεροσόλυμα. Μας πήγαν στο στρατόπεδο Νουσεϊράτ και εκεί ήταν κοντά 2.000 Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως νησιώτες, Σαμιώτες, Χιώτες, Ικαριώτες και πολλοί Δωδεκανήσιοι.
Εκεί εργάστηκα σαν δασκάλα και είχα μαθητές 12 χρονών που τους ξεκινούσαμε από πρώτη δημοτικού. Ήταν Δωδεκανήσιοι γιατί οι Ιταλοί είχαν επιβάλλει την ιταλική γλώσσα στο σχολείο και τα ελληνικά που ήξεραν τα παιδιά ήταν από τις συνομιλίες με τους γονείς τους. Είχαν μεγάλο πρόβλημα στο να διαβάσουν και να γράψουν ελληνικά. Είχαμε πίνακα, θρανία στην τάξη, ήταν ένα κανονικό σχολείο.
-Θυμόσαστε άλλους εκπαιδευτικούς;
-Από δασκάλους και καθηγητές θυμάμαι το Γιάννη Ταμβακλή και έναν Τζανετάκη. Ορκίστηκα βοηθός δασκάλα από την κυβέρνηση του Καΐρου και μάλιστα πήρα και τον πρώτο μου μισθό, που ήταν 12 λίρες Αιγύπτου. Τότε πήρα την αδερφή μου Γεωργία και πήγαμε για ψώνια στα Ιεροσόλυμα, πήραμε τσάντες και άλλα πράγματα.
-Πώς ήταν η ζωή μέσα στο στρατόπεδο;
-Η ζωή μέσα στο στρατόπεδο ήταν οργανωμένη με μαγειρεία, φαρμακεία, γίνονταν θεατρικές παραστάσεις, χοροί, κλπ
Είχε ζέστη και υγρασία, μέναμε σε σκηνές και σε κάτι άλλα κτίσματα με λαμαρίνες, ενώ συχνά έρχονταν στις σκηνές μεγάλα καβούρια από τη θάλασσα. Μέναμε σε μία σκηνή με μία οικογένεια δασκάλων από τη Σάμο. Ο Ταμβακλής παντρεύτηκε εκεί, ενώ εμένα με πλησίασε ένας αξιωματικός επίθετο Καπνιάς από τη Σάμο, που τον γνώρισα σε ένα χορό (γίνονταν εκεί χοροί, γλέντια, γάμοι) αλλά δείλιασα και του είπα ότι ήταν πολύ αυστηρός ο πατέρας μου. Η αδελφή μου Γεωργία παντρεύτηκε στα Ιεροσόλυμα.
Ο πατέρας μου ζήτησε να μεταφερθούμε στα Ιεροσόλυμα, όπως και έγινε και τότε σταμάτησα και να παραδίδω μαθήματα στο σχολείο του Νουσεϊράτ. Μείναμε σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο με κουζίνα και μπάνιο και πληρώναμε 5 λίρες το μήνα. Ιδιοκτησιακά αρκετά δωμάτια ανήκαν σε μοναστήρια του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Εκεί πια ζούσαμε σαν κανονικοί ελεύθεροι πολίτες.
-Πώς ήταν οι σχέσεις σας με τους ντόπιους;
-Με τους ντόπιους είχαμε καλές σχέσεις, άλλωστε από παλιά υπήρχε ελληνισμός εκεί και βοήθησε να γίνουμε αποδεκτοί. Θυμάμαι έναν οδοντίατρο τον Ιγνατιάδη που έκανε και αστεία.
-Πότε γυρίσατε;
-Γυρίσαμε το 1945 από τη Χάιφα με πλοίο και πήγαμε στον Πειραιά, όπου φιλοξενηθήκαμε λίγες μέρες σε σπίτια συγγενών και φύγαμε για τη Σύρο. Εκεί μείναμε λίγο καιρό, είχαν πιάσει και τα αδέρφια μου δουλειά στην UNRA την υπηρεσία του ΟΗΕ για αποκατάσταση των προσφύγων και αργότερα πήγαμε στην Ικαρία.
Η οικογένειά μου ήταν εκτός από τους γονείς, τέσσερις αδερφοί, ο Γιώργος, ο Νίκος, ο Πέτρος, ο Βάσος, η αδελφή μου Γεωργία και εγώ.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Αναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.grb
Aκολούθησε το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς και από την Ικαρία πέρασε στην Τουρκία για να βρεθεί στη Μέση Ανατολή, η Δέσποινα (Πιπίτσα) Σπανού – Μπονάτσου, θυμάται τα ταραγμένα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
-Πότε φύγατε και ποιοι ήταν οι λόγοι;
-Φύγαμε το 1943 και η βασική αιτία ήταν η πείνα. Οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει και οι Γερμανοί που τους διαδέχτηκαν ήταν πολύ σκληροί και μας τα έπαιρναν όλα, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε.
Ξεκινήσαμε από το λιμάνι του Ευδήλου Ικαρίας, περίπου 15 άτομα που μπήκαμε σε μία βενζινάκατο, χωρίς να υπάρχουν προβλήματα που να μας έκαναν να κρυφτούμε. Ο καιρός ήταν καλός και ευτυχώς που ήταν έτσι γιατί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού χάλασε η μηχανή. Μαζί μας ταξίδευε ο Ιωάννης Τσαντές και η σύζυγός του, ένας Βλαχογένης δικηγόρος, κλπ
-Πληρώσατε ναύλα;
-Για ναύλο δώσαμε τη ραπτομηχανή μας, αλλά όταν τελείωσε ο πόλεμος δώσαμε λίγα λεφτά και την ξαναπήραμε πίσω.
Φτάσαμε στην Τουρκία στην Αγρελιά που ήταν και ένα στρατιωτικό φυλάκιο και η συμπεριφορά των Τούρκων στρατιωτών ήταν καλή. Στην Αγρελιά συναντήσαμε το Φώτη Σπανό (υπηρετούσε σε στολίσκο κομάντος) και μας έφερε μπισκότα, που με την πείνα που είχαμε δεν μπορείτε να φανταστείτε πώς μας φάνηκαν.
-Πόσο μείνατε εκεί;
-Μείναμε κοντά 20 μέρες στον Τσεσμέ και μετά πήγαμε στο Χαλέπι και ακολούθως στα Ιεροσόλυμα. Μας πήγαν στο στρατόπεδο Νουσεϊράτ και εκεί ήταν κοντά 2.000 Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως νησιώτες, Σαμιώτες, Χιώτες, Ικαριώτες και πολλοί Δωδεκανήσιοι.
Εκεί εργάστηκα σαν δασκάλα και είχα μαθητές 12 χρονών που τους ξεκινούσαμε από πρώτη δημοτικού. Ήταν Δωδεκανήσιοι γιατί οι Ιταλοί είχαν επιβάλλει την ιταλική γλώσσα στο σχολείο και τα ελληνικά που ήξεραν τα παιδιά ήταν από τις συνομιλίες με τους γονείς τους. Είχαν μεγάλο πρόβλημα στο να διαβάσουν και να γράψουν ελληνικά. Είχαμε πίνακα, θρανία στην τάξη, ήταν ένα κανονικό σχολείο.
-Θυμόσαστε άλλους εκπαιδευτικούς;
-Από δασκάλους και καθηγητές θυμάμαι το Γιάννη Ταμβακλή και έναν Τζανετάκη. Ορκίστηκα βοηθός δασκάλα από την κυβέρνηση του Καΐρου και μάλιστα πήρα και τον πρώτο μου μισθό, που ήταν 12 λίρες Αιγύπτου. Τότε πήρα την αδερφή μου Γεωργία και πήγαμε για ψώνια στα Ιεροσόλυμα, πήραμε τσάντες και άλλα πράγματα.
-Πώς ήταν η ζωή μέσα στο στρατόπεδο;
-Η ζωή μέσα στο στρατόπεδο ήταν οργανωμένη με μαγειρεία, φαρμακεία, γίνονταν θεατρικές παραστάσεις, χοροί, κλπ
Είχε ζέστη και υγρασία, μέναμε σε σκηνές και σε κάτι άλλα κτίσματα με λαμαρίνες, ενώ συχνά έρχονταν στις σκηνές μεγάλα καβούρια από τη θάλασσα. Μέναμε σε μία σκηνή με μία οικογένεια δασκάλων από τη Σάμο. Ο Ταμβακλής παντρεύτηκε εκεί, ενώ εμένα με πλησίασε ένας αξιωματικός επίθετο Καπνιάς από τη Σάμο, που τον γνώρισα σε ένα χορό (γίνονταν εκεί χοροί, γλέντια, γάμοι) αλλά δείλιασα και του είπα ότι ήταν πολύ αυστηρός ο πατέρας μου. Η αδελφή μου Γεωργία παντρεύτηκε στα Ιεροσόλυμα.
Ο πατέρας μου ζήτησε να μεταφερθούμε στα Ιεροσόλυμα, όπως και έγινε και τότε σταμάτησα και να παραδίδω μαθήματα στο σχολείο του Νουσεϊράτ. Μείναμε σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο με κουζίνα και μπάνιο και πληρώναμε 5 λίρες το μήνα. Ιδιοκτησιακά αρκετά δωμάτια ανήκαν σε μοναστήρια του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Εκεί πια ζούσαμε σαν κανονικοί ελεύθεροι πολίτες.
-Πώς ήταν οι σχέσεις σας με τους ντόπιους;
-Με τους ντόπιους είχαμε καλές σχέσεις, άλλωστε από παλιά υπήρχε ελληνισμός εκεί και βοήθησε να γίνουμε αποδεκτοί. Θυμάμαι έναν οδοντίατρο τον Ιγνατιάδη που έκανε και αστεία.
-Πότε γυρίσατε;
-Γυρίσαμε το 1945 από τη Χάιφα με πλοίο και πήγαμε στον Πειραιά, όπου φιλοξενηθήκαμε λίγες μέρες σε σπίτια συγγενών και φύγαμε για τη Σύρο. Εκεί μείναμε λίγο καιρό, είχαν πιάσει και τα αδέρφια μου δουλειά στην UNRA την υπηρεσία του ΟΗΕ για αποκατάσταση των προσφύγων και αργότερα πήγαμε στην Ικαρία.
Η οικογένειά μου ήταν εκτός από τους γονείς, τέσσερις αδερφοί, ο Γιώργος, ο Νίκος, ο Πέτρος, ο Βάσος, η αδελφή μου Γεωργία και εγώ.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση: Αναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.grb